Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Osho_Tο αλφαβητάρι της καθημερινής ζωής



"Απλώς κοίταξε ένα παιδί τριών ετών και θα δεις πώς θα έπρεπε να είναι η ζωτικότητα- πόσο χαρούμενα είναι τα μικρά παιδιά, πόσο ευαίσθητα είναι στο κάθε τι που συμβαίνει γύρω τους, πόσο έξυπνα, πόσο παρατηρητικά. Τα μάτια τους δεν χάνουν τίποτα. Και πόση ένταση έχουν! Αν είναι θυμωμένα, είναι σκέτος θυμός, καθαρός θυμός. Είναι όμορφο να βλέπεις ένα θυμωμένο παιδί, επειδή οι μεγάλοι είναι πάντοτε με μισή καρδιά. Αν είναι θυμωμένοι, δεν είναι ολοκληρωτικά δοσμένοι σε αυτό, κρατιούνται, κάνουν πίσω, υπολογίζουν. Η ζωή τους έχει γίνει χλιαρή. Ποτέ δεν φτάνει στο εκατό τοις εκατό της έντασης, εκεί που τα πράγματα εξατμίζονται, εκεί που κάτι συμβαίνει, εκεί που γίνεται εφικτή η επανάσταση.



Τα παιδιά όμως ζουν πάντοτε εκατό τοις εκατό αυτό που κάνουν. Αν σε μισούν, σε μισούν ολοκληρωτικά και μέσα σε μια μόνο στιγμή μπορούν να αλλάξουν από το ένα στο άλλο. Τα παιδιά είναι τόσο γρήγορα, δεν χάνουν χρόνο, δεν κάθονται να κλωτσάνε τα πράγματα. Τη μια στιγμή μπορεί να κάθονται στα γόνατα σου και να σου λένε πόσο σε αγαπούν και την επόμενη μπορεί να φύγουν τρέχοντας και να πουν "δεν θέλω να σε ξαναδώ"


Και μπορείς να δεις μέσα στα μάτια τους την ολοκλήρωση. Και επειδή αυτά τα συναισθήματα είναι ολόκληρα, δεν αφήνουν ίχνη πίσω τους. Αυτή είναι η ομορφιά της ολοκλήρωσης. Δεν συσσωρεύει ψυχολογική μνήμη. Η ψυχολογική μνήμη δημιουργείται μόνο όταν δεν ζεις ολοκληρωτικά. Τότε, κάθε τι που δεν έχεις ζήσει ολοκληρωτικά, κρέμεται από πάνω σου κι αυτή η εκκρεμότητα συνεχίζεται για όλη σου τη ζωή. Χιλιάδες πράγματα κρέμονται από πάνω σου ατελείωτα.




Αν όμως ζεις ολοκληρωμένα, έντονα , αν ζεις τη στιγμή, την όμορφη, την άσχημη, έχεις ελευθερωθεί από αυτήν. Δεν κοιτάζεις πίσω, ούτε μπροστά. Απλώς παραμένεις στο εδώ και τώρα. Δεν υπάρχει ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον."

"Κρατάς μυστικό;" Γιάννης Φιλιππίδης


Τι περισσεύει από τα καθημερινά μας αισθήματα; Τι σώζεται στο χρόνο; Τι απομένει απ’ τις κουβέντες μας; Λόγια απλά· παροτρύνσεις, υποδείξεις βγαλμένες από την πιο ανέγγιχτη πλευρά μας. Μετά απομένουμε εμείς. Πιο φτωχοί απ’ όσα λυπηθήκαμε ή συμπονέσαμε, με μάτια που δε λένε τίποτα. Και σκέψεις, μύχιες, παραχωμένες σκέψεις ενός μυαλού στρεβλού, λέξεις που μιλάνε για όλα. Άλλοτε πάλι για τίποτα. Πώς ορίζει κανείς αυτό το παράξενα εκτιμημένο τίποτα που σπαρταράει μέσα μας πιο σιωπηλό από ένα φεγγάρι, που πάλεψε να γίνει πανσέληνος και δεν τα κατάφερε, επειδή η τροχιά του το ’σερνε ανάποδα. Πού οριοθέτησα την έννοια σύντροφος κι ακόμα πιο πολύ: σε ποιο ράφι τοποθέτησα και ξέχασα ν’ αγγίξω την έννοια φίλος; Πότε απέμεινα να μη χρειάζομαι, να μην έχω την ανάγκη από δυο κουβέντες οικείες, να κρατάω τα μυστικά μου μόνο για μένα. Εγώ. Η Άννα. Η από πάντοτε κορίτσι, η κατά βάθος γερασμένη πρόωρα. Η ανιδιοτελής απέναντι στους άλλους. Που θα μπορούσαν να 'ναι δικοί μου άνθρωποι, αλλά τους άφηνα να φύγουν έτσι, απλά· χωρίς ένα μειδίαμα στο ξεπροβόδισμα.

