Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

...το χρώμα του φεγγαριού


Τίποτα…
και βράδιασε
και δεν ήρθε!
Κι έγειρε η νύχτα στο ποτήρι με τα ροζ τριαντάφυλλα
και μαράθηκε
Έκανε τόση παγωνιά κείνο το βράδυ
και κρύωναν πολύ τα όνειρα.
Κρύωναν και ζάρωναν στις γωνιές της κάμαρας,
σαν τα σκουλήκια.


...αυτό που σε κυνηγά είναι μέσα σου!


Εκεί... στο ακρογιάλι της ουτοπίας


Αλλά εγώ μιλώ για την άλλη αγάπη… την υπερβατική.
Αυτή που ντύνει με βελούδο την ψυχή.  
Αυτή που διώχνει τους σκόρπιους από τη σκέψη.
Αυτή που σπάει το συρματόπλεγμα του εαυτού σου.

Αυτή που δε βγαίνει από το στόμα,
ξεχύνεται από την αφή και την ανάσα.

Remember...



«Αν φύγεις εκεί που η θάλασσα σμίγει με φώτα 
και με μουσικές, να θυμάσαι: 
κάνει κρύο σ' αυτό τον παράξενο κόσμο.
Κι ύστερα δεν ξέρω αν θ' ακούω για πάντα εκείνη τη ραγισματιά στη φωνή. Το πρόσωπό σου ξεσκεπάστηκε κι είναι γυμνό σαν ανατέλλει μες στη μνήμη, σα θάλασσα που κάποτε θα γίνει καλοκαίρι.
Κι όλα φωτίζουν... 
το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα
Έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας,
τρέμει σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα.
Καμιά αφίσα ή τοίχος δε θα μαρτυρεί το ελαφρό σου πέρασμα στη φλέβα. Πέφτεις σα σιγανή βροχή, ανύποπτη, ανάμεσα στα ξεραμένα φύλλα. Καμιά σκαπάνη μουσικού δε θα σε βρει τόσο βαθιά στο αίμα.
Θυμάμαι ένα κλάμα παιδιού όταν οι δρόμοι χαμηλώνουν τα φώτα. Μα όταν μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά.
Ομίχλη κατεβαίνει με τ' απόγευμα μες στο μισόφωτο.
Αλλάζουν όλα όψη και ντύνονται 
το άλλο φως, το πιο δικό μας.

Θα επιστρέφω πάντα τα καλοκαίρια, όσο υπάρχεις,
...κι ύστερα θα σταματήσουν όλα.»

Εκείνοι που συλλογιούνταν την αγάπη

Είχα ξεχάσει πως όλα ήταν για να τελειώσουν
εκείνη τη νύχτα, την τελευταία μας. 
Πως ό,τι έσερνε μαζί της: άρωμα, μουσική, λόγια, κλάματα
θα 'μέναν εκεί κι ανάμεσά μας θα 'μπαινε η θάλασσα... 
έτσι όπως μπαίνει το πριόνι ανάμεσα σε δυο αδερφωμένα κλαδιά.
Έτσι ανακάλυψα ότι οι πληγές που μ' άνοιξε τότε, 
έκλεισαν απ' έξω, αλλά από μέσα ακόμα δουλεύουν...

...να τ΄ακούσει η άνοιξη και να 'ρχεται πιο γρήγορα


Θα ‘θελα να φωνάξω τ’ όνομα σου!
Να το φωνάξω... τόσο δυνατά,  
που να μην ξανακοιμηθεί 
κανένα όνειρο στον κόσμο,
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Να τ’ ακούσει ο χρόνος
και να μην σ’ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ!



Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...



κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα,
εκεί θα σε περιμένω...
ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω,

αγγίζοντας σε μονάχα στον ύπνο μου.



                              


...κι όμως, εδώ είναι ο κόσμος μου!




Πάντα φεύγω. 
Φεύγω, φεύγω, και πάντα φτάνω εκεί ακριβώς απ' όπου έχω φύγει. 
Μια ατέρμονη, αδιέξοδη φυγή. Σαν λιποταξία.
Μακάρι να μπορούσα κάποτε να φύγω απ' τη φυγή μου.

Μα μου φαίνεται πως είναι πια αργά.

Σουρούπωσε...

...λίγο πιο πέρα αυτό που δεν φαίνεται







             …εγώ έσπαγα και κανείς τους δεν το πρόσεξε! 

ειν’ ολ’ αυτα πολυ παληα... το σκιτσο, και το πλοιο, και το απογευμα



Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο.
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός
κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.
Πιο έμορφος με φανερώνεται
τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ’ τον Καιρό.

(Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη)


 

Θάλασσα, στείλε κύματα
να πλύνω την πληγή μου
Πάρε το θρήνο μου μακρυά
και σβύσε την οργή μου
Στην αρμυρή αγκάλη σου
να γειάνει η ψυχή μου


...το τραγούδι των Τσουκτρών@Ψαρόσουπα




Είναι η ώρα, ειναι η στιγμή
τώρα που ο βυθός περνάει κρίση
για μας ευκαιρία μοναδική
να πάρουμε ότι μας αξίζει

Πίστεψε στα λόγια τα προφητικά
πιστέψτε και στις διαδόσεις
πουλάμε ελπίδα, σωτηρία και χαρά
αρκεί να μπορείς να πληρώσεις

Σε κάθε γωνιά θα μας βρεις στον βυθό
πιο δυνατές κάθε μέρα
αυτή η ζέστη μας κάνει καλό
μας δίνει νέο αέρα
πριν καταλάβεις το πώς και γιατί
το σπίτι σου θα ναι δικό μας
κάθε σου φόβος και κάθε σιωπή
στο τέλος βοηθά τον σκοπό μας

Μας λένε τσούχτρες μα είμαστε φίλοι
έλα κοντά να γευτείς
κάθε τσιμπιά μακριά θα σε στείλει
και δεν μπορείς να σκεφτείς

Ακόμα κι αν ζούμε στον ίδιο βυθό
αυτό είναι τελείως τυχαίο
είμαστε όντα με άλλο σκοπό
και με ταλέντο πηγαίο
Αφού δεν μας μοιάζεις θα καταστραφείς
γι αυτό κανε την προσευχή σου
η ευτυχία μας αρχίζει εκεί
που τελειώνει η δική σου

(Ηλέκτρα η Τσούκτρα)

...λες και έχει πάψει πια του κόσμου η καρδιά






Τέλειωσε η μπόρα και βγήκες στεγνός
κλειστός λόγω έργων ο παράδεισος.

Ένα κορμί δίχως γη κι ουρανό
τα χρόνια κυλήσανε σαν το νερό. 

...έτερον δεν έχω να προσθέσω!

Η Φαύστα δεν είναι η Ρωμαία αυτοκράτειρα και βέβαια δεν βρισκόμαστε στην Ρώμη.


Η Φαύστα, μια ευαίσθητη γυνή, σύζυγος του Γιάννη, χάνει την μονάκριβη κόρη της στη θάλασσα. Θλίβεται και κλαίει γοερά για αυτή την απουσία αλλά και για τον… θάνατο του ΚαραΐσκάκηΩστόσο, η εμμονή της με τα θαλασσινά την οδηγεί στην ανεύρεση της κόρης της, που σαν τον Ιωνά ξεπηδά από το στομάχι ενός ψαριού χρόνια μετά.
Μία ακόμα εξαφάνιση, ένα προξενιό κι ένα ηθικό δίδαγμα.
Κι όλα αυτά στην Αθήνα του 1900.
(απόσπασμα)
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κόρη μας, σφάλλεις. Οι πτωχοί πρέπει να δίνουν φόρους
μ' ακόμη περισσότερους να βάζουν στους ευπόρους.
Μονάχα έτσι θα βρεθεί σωστή δικαιοσύνη
κι ο πλούσιος και ο πτωχός ανάλογα σαν δίνει.
ΡΙΤΣΑΚΙ: Εάν αυτό εφαρμοστεί, τα έθνη μαραζώνουν.
Σβήνουν από προσώπου γης και σαν κεράκια λυώνουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Γιατί;
ΡΙΤΣΑΚΙ: Διότι διαιωνίζεται το Κράτος αδικίας
κι έχομεν πάλι πλούσιους και πτωχικάς οικίας.
Καθόσον κάθε πάμπτωχος ανόητον θα βρίσκει
να κάνει υπεράνθρωπους αγών διά να πλουτίσκει.
«Διατί να γίνω πλούσιος;», θα σκέπτεται καθένας,
«διά να πληρώνω εισφοράς εν γένει ηυξημένας;
Αντί να γίνω πλούσιος να δίνω περισσότερα,
χίλιες φορές θεόφτωχος, που δίνω και λιγώτερα».
Γι' αυτό σας λέω, ο φτωχός τότε θα προοδεύει
αν βλέπει πως τον πλούσιον το Κράτος τον βραβεύει.
Η μόνη σίγουρη οδός παραγωγής ευπόρων
είν' να τρελλάνουν τους φτωχούς με δυσβαστάκτων φόρων.
Διότι για νάβγει ο φτωχός απ' τον κλοιόν ετούτον
θα προσπαθήσει σύντομα να αποκτήσει πλούτον.

