Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

«Απλά πράγματα, ένα ποτήρι κρύο νερό, μια δροσερή αυλή και γύρω ένα κλωνάρι γιασεμί…»


Νέος είνε, 33 χρονών ο Χατζιδάκις. Παχύς και στο ανάστημα μέτριος. Το δέρμα του είνε σκούρο και μελαχροινό και κατάμαυρα τα μάτια του. Γλυκειά και απαλή η φωνή του, πειθαρχημένη κυλά και βγαίνει απ΄τα χείλη του, μα όταν υποστηρίζη κάτι, όταν υπογραμμίζη μία φράσι, γίνεται σκληρή, βαρειά σαν χτύπος καμπάνας και τα μάτια του πετούν αστραπές σαν το ατσάλι!
Για ένα που ξέρει να βλέπη, ο Χατζιδάκις, συμπληρώνει τον τέλειο χαρακτήρα του Κρητικού!-Γεννήθηκα στην Ξάνθη! λέει ο ίδιος. Μα η Κρήτη κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μου! Ακούω τις φωνές της, νοιώθω το πέλαγος να δέρνεται και να βογγά στα βράχια της, μυρίζομαι το χώμα της, τα περιβόλια της, χυμά ολοένα η ψυχή μου απάνω της να ρουφήξη δύναμη και ομορφιά…Ο πατέρας του Χατζιδάκι, ανήσυχη ψυχή σαν όλους τους Κρητικούς, ξεκίνησε μια μέρα να πραγματοποιήσει ένα όνειρο. Να πλουτίση εμπορευόμενος καπνά! Καλή η εποχή, έξυπνος έμπορος ήταν, είχε πείσμα και καρδιά και περίσσεια περηφάνεια, δεν μπορούσε παρά να κερδίση στο πάλαιμα με τη ζωή. Τι Κρητικός ήταν;Οι άνθρωποι τον θαύμαζαν, τον αγαπούσαν, ήταν μεγάλη η καρδιά του και το μυαλό του σπίθιζε. Γέννησε κι η γυναίκα του, τούδωσε αγόρι, το βάφτισαν, μπήκε στους Χατζιδάκιδες, ένας Μανώλης ακόμη!-Να πω πως τον ζήλεψε ο Χάρος; Πως πέρασε κάποια φορά έξω από το σπίτι μας άκουσε το κακαριστό γέλοιο του, έσκυψε και είδε την ευτυχία μας και μπήκε; Η συμφορά έπεσε απροσδόκητα, γκρέμισε το σπίτι μας, και μεις, η μητέρα μου κι εγώ, μια σταλιά παιδί, θάψαμε τον πατέρα μου, τα μαζέψαμε και ήρθαμε στην Αθήνα… Το χρυσό όνειρο είχε τελειώσει, η ζωή δεν ήταν τόσο ρόδινη όσο την ξέραμε ως τότε. Η βιοπάλη άρχιζε. Δούλευα και σπούδαζα, κι οι δυσκολίες με πεισμάτωσαν! Τούτα τα προσόντα του Κρητικού, δεν τα ήξερα ποτέ. Κυνηγούσα τα δύσκολα, τα παραπάνω από μένα και τις δυνάμεις μου. Χιλιάδες πρόγονοι που βλάστησαν και τάφηκαν στα χώματα της Κρήτης, ξυπνούσαν μέσα μου και φώναζαν. Δεν ξεκαθάριζα τις πεθυμιές τους, δεν είχα ο ίδιος κατασταλάξει πάνω στη γή, δεν μπορούσα ακόμη να δω και να ξεχωρίσω τους δρομους…Μεγάλη η γενιά των Χατζιδάκιδων στην Κρήτη, απλώνεται και πιάνει το νησί από τις τέσσερις άκρες του! Κισσαμίτες, Σφακιανοί, Αποκορωνιώτες, Ρεθυμιώτες, Καστρινοί, Μεραμπελιώτες και Γεραπετρίτες, πλούσιοι, φτωχοί, επιστήμονες, στρατιωτικοί. Μια φλέβα που κόπηκε με τον καιρό κομμάτια-κομμάτια κι άλλη θέλουν το «άκης» με «ήττα» κι άλλοι με «γιώτα» να χωρίζουν μεταξύ τους!-Δέκα πέντε χρονών, κατέβηκα στην Κρήτη, κάθησα καιρό, εντύθηκε η ψυχή μου με τα χρώματά της… Μελέτησα τους ανθρώπους της, το φως της, ένοιωσα τη φοβερή δύναμι αφομοιώσεως που έχει σ’ αυτούς που πρωτοστατούν επάνω της, δέθηκα οριστικά μαζί της! Από παιδί μ’ άρεσε η μουσική, με είχαν μάθει κι έπαιζα πιάνο, μα μόνο σαν πάτησα στην Κρήτη η ψυχή μου κατάλαβε το νόημά της. Άρχισα να συνθέτω, να δημιουργώ, παράξενα συναισθήματα με πλημμύριζαν. Ένα θαύμα είχε γίνει μέσα μου…-Μεγάλη είναι η κρήτη, έχει Χατζιδάκιδες πολλούς. Ποια η δική σας φύτρα;-Ηρακλειώτης!