Και πού να μιλήσω; Πού ν’ ανοιχτώ προσφέροντας άδολα καρδιά και νου; Τι να πω, αφού δε θέλω να κουβεντιάσω για ό,τι επέτρεψα στον εαυτό μου; Μ’ έναν τρόπο τουλάχιστον, γνωρίζω εκ των προτέρων. Τι να πω εγώ, η Άννα. Τι λόγια εύφλεκτα να εμπιστευτώ, ποιανού να ζητήσω συγχώρεση, ποια ευχή να ’χει τη δύναμη να με κάνει ξανά παιδί αθώο, καλόβουλο απ’ ό,τι δεν υπήρξα;

Χρῆστος Γιανναρᾶς_Δικαστικός χαλινός της καταστροφής



Η απολογία του Νίκου Καζαντζάκη το 1925


Η απολογία του Νίκου Καζαντζάκη στην ανακριτική αρχή του Ηρακλείου, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 1925, δεν αποτελεί μόνο ένα έξοχο πολιτικό κείμενο αλλά είναι και δραματικά επίκαιρη σήμερα, την εποχή της κρίσης. Μιας εποχής που η σύγχιση, οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις αλλά και αντιφάσεις στον πολιτικό λόγο κυριαρχούν.

1- Πιστεύω ότι το σύγχρονον αστικόν καθεστώς κατέστη ανίκανον να ρυθμίσει τας συγχρόνους ανάγκας και ανησυχίας του κοινωνικού συνόλου.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΣ.-Στηρίζεται εις την άνισον κατανομήν του πλούτου, εις την ασύστολον εκμετάλλευσιν των εργαζομένων τάξεων υπό αρπακτικής ισχυρώς ωργανωμένης κεφαλαιοκρατίας.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΣ.-Η ολοένα καταρρέουσα ηθική βάσις εις τας σχέσεις μεταξύ των ατόμων, παραλύει οιανδήποτε, εντός του αστικού καθεστώτος, προσπάθειαν όπως στηριχθή επί ηθικών αρχών ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.
ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ.-Η σχεδόν καθολική έλλειψις κάθε ενδιαφέροντος δια τα κοινά, ή σχεδόν αποκλειστική εξυπηρέτησις της αρχούσης τάξεως υπό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, εις βάρος της μεγίστης πλειονοψηφίας του λαού, καθιστά ανεπαρκή και επιπολαίαν οιανδήποτε αλλαγήν προσώπων ή θεσμού.
Ταύτα πάντα θεωρώ συμπτώματα της παρακμής μιας τάξεως. Η αστική τάξις απέδωκεν-και εις θαυμαστήν ποσότητα και ποιότητα-ό,τι ηδύνατο εις την σκέψιν, εις την τέχνην, εις την επιστήμην, εις την πράξιν. Επάλαισεν εναντίον της προηγούμενης της Φεουδαλικής ιδεολογίας, ενίκησεν, εδημιούργησεν, εξετέλεσεν τον προορισμόν της-αρχίζει ν’ αποσυντίθεται και να βαίνει εις εξαφάνισιν.
Τοιούτος υπήρξε πάντοτε ο ρυθμός της ιστορίας. Μια τάξις, εκάστοτε εναλάσσουσα-οι βασιλείς, οι ευγενείς, οι αστοί-γεννάται, παλαίει, νικά, δημιουργεί, και εξαφανίζεται. Και άλλη τάξις την διαδέχεται, διαγράφουσα και αυτή, εις την πάροδον των αιώνων, την ιδίαν μοιραίαν τροχιάν.
