Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...


 Αν σου έγραφα εγώ ένα τέτοιο γράμμα, θα ήταν γραμμένο με λέξεις απλές, φθαρμένες από τη χρήση όσων ανθρώπων τις ξεστόμισαν... θα σου έγραφα ότι δεν ήξερα πως ο χρόνος δεν περιμένει, πραγματικά δεν το ήξερα!

Κανείς δεν σκέφτεται ποτέ ότι ο χρόνος αποτελείται από σταγόνες και ότι αρκεί μια περισσή σταγόνα για να χυθεί το υγρό στο χώμα και να απλωθεί σαν κηλίδα... και να χαθεί!

Και θα σου έλεγα πως αγαπώ, πως αγαπώ ακόμα, παρότι οι αισθήσεις μοιάζουν κουρασμένες... 

και θα σου έγραφα ότι η φιγούρα σου, που φαινόταν κόντρα στον ορίζοντα, μου φάνηκε το ωραιότερο πράγμα που ο χρόνος συνέλαβε!

Κι ύστερα θα σου έλεγα για εκείνες τις νύχτες που μιλούσαμε, για εκείνο το σπίτι στη θάλασσα... 

και θα σου έλεγα, επίσης, πως σε περιμένω, παρότι δεν περιμένει κανείς κάποιον που δεν μπορεί πια να γυρίσει. 

Antonio Tabucchi 





Χθες είδα, πάλι, στον ύπνο μου τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας,
σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά... του λέω.
- Καλά, καλά... και μου ‘έπιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις... ρώτησα.
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.

Δυο χρόνια πέρασαν, μπαμπάκα μου! Άλλαξαν πολλά, άλλαξα εγώ, ήρθαν χαρές, πίκρες, δυσκολίες…κάπως έτσι η ζωή κυλάει!
Μπαμπά μου, αγαπημένε μου, την αγάπη και την φροντίδα σου, να ξέρεις,
τη νιώθουμε πάντα, κάθε στιγμή... μέσα μας
Εσύ, εκεί ψηλά, στο Φως… κοιμού εν ειρήνη, ως ήσουν πάντα στη ζωή,
ο καλός, ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης!

Μα, να το ξέρεις, της λείπεις της.. Κούκης σου, πολύ, όμως!



~ Οι άνθρωποι μου ~

Εμένα οι άνθρωποι μου, με αγάπησαν σαν καλοκαίρι,
με πόνεσαν σαν φθινόπωρο γεμάτο από λύπες,
με ξημέρωσαν με ένα χειμώνα αγκαλιά…
και με ξέχασαν την άνοιξη!
Εμένα οι άνθρωποι μου, ήταν γάζες για να μην ακουμπάω τις πληγές μου.
Οι άνθρωποι μου, ήταν άσπρα πουλιά, καθισμένα στην άκρη της κάθε μέρας μου.
Κοράλλια ήταν στον βυθό της ταραγμένης θάλασσας,
που πνιγόμουν κάθε φορά που κολυμπούσα,
νησιά στην μέση του ωκεανού ήτανε…
φάροι μοναχικοί και περήφανοι που δεν έφτανες ποτέ να τους αγγίξεις!
Εμένα οι άνθρωποι μου ήταν μια υγρή αγκαλιά στο βάθος του ωκεανού
που κοιμόντουσαν κοχύλια και τραγουδούσανε γοργόνες τα βράδια. 
Ήταν ο γερμένος ήλιος στην κορυφή ενός παγόβουνου την ώρα που, η κάθε μέρα μου, παραδινόταν βασανισμένη στην αγκαλιά του Μορφέα.
Ήταν οι δικοί μου θησαυροί που κρατούσα καλά φυλαγμένους στην ψυχή μου...
φοβόμουν μην τους χάσω,
έτρεμα μήπως τους κλέψει κάποια νύχτα και δεν τους ξαναδώ!

Εμένα, οι άνθρωποι μου, δεν είχαν όνομα, τους ονόμαζα Ζωή Μου… και με βύθισαν!