… Καστρινός, όπως συνηθίζουν να τους λένε, επειδή παληά, Μεγάλο Κάστρο, έλεγαν το Ηράκλειο… Το δικό μας σόι, έχει πολλούς επιστήμονας και καθηγητάς. Ανθρώπους που ασχολιούνται με την λογοτεχνία και την ποίησι. Απ΄ό,τι έμαθα, δεν είχαμε άλλον μουσικόν.ΕΜΠΝΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ!Για να ξεκαθαρίσωμε τα πράγματα, ευθύς από την αρχή, ο Μάνος Χατζιδάκις είναι αφάνταστα προσγειωμένος! Δεν έχει παραξενιές, δεν μυρίζει… σάπια μήλα για να κατεβάσει ιδέες, ούτε βάζει σε παγωμένο νερό τα πόδια του για να του έρθει έμπνευσις! Είναι απλός και φυσικός άνθρωπος και αντικρύζει τη ζωή γύρω του στις σωστές και φυσικές διαστάσεις της.Κοιμάται ελάχιστες ώρες μα το ξενύχτι του δεν είναι στείρο και αρρωστημένο. Δουλεύει.Δημιουργεί!Σε κάτι τέτοιες ώρες, τον πέτυχα προχθές τα ξημερώματα. Ήθελε, δεν ήθελε, άφησε το μολύβι, παραμέρισε το πεντάγραμμο και μιλήσαμε. ήταν ζεστός ακόμη τότε ο καυγάς με τους …παλιούς, και δεν μπόρεσε να μη μιλήση.-Δεν ήθελα να πειράξω κανένα, δεν είχα λόγους… Είπα την ιδέα μου, διατύπωσα την γνώμη μου και ξεσηκώθηκε ο κόσμος εναντίον μου! Ο λόγος; Η αφορμή;-Μα ήταν ανάγκη; Γιατί να γίνη καυγάς;-Τα είπα και αδιαφορώ! Ξέρω, πώς έχω δίκιο. Κι όταν έχω δίκιο τα βάζω και με το Θεό! Δεν φοβούμαι κανένα!Τον έβλεπα καθώς μιλούσε και χαιρόμουνα που τούδωσα την αφορμή να θυμώση, να τρικυμίση η ψυχή του, να βαρύνη η φωνή του και να πετάξουν μαύρες αστραπές τα μάτια του. Παμπάλαιοι και μακρινοί πρόγονοι, άγριοι βουνήσιοι Κρητικοί, ξυπνούσαν από τα βάθη των αιώνων και μιλούσαν με τη φωνή του!-Αυτή ήταν η γνώμη μου… Εγώ έπρεπε να την πω. Κι οι άλλοι να την ακούσουν. Με τις φωνές και τις βρισιές δεν γίνεται συζήτησι/ Αποτέλεσμα, πώς σώπασαν; Επειδή δεν πίστευαν σ’ αυτά που υποστήριζαν. Κι επειδή εγώ δεν το βάζω εύκολα κάτω!Ανακάτεψε στο τραπέζι τα χαρτιά, χτύπησε το μολύβι σαν του έφταιγε εκείνο, άναψε τσιγάρο και κύτταξε απ΄το παράθυρο τη νύχτα π΄άρχιζε να χλωμιάζη. Σώπασε λίγο, μέρεψε η ψυχή του, ήρθε πάλι και γέμισε την καρδιά του το μεγάλο νησί…-Κάποια μέρα που θα μπορώ να ζω όπως θέλω, θα τραβήξω κατά κάτω! Θα βρω μια γωνιά στον κρητικό παράδεισο και θα ριζώσω!… Άλλος τόπος στον κόσμο δεν υπάρχει. Ζωντανή είναι η Κρήτη, έχει ψυχή, φωνή, φλέβες που τρέχει αίμα ζεστό μέσα τους! Μού τό’πε μια φορά ένας γέρος χωρικός πάνω στην ώρα δυνατού σεισμού, μα το κατάλαβα αργότερα. «Μη φοβάσαι, Μανώλη, ζωντανή είναι η Κρήτη μας, κουνιέται!…» Και δεν είναι μόνο ζωντανή. Παρά και μάγισσα!«Ήπιες νερό από τα σπλάχνα της; Πάει, τέλειωσε! Έγινες σκλάβος της αιώνιος!