Ζώμεν, ακλονήτως πιστεύω, το τέλος μιας κοινωνικής τάξεως, της αστικής.
2- Ποία τάξις θα την διαδεχθή; Η τάξις των εργαζομένων-είτε εργάται είνε ούτοι, είτε αγρόται, είτε πνευματικοί παραγωγοί.
Η τάξις αύτη διήλθε προς ενός ήδη αιώνος, το πρώτον στάδιον της πορείας της, καθ’ ό προσεπάθει να εξεγείρη τις τας τάξεις των αστών το αίσθημα της φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης, υπέρ των πεινώντων και αδικουμένων και ικέτευεν εξ ονόματος υψηλών ηθικών αρχών, να βελτιωθούν οι όροι της ζωής.
Ταχέως όμως σαφώς αντελήφθη ότι η πάλη των τάξεων είνε νόμος ιστορικός, αναπόφευκτος και όπως τα άτομα ούτω και οι λαοί, ούτω και αι κοινωνικαί τάξεις, διατρέχουν μοιραίως τα στάδια της γεννήσεως, της ακμής και της φθοράς.
Ουδεμία τάξις έμενε δια παντός εις την εξουσίαν. Η αστική τάξις θ’ ακολουθήση και αυτή, τον απαράγραπτον φυσιολογικόν νόμον και τότε η τάξις των εργαζομένων μοιραίως θα την διαδεχθή.
Η επίγνωσις αύτη κατέστη η αφετηρία μιας νέας όλως βαθυτέρας, αντιλήψεως των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της τάξεως των εργαζομένων. Αντελήφθη δια πρώτην φοράν ότι χρέος έχει να οργανωθεί, να μορφωθή, να διατυπώση ωρισμένον πρόγραμμα, αφού είνε κεκλημένη, από ιστορικήν ανάγκην αργά ή γρήγορα να διαδεχθή την άρχουσαν σήμερον αστικήν τάξιν.
Τοιουτοτρόπως συγάσσονται, συνειδητά πλέον, αναγκασμέναι από τον ιστορικόν ρυθμόν, τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Τον ρυθμόν τούτον επετάχυνεν απροσδοκήτως ο εκραγείς παγκόσμιος πόλεμος. Ο πόλεμος ούτος μετέβαλε την ψυχικήν ατμόσφαιραν του κόσμου ότι θ’ απήτει γενεά ολόκληρος δια να γίνη καταληπτόν έπειτα από την φοβεράν ταύτην δοκιμασίαν της ανθρωπότητος, αμέσως όχι μόνον γίνεται ιδέα αντιληπτή, αλλά και αγωνίζεται να μετουσιωθή εις πράξιν.
Η ψυχική αύτη μεταπολεμική αγωνία η οξεία συναίσθησις πως είνε ανάγκη πλέον να εξευρεθή μια λύτρωσις από την οικονομικήν αυτήν κοινωνικήν πολιτικήν και πνευματικήν αθλιότητα, αποτελεί σήμερον την Μεγάλην παγκόσμιον Πραγματικότητα.
3- Απέναντι της Μεγάλης ταύτης παγκοσμίου Πραγματικότητος, έχομεν την Μικράν πραγματικότητα την καθαρώς τοπικήν της Ελλάδος.
Ποία είνε η Ελληνική αύτη πραγματικότης και ποία κατ’ ανάγκην ανακύπτει η σχέσις μεταξύ της Μεγάλης και της Μικράς Πραγματικότητας;
Μόνον εάν σαφώς απαντήσωμεν εις το ερώτημα τούτο θα ημπορέσωμεν ν’ αντιληφθώμεν το σύγχρονον ημών χρέος ως Ελλήνων και ως ανθρώπων.
