Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

όταν κρυφά μες στο όνειρο...




Πώς να σου στείλω ένα φιλί 
Τόσο μακριά μη κρυώσει 
Να μη πνιγεί στα πέλαγα 
Στα βράχια μη ματώσει 


Αν θα το δώσω στα πουλιά 
Δε ξέρω πώς θα φτάσει
Κι αν θα το πάρει ο άνεμος 
Φοβάμαι μη το χάσει 


Ίσως το δώσω στη σιωπή 
Μια νύχτα με αγρύπνια
Να το τυλίξει απαλά στου ονείρου σου τα δίχτυα
Κι όταν κρυφά μες στο όνειρο αγγίξω το κορμί σου 
θα σου χαρίσω το φιλί και θα γενώ δική σου...

...και σου τραγουδώ δεν μπορώ να κλάψω

Ταξίδι στη βροχή




...που φεύγεις να τα πούμε, για ύστερη φορά!

Το σώμα κι αν περάσει...



Για σένα τραγουδάω, 
για σένα που όταν έπεφτα,με κράταγες σφιχτά, 
γινόσουν η βαρκούλα μου,να βγαίνω στ' ανοιχτά, 
να μη φοβάμαι...





Για σένα τραγουδάω, 
που έγινες στον τοίχο μου, σκιά κι ακολουθείς, 
που μ' έστελνες στον ουρανό, τις νύχτες της σιωπής, 
να μη λυπάμαι...

Δε χάνεται η ψυχή, το σώμα κι αν περάσει,
ακόμα κι αν ξεχάσει, θυμάται, δε χάνεται η ψυχή,
δε χάνεται η ψυχή, αγάπη αν δοκιμάσει,
φιλί αν βρει και πιάσει, θυμάται, δε χάνεται η ψυχή,
δε χάνεται η ψυχή.

Για σένα τραγουδάω, 
που άντεχες το κρύο μου, τις λέξεις τις σκληρές, 
και πίσω μου τις γύριζες, σε όμορφες στιγμές, 
να μη λυπάμαι...

Για σένα τραγουδάω, 
που ενώ τα χρόνια πέρναγαν, αγάπη ήσουν εκεί, 
να στέκεσαι,να καίγεσαι, αγάπη δυνατή, 
να μη λυπάμαι...




Από το "θέλω" στο "μπορώ" ένα... "φοβάμαι" δρόμος.




Θέλω να περπατήσω και να μυρίσω νυχτολούλουδο.
Να περιπλανηθώ σε δρομάκια άγνωστα.

Θέλω να μετακομίσω σε καινούρια γειτονιά.
Να περπατήσω τους δρόμους της και να ανακαλύψω καινούρια μυστικά.

Τόσα θέλω, μόνο που δεν ξέρω τι μπορώ.


Ή μήπως μπορώ ό,τι θέλω;

...κάτι που να είναι μόνο για σένα






Και τώρα πρέπει να βρω δυο λόγια να σου πω.
Τις βρήκα έτοιμες τις λέξεις. Δεν έφτιαξα καμμία μόνη μου. Αυτό είναι άδικο για σένα. Θέλω να βρω κάτι που να είναι μόνο για σένα. Να μην χωράνε μέσα τόσοι και τόσοι. Δεν ήσουνα σαν τόσους και τόσους.
Δεν θέλω να σε ντύσω με φορεμένα ρούχα. Φθαρμένους αγκώνες και γόνατα, θα΄ναι σαν να σε ντύνω με λυγίσματα, σαν να προδίδω πως εγώ τουλάχιστον σε είχα δει να κλαις. Γιατί να τους το πω;

Θα καίγονται να μάθουν πως ήσουν ίδιος με κείνους, 

πως δεν ήσουν δα και κάτι διαφορετικό. 

Δεν θα τους αφήσω να σε θυμούνται στα μέτρα τους. 

Αν δεν πονάνε κάθε φορά, 

αν δεν τους σκοτώνει που δεν σε έζησαν, 

που δεν ήταν εκείνοι αυτό που ήμουν εγώ για σένα, 

που δεν θα γίνουν ποτέ αυτό που ήσουν εσύ για μένα,

ας μην σε θυμούνται καθόλου.