…»«ΔΕΝ ΓΡΑΦΩ ΜΟΝΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΖΩ»Βλέπω τον πληθωρικό τούτον νέον καλλιτέχνη να μιλή, και πολλές φορές ξεστρατίζει το μυαλό μου δίχως να το θέλω, σ’ άλλα θέματα, σ’ άλλα σκοτεινά προβλήματα που βασανίζουν την ψυχή του ανθρώπου.Ανάβει και καίγεται καθώς μιλεί, οι φωνές έρχονται από μέσα, αν προσέξεις λίγο μπορεί να βρης και μια αλλοίωσι της φωνής του, μια παράξενη αλλαγή στα χαρακτηριστικά του. Δεν μιλεί αυτός, ξένες είναι οι φωνές κι έρχονται από τα βάθη των αιώνων! Πειρασμοί μεγάλοι που σ΄αναγκάζουν να ρωτήσης:-Τι ξέρεις για το νησί και τους ανθρώπους του;-Διαβάζω! Διαβάζω την ιστορία του, όχι την τωρινή, την γεμάτη αίματα και αναστεναγμούς, μα την παλιά…-Και τι συμπέρασμα βγαίνει;Γρήγορος ήταν ο διάλογος, στάθηκε και με είδε παραξενεμένος. Χαμογέλασε, πήραν πάλι φόρα τα μάτια του, άνοιξαν θαρρετά, κύτταξαν πέρα τον ουρανό που άσπριζε και η φωνή του κύλησε ανάμεσά μας ήρεμα, καλά στερεωμένη.-Μελετώντας τα παλιά, καταλήγεις στην μεγάλη αλήθεια. Πως η Κρήτη, δεν έχει αλλάξει στους αιώνες που πέρασαν! Μένει η ίδια, απαράλλαχτη! Η σημερινή ζωή, είναι μια συνέχεια της παλιάς… Οι ίδιοι άνθρωποι που ζούσαν επί Μίνωος, ζουν και τώρα! Πεθαίνουν, θάπτονται, ανασταίνονται, πάλιν οι ίδιοι! Ο κύκλος δεν σταματά. Στα παλιά χρόνια, βρίσκει κανείς τον ίδιο τον σημερινό Κρητικό. Τον άφοβο, που παλεύει με το Χάρο κι όμως κλαίει για την αγάπη του!Ευκαιρία να ξαναφέρουμε την κουβέντα από την Κρήτη στην Αθήνα, στην έμπνευσι και στην καθημερινή δουλειά του καλλιτέχνη.-Όταν γράφετε μουσική ή στίχους, έχετε την Κρήτη στο μυαλό σας;Δεν θυμούμαι… Μα αν ψάχνετε να δήτε αν με επηρεάζη στις εμπνεύσεις μου η Κρήτη, σας λέω όχι! Άλλο καρδιά, άλλος μουσική, άλλο Κρήτη! Διαβάζω πολύ, γράφω κι αν θέλετε ένα μεγάλο μυστικό δικό μου σας λέγω ότι κανένα από τα τραγούδια μου δεν γεννήθηκε χωρίς αγωνία και κόπο!Ο Χατζιδάκις στέκεται ειλικρινής και περιγράφει τον εαυτό του με φράσεις κοφτές, αντρίκειες. Δεν φοβάται, ξέρει ότι πατεί στέρεα κι ανεβαίνει τον δύσκολο δρόμο…-Όποιος γράφει μουσική εύκολα, ή δεν γράφει… μουσική ή κλέβει! Και πρέπει να το καταλάβουμε μια και καλή. Αρκετά έκλεψαν οι παλαιότεροι κι έφτιαξαν κάθε λογής μουσικά «αριστουργήματα!». Καιρός τώρα να δούμε αν μπορούμε να γράψουμε και τίποτα δικό μας. Ελληνικό, και στην έμπνευσι και στη διαπίστωσι!-Εσείς προσπαθείτε;-Δεν κάνω άλλο από προσπάθειες! Αυτές που μπορώ. Βάζω πολύ δύναμι, πολύ καρδιά, όλη μου την ψυχή ανάμεσα στις νότες και στους στίχους μου γιατί αγαπώ τον άνθρωπο, τον βιοπαλαιστή, τον φτωχό! Αυτόν έχω στο μυαλό μου όταν γράφω τη μουσική ή τους στίχους! Απλά πράγματα, ένα ποτήρι κρύο νερό, μια δροσερή αυλή και γύρω ένα κλωνάρι γιασεμί, μια γλάστρα βασιλικός!… Έχουν επιτυχία τα τραγούδια μου, ακριβώς γιατί μιλούν κατ’ ευθείαν στην καρδιά μας. Μου λένε για το τραγουδάκι μου ο «Υμηττός», πως δεν περιέχουν τίποτε οι στίχοι του, κι όμως ο λαός που το τραγουδά, βρίσκει εκεί που πρέπει το νόημά του και χαίρεται!