Εις την Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμη εις τόσην οξύτητα και έντασιν όσον εις άλλους βιομηχανικώς ή πνευματικώς περισσότερον προηγουμένας χώρας, η σαφής διαγραφή της πάλης των τάξεων. Εν τούτοις, σήμερον, με τα μέσα της συγκοινωνίας, με τα βιβλία, με τας εφημερίδας, με τας διαλέξεις, με την εργατικήν παγκόσμιον αλληλεγγύην, με την φοβεράν και γονιμωτάτην πείραν του μακροχρονίου πολέμου, μία Ιδέα δεν δύναται να εντοπισθή εις μίαν χώραν, αλλά υπερπηδά ταχύτατα τα σύνορα και διατρέχει όλην την γην.
Δια τούτο, είτε θέλομεν είτε μη, είτε είμεθα ώριμοι είτε μη, η παγκόσμιος αύτη Ιδέα, η οποία εις πολλάς ήδη χώρας ήρχισε να μεταβάλλεται εις τεραστίαν δύναμιν-θα παρασύρη και την Ελλάδα, χωρίς να την περιμένει να ωριμάση Βιομηχανικώς ή πνευματικώς. Η μικρά τοπική πραγματικότης θα παρασυρθή από την Μεγάλην.
Ποίον λοιπόν είναι το χρέος μας; Πιστεύω βαθύτατα ότι το χρέος των δυνάμενων να έχωσιν επίδρασιν εις τον τόπον μας, είτε επί του πεδίου της σκέψεως είτε επί του πεδίου της δράσεως είναι τούτο:
Να προσαρμόσωμεν την μικράν μας Πραγματικότητα εις την Μεγάλην. Πώς; Μορφώνοντες, φωτίζοντες τον λαόν, τονώνοντες τας ανωτέρας ηθικάς Αρχάς που απομένουν ακόμη, καταδεικνύοντες όχι μόνον πλέον τα δικαιώματα, αλλά και τας υποχρεώσεις άς έχει μία τάξις ήτις μέλλει ν’ αναλάβη ευθύνας.
Μόνον εάν τοιουτοτρόπως προπαρασκευάσωμεν τον λαόν, θα είμεθα εις θέσιν, όταν θα έλθη η μοιραία κρίσιμος στιγμή, να προσαρμόσωμεν την σημερινήν παγκόσμιον ορμήν προς αναδημιουργίαν με τας ιδιαιτέρας συνθήκας του τόπου μας, με την ειδικήν ψυχολογίαν της ιστορίας και του λαού μας.
Ο αγών, όπως τον αντιλαμβάνωμαι, δεν είναι απλώς οικονομικός. Η οικονομική χειραφέτησις είναι μόνον μέσον προς ψυχικήν και πνευματικήν χειραφέτησιν του ανθρώπου. Δεν ζητούμεν ν’ ανατρέψωμεν την θρησκείαν, την οικογένειαν, την Πατρίδα, αλλά να δώσωμεν ανώτερον, βαθύτερον περιεχόμενον εις την θρησκείαν, εις την οικογένειαν, εις την Πατρίδα.
Ολοι, όσοι πονούμεν τον άνθρωπον, έχομεν χρέος α) να μην ανεχώμεθα πλέον την αδικίαν και την ανηθικότητα της συγχρόνου κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής β) να διασώσωμεν και να τονίσωμεν το δικαίωμα, το οποίον έχει ο λαός να θέλη να βελτιώση την θέσιν του. Και όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την δύναμιν να υψώση το επίπεδον της όλης ζωής του.
Σκοπός μας είναι να δημιουργήσωμεν μίαν ανωτέραν ηθικήν, να φέρωμεν δικαιοσύνην εις τον κόσμον, να δώσωμεν βαθυτέραν έννοιαν εις την αρετήν, εις την τιμήν, εις την ανθρωπότητα.
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

