Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Eνας άγνωστος πολύ γνωστός

Γνωριστήκαμε νύχτα σ' ένα καφενείο κάτω από συνθήκες σχεδόν μυστηριώδεις.
Από τότε ερχόταν συχνά, ιδιαίτερα μετά το έγκλημα έτρεξε αμέσως
«ποιος είσαι;» ρώτησα, 

«είμαι ο επόμενος», μου λέει, 
και θα περνούσαν χρόνια για να καταλάβω,
εκείνον τον καιρό έψαχνα να βρω κάτι που είχα χάσει 

(αν το βρω, ίσως σωθώ — ίσως σωθεί κι η ανθρωπότητα)
ή κοίταζα τα φωταγωγημένα τραμ μέσα στα παιδικά μου βράδια
«ποιος είσαι;» τον ικέτεψα, 

«θα το μάθεις, μου λέει, μα όταν θα 'ναι αργά», ανατρίχιασα — 
έτσι ερήμην ζήσαμε.
 

Στη στροφή του δρόμου σταθήκαμε κάτω από ένα φανάρι και κοιταχτήκαμε σιωπηλά, με μίσος. 
Άλλα αυτό είναι μια άλλη παλιά ιστορία αιώνων.

Τάσος Λειβαδίτης