Ο διεθνής Μάνος Χατζιδάκις*



Από την Μπρέντα Λη μέχρι την Τερέζα Σαλγκέιρο των Μαντρεντέους και τους ανάλαφρους Pink Martini, από τις μούσες της μπόσα νόβα της δεκαετίας του '60 ως τους σκληροπυρηνικούς ράπερ Blackmoon, οι πιο διαφορετικοί καλλιτέχνες έχουν κάνει τις πιο αναπάντεχες διασκευές τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι. Του οικουμενικότερου Ελληνα συνθέτη που οι μελωδίες του έφτασαν στα πέρατα της γης και τραγουδήθηκαν από τα σκανδιναβικά και τα κορεάτικα ως τις νοτιοαφρικανικές διαλέκτους: τα σιούτου και τα ζουλού.
Δημοφιλέστερο τραγούδι όλων αλλά και το πιο απαξιωμένο από τον ίδιο τον δημιουργό του, «Τα παιδιά του Πειραιά»· έχουν ξεπεράσει τις 150 εκτελέσεις σε όλο τον κόσμο, ενώ ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να δίνουν έμπνευση σε παιδιά των αμερικανικών αλλά και σε καλοσπουδαγμένα παιδιά των μουσικών πανεπιστημίων. Και είναι μόλις ένα από τα πολλά τραγούδια του Χατζιδάκι που εξακολουθούν να διασκευάζονται.
Η «Πορνογραφία», π.χ., με καινούργιους στίχους και το ύφος της Στέλλα Κουμάλο, με την κατάλληλη ενορχήστρωση του Βόουτερ Βανταναμπίλ, μιλάει για τα παιδιά-στρατιώτες στην Αφρική. Η ίδια μαζί με την Φέιθ Κεκάνα τραγούδησε πριν από έξι χρόνια το «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» στη γλώσσα των Ζουλού. Το «Νako tsohle ke le mong» ήχησε στο θέατρο του Βύρωνα στο πλαίσιο του αφιερώματος που οργάνωσε ο Γιώργος Χατζιδάκις με τη βοήθεια του Νίκου Κυπουργού για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα. Στην πατρίδα της την Αφρική, έλεγε τότε η Κουμάλο, οι πληγές του απαρτχάιντ είναι ακόμη ανοιχτές και η ευαισθησία της μουσικής του Μ. Χατζιδάκι ταιριάζει με τα συναισθήματα του κόσμου.
Τότε ακούσαμε τους πειραματισμούς και πολλών άλλων νέων ξένων καλλιτεχνών πάνω στα τραγούδια του Έλληνα συνθέτη. Ανάμεσά τους ο Ιρακινός Οσάμα Αμπντουρασόλ, ο Κινέζος Γούο Γούε, ο Ιάπωνας Γιόιτζι Χιρότα και ο Αυστραλός Μάθιου Ντόιλ. Διαλεχτοί σολίστες και τραγουδιστές, όπως η Γαλλίδα Κατρίν Ντελασάλ, η Φλαμανδή Εύα ντε Ρουβέρ κ. α.
Δεκαετίες τώρα οι ξένοι καλλιτέχνες διασκευάζουν τα τραγούδια του Χατζιδάκι. Και αν ξεφύγουμε από τον μικρόκοσμό μας, όπου κυριαρχούν κάθε σεζόν σε πολλά προγράμματα συναυλιών και κέντρων, και ταξιδέψουμε αλλού, θα συναντήσουμε πολλούς διαδόχους της Μπρέντα Λη που έκανε επιτυχία το «All alone am I», και του Λες Ελγκαρντ, που του έδωσε τζαζ χαρακτήρα.