Συμβαίνει...




...με τους κακομαθημένους κομήτες

Δεν μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους
Δεν μπορούν να θυμηθούν την τροχιά τους
Βρίσκονται πάντα εκεί που δεν πρέπει
Με τις αστείες ουρές τους
Αναστατώνουν το νόμιμο σύμπαν

Ο χορός του κορυδαλλού





Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου – ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν' ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ' τη νύχτα.
Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες ν' ανακαλύψω πως τ' αστέρια είναι
πεντάγραμμα,
πως τ' αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο ήλιος αυτός είναι ο μέγας εξουσιοδοτημένος του στερεώματος,
να 'ναι ο πανταχού παρών – σ' όλα τα βάθη του.
Να βρίσκει χιλιάδες φλεβίτσες και να διακλαδίζεται μες στο γρανίτη,
να φορεί στέφανο χρυσό στο κεφαλάκι του βρέφους
που περιμένει το πλήρωμά του στο σκοτάδι της μήτρας,
ν' αναβλύζει απ' τα βάθη των θαλασσών,
να κυκλοφορεί μες στα χρώματα των ζωγράφων
και μες στους στίχους των ποιητών
και μες στα πόδια που χορεύουν
και μες στους ήχους του «αλληλούια».
Κι η σιωπηλή παρουσία σου μ' έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει.
Άκουσα να θροΐζει η ψυχή σου όπως ένας πευκώνας το καλοκαίρι.
Τα δάχτυλά σου μ' αγγίξαν σαν ένα σμήνος πουλιών.
Κι όταν χαμογελάς ακούω μιαν άρπα.
Κι όταν σκέφτεσαι ακούω που σκέφτεσαι.
Κι όταν αγαπάς τα παιδιά που ευλόγησεν ο Ιησούς, πάλι, ακούω.
Κι ακούω το ρόδινο σύννεφο όταν ακουμπάει στο βουνό.
Κι ακούω το στάχυ όταν πίνει μια σταγόνα νερού.
Κι όταν τη νύχτα κοιτάζεις τον ουρανό
ακούω τ' αστέρι που πλέει μες στο βλέμμα σου.

Κι είναι αυτό που ακούω πολύ δυνατότερο
απ' αυτό που γράφω κι απ' αυτό που μπορώ να σου ειπώ.
Όλα είναι γραμμένα. Αρκεί να μπορεί να διαβάζει η καρδιά
τα ψηφία της κτίσεως. Οι στίχοι είναι αντίλαλοι.
Απόψε τελειώσανε όλες οι λέξεις μου.
Ακούω το ποτάμι ζητώντας να ξεκλέψω τα λόγια του.
Αφουγκράζομαι στο άπειρο το χαίρε των κόσμων
που παραπλέουν ο ένας τον άλλο – χαιρετιώνται κι αποχωρίζονται.
Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη.
Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
Αλλά εγώ σ' αγαπώ. Και γι' αυτό κομματιάζω
τη λέξη «αγάπη» σε χιλιάδες ρινίσματα
και ζυμώνω τα χρώματα, όχι σα να 'ναι να ειπώ ή να γράψω,
αλλά
σα να 'μαι ο παντοκράτορας ενός μεγάλου περβολιού
και να θέλουν τα χέρια μου να υφάνουνε κρίνα.

Είσαι εσύ, που με φύσηξες σαν ένας αγέρας απ' τα ανοιχτά του Θεού.
Το νερό σου περίσσεψε κάτω στις ρίζες μου κι έκαμε
ν' ανοίξει η ψυχή μου σαν μια φωτεινή φυλλωσιά,
κι είμ' εγώ που σου ετοίμασα στέγη.
Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.
Κι έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ' το υπέρτατο φως.