Στον δρόμο, φεύγοντας, σταύρωσα με δύο παιδιά. Το ένα σου έμοιαζε, σε εκείνη την φωτογραφία με τους γονείς σου σε μία θάλασσα που δεν θυμόσουν. 

Και με ρώτησαν: “τι τον είχες;”

Ρώτησαν εμένα τι σε είχα!

Τους είπα πως ήσουν το όνομά μου. 

Από δω και πέρα πια, 

μπορούν να με φωνάζουν όπως θέλουν.

Blues on the Road



Ανάβω ευχές και προσευχές 
για τις αστέριωτες ψυχές,

για σένα και για μένα.

Δεν θέλω να ξεχάσω…


Υπάρχω, για να σ' αγαπώ μονάχα...

Υπάρχω, για να σ’ αγαπώ μονάχα

και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω.
Σ’ αγαπώ τόσο που το ξεχνώ,

όπως το αίμα που κυλά στις φλέβες
και είναι τόσο αθόρυβο
όσο και αναγκαίο μαζί..

Αόρατες αισθήσεις με μυρωδιά λατρείας
αλώβητες και εξημερωμένες.
Πάει καιρός, μα πάντα εδώ… όλα εδώ…

η φωλιά της παρουσίας μέσα απο την απουσία
σαν αερικό που αγκαλιάζει όλες τις αισθήσεις,
που προκαλεί εκείνη την ανατριχίλα

που κραυγάζει μέσα απο την σιωπή.

Άχ! αυτή η σιωπή
εκκωφαντική και γνήσια
σαν εκείνη την ελάχιστή σου αναπνοή
που πιά δεν έχω.

Οδυσσέας Ελύτης

«Την μοναξιά, σ΄ το ξαναλέω, μόνο με τη παρουσία του κοινού θα την κατακτήσεις»




Ο ποιητής μπορεί να διακινδυνέψει τα πάντα για να κατακτήσει την απόλυτη μοναξιά, που είναι απαραίτητη για να πραγματοποιήσει το ποιητικό του έργο, να το αποσπάσει από το κενό για να του δώσει ζωή. Αποδιώχνει περίεργους και φίλους, ή συμβουλές που θα έκαναν το έργο του προσιτό στον κόσμο. Μπορεί, ίσως, να επιλέξει την εξής μέθοδο: αφήνει γύρω του μια δυσωδία τόσο αηδιαστική, τόσο ρυπαρή, που κι ο ίδιος  λιποθυμά και παθαίνει ασφυξία. Τον αποφεύγουν.  Είναι μόνος. Η ολοφάνερη συμφορά του θα του επιτρέψει κάθε λογής θρασύτητα, αφού κανένα βλέμμα δεν τον ενοχλεί.  Κλυδωνίζεται ανάμεσα στη ζωή και την ερημιά του θανάτου. Η φωνή του δεν ξυπνά καμία ηχώ. Γιατί αυτά που έχει να πει δεν απευθύνονται πια σε κανέναν, κι ούτε χρειάζεται να τα καταλάβουνε οι ζωντανοί, δεν τα υπαγορεύει εξάλλου η ζωή, παρά τα επιβάλει η εξουσία του θανάτου.

"θανάσιμη μοναξιά"