Τα Παιδιά του Πειραιά
Ο Χατζιδάκις απαξίωνε τα «Παιδιά του Πειραιά», επειδή θεωρούσε ότι το τραγούδι είχε συμβάλει στην τουριστικοποίηση και είχε ενοχληθεί από τις αμέτρητες επανεκτελέσεις του, που δεν του ταίριαζαν αισθητικά. Είχε πουλήσει μάλιστα και τα δικαιώματά του - εφάπαξ. Το έπαθλο γι' αυτό το τραγούδι, το περίφημο Όσκαρ από το «Ποτέ την Κυριακή», ο συνθέτης το πέταξε κάποτε στα σκουπίδια του σπιτιού του, απ' όπου το διέσωσε κατά τύχη η αδελφή του Μιράντα.
Όμως δεν είναι δυνατόν να μην ευχαριστηθεί κανείς ακούγοντας τη λατινοαμερικάνικη γλύκα που δίνει στο τραγούδι η ορχήστρα του Χοσέ Γκαρντιόλα παίζοντας σε ρυθμό τσα τσα τσα. Οπως και με την πιο ήρεμη διάθεση των «Billy' s Sax». Πόσο μάλλον με την τζαζίστικη προσωπικότητα που του είχε εμφυσήσει ο Ντίζι Γκιλέσπι αυτοπροσώπως. Ανάμεσα σε άλλες διάσημες φωνές που το τραγούδησαν, ήταν οι Αν Μάργκρετ, Τζούλι Λόντον, Έρθα Κιτ, Λένα Χορν, Κατερίνα Βαλέντε, Δαλιδά και, φυσικά, η Νάνα Μούσχουρη που άλλωστε, τραγούδησε Χατζιδάκι όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και σε πλήθος γλωσσών σε πέντε ηπείρους.
Από τις πιο ωραίες ιστορίες είναι αυτή με τη Λάλε Άντερσεν που ο συνθέτης πάντα θαύμαζε και τελικά γνώρισε τυχαία, το 1961 στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης. Τον γοήτευσε η γερμανική φωνή της, ειδικά στην Κατοχή όταν άκουγε τη Λιλή Μαρλέν, την ιστορία ενός κοριτσιού που κάθε βράδυ πήγαινε στους στρατιώτες. Είκοσι χρόνια αργότερα, όταν η Ευρώπη τραγουδούσε τα δικά του «Παιδιά του Πειραιά» και τον κάλεσε η Φρανκφούρτη, έγινε η συνάντηση. Έτσι τη διηγήθηκε ο συνθέτης: «Από την ώρα που κατέβηκα από το αεροπλάνο, συνέχεια βρισκόταν πλάι μου μια κυρία με λευκή και γκρίζα γούνα, που χαμογελούσε και της μιλούσαν όλοι με σεβασμό. Σε μια στιγμή ακούω να τη ρωτάει ένας ρεπόρτερ: Και σεις κυρία Άντερσεν μετά τη «Λιλή Μαρλέν», κάνατε την πιο μεγάλη επιτυχία σας με το «Ένα καράβι έρχεται»; (Ετσι έλεγαν το «Παιδιά του Πειραιά» στη Γερμανία). Διακόπτω τη συζήτηση και τη ρωτάω μπρος στα μικρόφωνα των ραδιοφωνικών σταθμών αν είναι η Λάλε Άντερσεν. «Μα φυσικά είμαι», μου απάντησε γλυκά. Τότε αρχίζω να διηγούμαι όλη την ιστορία μου από την Κατοχή και γίναμε φίλοι». Έτσι αργότερα η Γερμανίδα ερμηνεύτρια τραγούδησε και το «Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς».
Αλλά και οι πρωταγωνίστριες του σκανδιναβικού Βορρά λάτρεψαν τον Χατζιδάκι. Η Αννέκε Γκρούνλοχ και η Βιένο Κεκκόνεν τον τραγούδησαν με αίσθημα, ο Vasso Marco τραγούδησε το «la chanson des sept chanson», δηλαδή το γνωστό μας «Επτά τραγούδια θα σου πω» α λα γαλλικά, ενώ ο Τίνο Ρόσσι προτίμησε τη ρομαντική εκδοχή του «Les voses Blanches de corfou». Από την άλλη, οι ορχήστρες συναγωνίζονται μεταξύ τους στις διασκευές. Ο «Ιλισός» είχε μεγάλη επιτυχία και ο «Υμηττός» ακόμη μεγαλύτερη, κυρίως για τζαζ εκτελέσεις, όπως αυτή του Τζο Κάρλιερ που θυμίζει αμερικανική μπιγκ μπαντ.