... à celui qui a cessé de ramer


Je ne sais pas depuis combien temps notre barque dérivait sur l’océan lorsque je m’en suis rendu compte. La côte avait soudainement disparu. Il y a quelque chose qui s’est passé et je ne l’ai pas vu venir. Je ne me suis pas trop posé de questions. Il fallait réagir. Il fallait maintenant ramer pour que notre barque revienne à bon port. Et pour y arriver, on devait ramer ensemble. Une évidence.
Mais voilà, notre barque, je l’ai vue lentement prendre le fond. J’ai vidé l’eau qui entrait dedans à coups de cuillère à soupe pendant des mois en te suppliant de m’aider. J’ai ramé comme une damnée pour rejoindre la côte. Je t’ai encouragé à ramer avec moi pour y arriver, parce qu’à deux, c’était bien certain qu’on allait y arriver. Puis, alors que je me questionnais sur les raisons qui faisaient qu’on n’avançait pas aussi vite qu’on aurait dû, je me suis rendu compte que j’étais la seule à vouloir rejoindre la rive. Mais me tournant vers toi, j’ai vu que tu pleurais dans le fond de la barque. J’ai donc pris mon courage à deux mains et j’ai ramé toute seule encore et encore en me disant que c’était pas grave, que j’allais le faire pour nous deux. Parce que j’étais forte.
Mais est venu le jour, ce jour, où j’ai constaté que ça ne marchait plus. Que tu étais rendu trop lourd à porter pour moi, que mes forces m’abandonnaient lentement et que je m’épuisais à vouloir tout faire seule. Puisque tu n’as pas voulu te relever, que tu n’as pas voulu travailler avec moi, je me suis alors retrouvée face à un dilemme. Dévastée, j’ai dû faire un choix.
J’aurais pu rester là pis pleurer ma vie, moi aussi. Mais je ne suis pas du genre à abandonner. Ce n’est pas une option que je connais. Je suis une battante. Et j’ai une petite responsabilité sur mes épaules : notre fils. Une toute petite responsabilité de deux ans à qui je dois montrer le bon chemin dans cet océan-là. J’ai donc fait le choix de lâcher prise pour ne pas sombrer. J’ai pris mes rames et mes responsabilités et j’ai changé de barque pour faire face au vide toute seule. Pour m’en sortir pour moi et pour lui.
Oui, je me suis choisie. Oui, je me suis sauvée. Oui, je t’ai abandonné dans ta barque.
C’est là où j’en suis aujourd’hui. La côte, je la vois qui approche. Je peux presque la toucher des doigts tellement elle est proche. Je rame toute seule, sans toi, mais je rame. Oh! Parfois, j’ai mal, je me décourage, je perds le souffle, je trouve ça long et dur, mais la rame, la maudite rame, je ne la lâcherai jamais, comprends-tu?
Je vais la toucher, la côte. Je jure que je vais la toucher. Puis quand je vais enfin accoster et poser le pied sur le sol de cette côte-là, ça va être beau et bon. Comme dans ce rêve que j’ai voulu autrefois pour nous deux et dont tu ne fais plus partie désormais. Comme dans ce rêve qui a changé et que moi, je réaliserai prochainement sans toi. Et sans regrets.
Bonne chance à toi.

13.12.43



Θυμσαι πο σο λεγα
ταν σφυρίζουν τ πλοα μν εσαι στ λιμάνι.
Μ
μέρα πο φευγε τανε δικιά μας 
κα
δ θ θέλαμε ποτ ν τν φήσουμε

να μαντήλι πικρ θ χαιρετ τν νία του γυρισμο 

Κι βρεχε λήθεια πολ κι τανε ρημοι ο δρόμοι 
Μ
μι λεπτν καθόριστη χινοπωριάτικη γεύση 
Κλεισμένα παράθυρα κι ο
νθρωποι τόσο λησμονημένοι  

Γιατί μς φησαν λοι; Γιατί μς φησαν λοι; 
Κι σφιγγα τ χέρια σου
Δν εχε τίποτα τ᾿ λλόκοτο κραυγή μου.

Θ
φύγουμε κάποτε θόρυβα κα θ πλανηθομε
Μ
ς στς πολύβοες πολιτεες κα στς ρημες θάλασσες
Μ
μιν πιθυμία φλογισμένη στ χείλια μας
Ε
ναι γάπη πο γυρέψαμε κα μς τν ρνήθηκαν
Ξεχνο
σες τ δάκρυα, τ χαρ κα τ μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκ
πανι π᾿ νεμίζονται.

σως δ μένει τίποτ᾿ λλο παρ ατ ν θυμόμαστε.

Μς στν ψυχή μου σκιρτ τ ναγώνιο «Γιατί».
Ρουφ
τν γέρα τς μοναξις κα τς γκατάλειψης
Χτυπ
τος τοίχους τς γρς φυλακς μου 
κα
δν προσμένω πάντηση
Κανε
ς δ θ᾿ γγίξει τν κταση τς στοργς 
κα
τς θλίψης μου.

Κι
σ περιμένεις να γράμμα πο δν ρχεται
Μι
μακριν φων γυρν στ μνήμη σου κα σβήνει
Κι
νας καθρέφτης μετρ σκυθρωπς τ μορφή σου
Τ
χαμένη μας γνοια, τ χαμένα φτερά.

 Μανόλης Αναγνωστάκης