ΟΛΜΕ: Συγκλονιστικη διακήρυξη για το γιορτασμό της 28ης Οκτωβρίου !


Η ΟΛΜΕ έστειλε στα σχολεία μια συγκλονιστικη πραγματικα διακήρυξη για το γιορτασμό της 28ης Οκτωβρίου με την προτροπή να διαβαστεί από τους καθηγητές στα σχολεία.



ΟΛΜΕ
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ 28Η ΟΚΤΩΒΡΗ 1940


Μαθητές και μαθήτριες,
Συνάδελφοι εκπαιδευτικοί,
Αγαπητοί γονείς, 

Στις 28 του Οκτώβρη ο λαός μας γιορτάζει. Πριν από 71 χρόνια, μια μέρα σαν κι αυτή, οι εργάτες άφησαν τις δουλειές τους, οι έμποροι έκλεισαν τα μαγαζιά τους και οι αγρότες άφησαν τα χωράφια τους. Απειλούνταν η κυριαρχία μας, η ανεξαρτησία μας, η αξιοπρέπεια του λαού μας. Ο ιταλο-γερμανικός ιμπεριαλισμός, το μαύρο μπλοκ του φασισμού, επιτέθηκαν στη χώρα μας. Χωρίς κανέναν δισταγμό, όλος ο λαός μας είπε το «ΟΧΙ». Δεν θα περάσουν! Και τα νιάτα της πατρίδας μας βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Οι γυναίκες στις πόλεις και πρώτα απ’ όλα στα χωριά ανέλαβαν την τροφοδοσία. Όλος ο λαός σήκωσε το μπόι του. Κι όταν ο λαός μας ορθώνεται, λυγίζουν τα σίδερα.
Οι Ιταλοί φασίστες βρήκαν το μπελά τους:
«ΟΧΙ, δεν θα μας πάρετε τα σπίτια μας, που με ιδρώτα έχουμε χτίσει».
«ΟΧΙ, δεν θα μας πάρετε τα χωράφια μας, που με αίμα τα έχουμε οργώσει».
«ΟΧΙ, δεν θα μας πάρετε το βιός μας που με τόσο κόπο δημιουργήσαμε».
«ΟΧΙ, δεν θα παραχωρήσουμε ούτε μια σπιθαμή από τα δικαιώματα μας, την ανεξαρτησία μας, την πατρίδα των γονιών μας».
Και νίκησε το δίκιο! Οι Ιταλικές μεραρχίες δεν πέρασαν! Χρειάστηκε να κατέβουν οι φασιστικές ορδές του Χίτλερ για να κάμψουν την ηρωική αντίσταση του λαού μας. Και παρά το ότι με φωτιά και σίδερο οι κατακτητές άρχισαν να ληστεύουν τη χώρα, παρά το ότι ο λαός πέθαινε από την πείνα, παρά το ότι οι επαγγελματίες πολιτικοί εγκατέλειψαν το λαό και λούφαξαν, ο λαός μας ξανασηκώθηκε. Οργανώθηκε στις πόλεις και στα χωριά και βγήκε στο βουνό. Η Εθνική Αντίσταση απλώθηκε σε όλη τη χώρα. Μαθητές και μαθήτριες, φοιτητές και φοιτήτριες, εργάτες και εργάτριες, αγρότες και αγρότισσες πήραν το όπλο.
Η ζωή των κατακτητών έγινε μαύρη. Δεν στέκονταν πουθενά. Το νέο για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου έκανε το γύρο του κόσμου. Ο ανυπότακτος λαός μας οργάνωσε την αντίσταση του. Έσωσε τον κόσμο από την πείνα. Έσωσε την αξιοπρέπεια μας. Με χιλιάδες θύματα. Με Καλάβρυτα, με Δίστομο, με δεκάδες ολοκαυτώματα. Και νίκησε! Τον έδιωξε τον κατακτητή, γράφοντας τις πιο φωτεινές σελίδες στην ιστορία του, την Εθνική Αντίσταση.
Η αγωνιστική στάση ζωής, η ανιδιοτέλεια και η αυτοθυσία εκείνων που επέλεξαν το δρόμο της προσφοράς και του κοινωνικού χρέους έδωσαν πολύτιμους καρπούς. Καταξίωσαν διαχρονικά πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά, έθεσαν ισχυρές βάσεις για την οικοδόμηση της ειρήνης, τη θεμελίωση της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και την προαγωγή του πολιτισμού.
Σήμερα, 71 χρόνια μετά, στρεφόμαστε για μια ακόμα φορά στο παρελθόν για να αντλήσουμε θάρρος και δύναμη, ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία. Γιατί η εφετινή επέτειος της 28ης του Οκτώβρη βρίσκει την Ελλάδα σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας μας.
Όπως και τότε έτσι και τώρα ο λαός μας, οι εργαζόμενοι, δεχόμαστε μια τεράστια επίθεση που αμφισβητεί τις κατακτήσεις μας, την κυριαρχία μας, τη δυνατότητα μας να χαράζουμε το μέλλον μας.
Η οικονομική κρίση που προκάλεσαν οι ισχυροί του χρήματος και οι πολιτικοί εκφραστές τους, για να κερδοσκοπήσουν ασύστολα σε βάρος των λαών του κόσμου, οδήγησε τη χώρα μας σε μεγάλη δοκιμασία. Στο όνομα της κρίσης καταργούνται κατακτήσεις και δικαιώματα που χρειάστηκαν πολύχρονοι, σκληροί κοινωνικοί αγώνες για να διασφαλιστούν.