Η Ν. Υόρκη και οι νέοι ορίζοντες
Για έξι χρόνια, ως το 1972, ο Χατζιδάκις ζει στη Νέα Υόρκη μελετώντας, γνωρίζοντας νέους ορίζοντες, νέους ήχους και κόσμους. Η κινηματογραφική βιομηχανία τον ζητάει, οι διευθυντές της Παραμάουντ του δείχνουν το καλό και το κακό τους πρόσωπο, ακόμη και τη μαφιόζικη πλευρά τους, ενώ εκείνος τρέχει να δει τους «Μάμας εντ Πάπας», ακολουθεί το κοινό της Μέλανι σε μια συναυλία με κεριά, γνωρίζεται με την Γκρέις Σλικ των Τζέφερσον Εϊρπλεϊν και μαζί για δυόμισι μήνες μένουν σε κοινόβιο στο Σαν Φρανσίσκο, ακολουθεί πορείες, γράφει πολύχρωμες επιστολές στους φίλους του στην Αθήνα, τους αποκαλύπτει τις συγκινήσεις της καινούργιας γνώσης.
Ο Κουίνσι Τζόουνς ήταν μία ακόμη διάσημη παρέα πριν γίνει παραγωγός του περίφημου «Χαμόγελου της Τζοκόντας». Ομως, ο πιο ροκ δίσκος του Χατζιδάκι είναι βέβαια το «Reflections», που ηχογράφησε με τους New York Rock & Roll Ensemble, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Μάικλ Κέιμεν, που έγινε μετά διάσημος κινηματογραφικός συνθέτης.
Μελωδικά, πέρα από τοπικές δεσμεύσεις, τα τραγούδια του Έλληνα συνθέτη συνέχισαν να γνωρίζουν διασκευές ερήμην του και στις επόμενες δεκαετίες. Από τις ωραιότερες, εκείνες της Ντανιέλα Ντάβολι πάνω σε δυο τραγούδια για το «Sweeet Movie» του Ντούσαν Μακαβέγιεφ («Βαλκάνιου Γιουγκοσλάβου, νεομαρξιστή, αναρχικού, περίτεχνου και απλοϊκού» όπως τον σύστηνε ο Χατζιδάκις) σε στίχους μάλιστα του Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Πρόκειται για το «Is the life on the earth» και «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο».
Αλλά και η διασκευή της Φιλαρμονικής της Πράγας στο «Top Kapi» αξίζει προσοχής. Το ίδιο και η πρόταση της Λιόνα Μπόιντ με οδηγό στην ενορχήστρωση τον Κέιμεν. Οι Los Umbrellos που «άκουσαν» στα «Παιδιά του Πειραιά» μια μείξη της ποπ με τη ρέγκε. Και οι Blackmoon που στο cd τους «War zone» ραπάρουν βαρύθυμα πάνω σε μελωδία Χατζιδάκι!