Στον πάγκο του μπαρ μπορείς ν’ αστειευτείς  με οποιονδήποτε, να τσουγκρίσεις το ποτήρι σου με όποιον θέλεις. Μα ο άγγελος αναγγέλλει τον ερχομό του. Μείνε μονάχος να τον υποδεχτείς. Και άγγελός μας είναι η νύχτα που πέφτει στην εκθαμβωτική πίστα. Ακόμα κι αν η δική σου μοναξιά είναι πλημμυρισμένη στο φως ενώ σκοτάδι τα χιλιάδες μάτια που σε κρίνουν, που φοβούνται και προσδοκούν τη πτώση σου, θα χορέψεις πάνω και μέσα στην άνυδρη μοναξιά, με τα μάτια δεμένα και εί δυνατόν τα βλέφαρα ραμμένα. Τίποτε όμως δε θα σε εμποδίσει να χορέψεις για την εικόνα σου, και προπαντός χειροκροτήματα ή γέλια. Αλίμονο, είσαι καλλιτέχνης, και δεν γίνεται πια να αγνοήσεις την ανελέητη άβυσσο των ματιών σου. Νάρκισσος χορεύει; Δεν είναι ωστόσο φιλαρέσκεια, εγωισμός και φιλαυτία, μα κάτι άλλο. Μήπως ο ίδιος ο θάνατος; Χόρευε λοιπόν ολομόναχος. Χλωμός, πελιδνός, γεμάτος αγωνία αν θ' αρέσεις στην εικόνα σου - δηλαδή θα χορέψει η εικόνα σου για σένα.

Ποιος  φυσιολογικός, γνωστικός άνθρωπος περπατά πάνω σε συρματόσκοινο ή εκφράζεται με στίχους;

Ο έρωτας, σχεδόν απελπισμένος αλλά γεμάτος τρυφερότητα, ο έρωτας που οφείλεις να δείχνεις στο σκοινί σου πρέπει να είναι δυνατός όσο και το συρματόσκοινο που κρατά το βάρος σου. Γνωρίζω τα αντικείμενα, τη μοχθηρία και τη σκληρότητα τους, αλλά και την ευγνωμοσύνη τους.  Το σκοινί ήταν νεκρό ή έστω, βουβό και τυφλό. Με την εμφάνιση σου θα ζωντανέψει και θα μιλήσει. Θα το ερωτευτείς με έναν έρωτα, θα έλεγα, σαρκικό. Τη νύχτα, καθώς είναι ακόμα κουλουριασμένο στο κουτί του, πήγαινε να το δεις, να το χαϊδέψεις, να ακουμπήσεις το μάγουλο σου στο δικό του.

Ωστόσο πρέπει να εκθέτεις τον εαυτό σου στον κίνδυνο του σωματικού, του οριστικού θανάτου. Το απαιτεί η δραματουργία του Τσίρκου. Το τσίρκο, όπως η ποίηση, ο πόλεμος και η ταυρομαχία είναι από τα λίγα σκληρά παιχνίδια που επιζούν.

Αν πέσεις, θα σου εκφωνήσουν τον πιο συμβατό επικήδειο: βάλτος από χρυσάφι κι αίμα, τέλμα όπου το ηλιοβασίλεμα… μην περιμένεις τίποτ' άλλο. Το τσίρκο είναι όλο συμβατικότητες.

- Κοίτα να γίνεις διάσημος…
- Γιατί;
- Για να προξενείς το κακό.
- Πρέπει οπωσδήποτε να βγάλω λεφτά;
- Απαραιτήτως.

Θα εμφανίζεσαι στο συρματόσχοινό σου και θα σε ραντίζει μια χρυσή βροχή.
Κι επειδή θα σε ενδιαφέρει μονάχα ο χορός, τη μέρα θα σαπίζεις.
Το κοινό - που χάρη σ' αυτό υπάρχεις, γιατί χωρίς το κοινό δε θα καταχτούσες ποτέ τη μοναξιά - είναι το κτήνος που εσύ στο τέλος θα το εξοντώσεις. Η τελειότητα κι η τόλμη σου όση ώρα εμφανίζεσαι το εκμηδενίζουν.

Μάταιες οι συμβουλές μου και άστοχες.
Δεν είναι δυνατόν να τις ακολουθήσει κανείς.
Ήθελα μόνο να γράψω για την τέχνη σου ένα ποίημα που θα σε θερμάνει ολόκληρο, απ' την κορφή ως τα νύχια. 
Ν' αναφλεγείς ήθελα, όχι να σε διδάξω.


Jean Genet  Ο σχοινοβάτης  (μετ. Χριστόφορος Λιοντάκης)