Δεν ξέρω τι θα 'πρεπε να σου γράψω, τι να σου ειπώ.
Πρέπει να 'ναι μεγάλος ο κήπος που θα σε περπατήσω.
Κι ευτυχώς που είναι ο κόσμος απέραντος και τον έχουμε όλοι μαζί
και μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει.
Θα τυλίξω στα δάχτυλά μου τα νήματα του νερού,
θα ξεδιαλέξω το μετάξι του ήλιου απλώνοντάς τον πάνω σε άνθη
αχλαδιάς,
θα βγάλω το μπρισίμι απ' το ζέφυρο,
να σου φτιάξω ένα ένδυμα γάμου.
Απόψε σε παντρεύω με την αιωνιότητα.
Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου στο δάχτυλό σου.
Περνώ στα μαλλιά σου ένα στέφανο λεμονιάς
που στάζει χαραυγή και δροσιά, που στάζει αγάπη.
Το 'χω κομμένο από την παιδική αστροφεγγιά της καρδιάς μου.
Ο ουρανός μοναχά το' χει αγγίξει. Σ' το πρόσφερα σήμερα.
Περπάτησα όλο το Μάη μ' ανοιγμένα τα χέρια μου.
Η ψυχή μου ξεχείλιζε και τη μάζευα
όπως ξεχειλίζει μια κούπα νερό,
όπως ξεχειλίζει το φως σ' έναν κόρφο ξεκούμπωτο.
Δίπλωσα στην παλέτα μου το ουράνιο τόξο,
ανάλυσα της δύσης το βυσσινί μέσα στη φούχτα μου,
να σε φτιάξω να ταιριάζεις με τη δημιουργία του Θεού.

Κι όχι όπως μοιάζει το ένα αστέρι με το άλλο.
Να ξεχωρίζεις στην παγκόσμια τάξη.
Και πάντοτε να χορεύεις μ' ένα φουστάνι ουρανό,
μ' έναν θύσανο ήλιου ολόγυρα στα μαλλιά σου,
με τα χέρια σου ν' ανεβαίνουν ανάλαφρα, όμοια
με δυο κρίνους που προσφέρονται στην Παναγία την άνοιξη.


-Από τη συλλογή Ο χρόνος και το ποτάμι (1957) του Νικηφόρου Βρεττάκου

σ' αγαπώ και μου λείπεις...

Ω! Την αγάπη της μάνας δεν την ξεχνά κανείς... Βίκτορ Ουγκώ



Η ματιά σου χρυσή, γλυκό κρασί 
ο λαιμός σου νησί, εγώ κι εσύ.
Μια φωτογραφία, κάτι σαν αγία 
μες στο βάθος μιας πηγής.
Δέξου τη μαγεία, που έχει η λειτουργία 

και το τέλος μιας φυγής.
Σιωπηλή με κοιτάς και με ζητάς 
τη στιγμή σταματάς και με κρατάς
μέσα στο σκοτάδι που είναι σ’ ένα χάδι 
κι είναι σημάδι απ’ τον καιρό.

Δε θα σε ξεχάσω κι ούτε θα σε χάσω 
κάπου θα σε ξαναβρώ...




Μέσα από εσένα, μάτια μου, οι αλήθειες έγιναν στίχοι...★♥


★•*´¯`★Είναι κάποιες... αγκαλιές, που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει★¸.•*´¯`★



Το αστέρι κι η ευχή
Ευανθία Ρεμπούτσικα



"Ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του
όταν μιλάει ως ο εαυτός του. 
Δωσ' του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια."

Ο άγνωστος Βάρναλης, πάντα επίκαιρος...



… επίκαιρος και σήμερα που τσακίζουν τα λαϊκά δικαιώματα, εξαθλιώνουν τη ζωή των εργαζομένων μα ταυτόχρονα ζητούν από το λαό υπομονή και θυσίες για τη «σωτηρία της πατρίδας» δήθεν. Ποιας πατρίδας όμως; Του λαού που παράγει τον πλούτο αλλά δυστυχεί και υποφέρει, ή μιας χούφτας παράσιτων που τον κλέβουν;
Ένα σχόλιο σε αυτή την πραγματικότητα είναι το «παραμύθι» που λέει ο Σωκράτης στους συμπολίτες του στην «Αληθινή απολογία» του:
 «… Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτύνανε αρκετά, αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε: “Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας (…) Είσαστε λεύτεροι! (…) Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε (…) Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας (…)
 Κ’ εσείς κ’ εμείς θα ‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. Κ’ εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας (…) Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι (…) Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”.

Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι (…) Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Πού να το βρω! (…) Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και  στους νόμους των Κλεφτών”».

... και θα 'χει τα μάτια σου



Ο θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου,
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ' το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου.
Θα 'ναι σαν ν' αφήνεις μια συνήθεια,
σαν ν' αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν' ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατεβούμε στην άβυσσο βουβοί.

-από τα τελευταία ποιήματα του Τσέζαρε Παβέζε-
(μτφρ. Σωτήρης Τριβιζάς)