Παντού, από τη Νορβηγία, την Κίνα, το Βέλγιο και την Αυστραλία, μέχρι την Αφρική, την Αμερική και τη Ρωσία, στη μουσική του σπουδαίου συμπατριώτη μας συναντήθηκαν οι πιο διαφορετικές ιδέες: ερμηνευτικές και ενορχηστρωτικές.

*Της Γιωτας Συκκα από την "Καθημερινή"






"Εργαλείο κατακτητών ο δανεισμός"

Πράξη υπέρτατης αφροσύνης και μαλθακότητας, είναι ο δανεισμός, λέει ο Πλούταρχος τον 1ο αιώνα μετά Χριστόν, και γίνεται εργαλείο των κατακτητών για καθυπόταξη μίας χώρας.
Το έργο του «Περί του μη δειν δανείζεσθαι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νεφέλη», με τίτλο «Οι συμφορές του δανεισμού» και δυστυχώς είναι εξαιρετικά επίκαιρο.
Ο Πλούταρχος απαριθμεί με τρόπο καυστικό τις συμφορές που συσσωρεύονται στον άνθρωπο, ο οποίος καταφεύγει στο δανεισμό, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Το Βήμα».
«Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους. Είναι δούλοι δούλων αναιδών και βάρβαρων και βάναυσων». Και οι δανειστές «Μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν βυθίζοντας το ράμφος στα σωθικά τους»... λέει κατηγορηματικά ο χαιρωνίτης ρήτορας. Και επιχειρηματολογεί. Και φέρνει παραδείγματα από την ιστορία της εποχής του, από τους μύθους αλλά και από τα παθήματα των απλών ανθρώπων. Και χιούμορ επιστρατεύει ενίοτε μάλιστα μαύρο! Γιατί το κείμενο _μία ομιλία στην πραγματικότητα_ δεν γράφτηκε τυχαία. Η Αθήνα και οι άλλες ελληνικές πόλεις μαστίζονταν από τις συνέπειες της υπερχρέωσης, όταν ο Πλούταρχος περί το 92 μ. Χ αποφάσισε να μιλήσει μπροστά σε ακροατήριο για τις σοβαρές συνέπειες του δανεισμού.
Εργαλείο κατακτητών ο δανεισμός!
Σε ποιούς ήταν χρεωμένοι τότε οι άνθρωποι; Σε δικούς τους αλλά κυρίως σε ξένους πιστωτές ως επί το πλείστον Ρωμαίους. «... κουβαλώντας μαζί τους σάκους και συμφωνητικά και συμβόλαια σαν δεσμά εναντίον της Ελλάδος, την οργώνουν από πόλη σε πόλη και σπέρνουν χρέη που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους, και που δύσκολα ξεριζώνονται ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν», λέει ο Πλούταρχος. Και τι προτείνει;
«Φύγε να γλυτώσεις από τον εχθρό και τύραννό σου, τον δανειστή που θίγει την ελευθερία σου, βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπειά σου κι αν δεν του δίνεις, σε ενοχλεί· αν πουλήσεις, ρίχνει την τιμή· αν δεν πουλήσεις σε αναγκάζει· αν τον πας στο δικαστήριο προσπαθεί να επηρεάσει την έκβαση της δίκης· αν του ορκίζεσαι σε προστάζει· αν κρατάς την πόρτα κλειστή στήνεται στο κατώφλι και σου βροντά αδιάκοπα...».
Zougla.gr

Eliette Abécassis « Et te voici permise à tout homme »


(sortie le 18 août 2011_Les éditions Albin Michel)




« L’avocate m’avait dit que l’appartement me revenait dans le partage du patrimoine. Alors je lui avais répondu que je désirais tout laisser à Simon. Elle m’avait regardée, l’air interloqué. Cette femme d’uen soixantaine d’années, élégante, déterminée, active dans la défense du droit des femmes, ne comprenait pas vraiment quel était le problème avec le guet.


- C’est important pour vous? dit-elle, incrédule.

- Oui. C’est pour cette raison que mon ex-mari fait traîner la procédure. Il a dit aux rabbins que nous n’arrivons pas à nous entendre au sujet du partage patrimonial, c’est pourquoi il ne peut pas me donner le guet. Il faut donc en terminer le plus vite possible. » p. 95
http://rentree-litteraire.com/eliette-abecassis/et-te-voici-permise-a-tout-homme.html