 

Με πρόσχημα την κρίση υπονομεύονται και διαλύονται βασικές κοινωνικές υπηρεσίες και δημόσια αγαθά, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η κοινωνική ασφάλιση.
Την κρίση επικαλούνται οι κρατούντες στη χώρα μας και σε άλλες χώρες για να μειώσουν τους μισθούς και τις συντάξεις και να οδηγήσουν εργαζομένους κάθε ηλικίας στην εργασιακή εφεδρεία, στην ανεργία και την υποαπασχόληση, και τις οικογένειές τους στη φτώχεια και την εξαθλίωση. 
Για την αντιμετώπιση, τάχα, της κρίσης ξεπουλιέται εθνικός πλούτος, παραδίδονται στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο δημόσιες υπηρεσίες, υποβαθμίζεται και εγκαταλείπεται το περιβάλλον.

Και το πιο σημαντικό: Στο βωμό της κρίσης περιορίζεται ασφυκτικά η δημοκρατία, συρρικνώνεται η εθνική κυριαρχία και δίνεται το δικαίωμα σε όργανα και μηχανισμούς της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας πλουτοκρατίας να διαφεντεύουν τη ζωή μας.

Όταν ετοιμάζεται για μας και τα παιδιά μας ένα εφιαλτικό μέλλον, μέσα από τη διόγκωση της ανεργίας, τις ιδιωτικοποιήσεις και την υποβάθμιση της ζωής μας, τότε πρέπει να αντιδράσουμε. Να αναλογιστούμε την ευθύνη που έχουμε, ιδίως εμείς οι μεγαλύτεροι, να μην παραδώσουμε στην επόμενη γενιά μια κοινωνία χειρότερη από αυτή που παραλάβαμε.
 

Πρέπει να ξανασηκωθούμε! Ήδη οι εργαζόμενοι δίνουν μια ηρωική μάχη. Δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε να σβήσει το γέλιο από τα πρόσωπα των παιδιών μας. Δεν είναι δυνατόν να μετατραπούμε σε έναν λαό χωρίς μέλλον. Πρέπει να βγούμε όλοι έξω. Όσο δύσκολο κι αν φαίνεται πρέπει να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας. Να πούμε ξανά ΟΧΙ! Δεν θα περάσουν.
Κάθε γενιά και κάθε εποχή καλείται να διακηρύξει και να υπερασπιστεί τα δικά της «ΟΧΙ». Εμείς σήμερα καλούμαστε να πούμε «ΟΧΙ» στην εξαθλίωση, στην εκποίηση του εθνικού πλούτου, στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών, στην καταρράκωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στην κατάργηση των εργασιακών και κοινωνικών κατακτήσεων. Να πούμε «ΟΧΙ» σε κάθε πολιτική που στηρίζει εκμεταλλευτικές σχέσεις και άνομα συμφέροντα.
 

"Ο αγώνας δεν θα είναι εύκολος, μα το έπαθλό του αξίζει κάθε θυσία. Και το έπαθλο αυτό θα είναι μια Νέα Ελλάδα, ελεύθερη και ανεξάρτητη, κτήμα του λαού της".
Το μήνυμα αυτό απευθύνεται και στην Ελλάδα του σήμερα. Φωτίζει το δρόμο για μια Νέα Ελλάδα, ανεξάρτητη, δημοκρατική και αυτάρκη, μια Ελλάδα της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης της προόδου και της ευημερίας.

Το ΔΣ της ΟΛΜΕ
Αθήνα, 24/10/11

Τε­λευ­ταῖ­ος Σταθ­μός... Γιώργος Σεφέρης

Λί­γες οἱ νύ­χτες μὲ φεγ­γά­ρι ποὺ μ᾿ ἀ­ρέ­σαν.
Τ᾿ ἀλ­φα­βη­τά­ρι τῶν ἄ­στρων ποὺ συλ­λα­βί­ζεις
ὅ­πως τὸ φέ­ρει ὁ κό­πος τῆς τε­λει­ω­μέ­νης μέ­ρας
καὶ βγά­ζεις ἄλ­λα νο­ή­μα­τα κι ἄλ­λες ἐλ­πί­δες,
πιὸ κα­θα­ρὰ μπο­ρεῖς νὰ τὸ δι­α­βά­σεις.
Τώ­ρα ποὺ κά­θο­μαι ἄ­νερ­γος καὶ λο­γα­ριά­ζω
λί­γα φεγ­γά­ρια ἀ­πό­μει­ναν στὴ μνή­μη-
νη­σιά, χρῶ­μα Θλιμ­μέ­νης Πα­να­γί­ας, ἀρ­γὰ στὴ χά­ση
ἢ φεγ­γα­ρό­φω­τα σὲ πο­λι­τεῖ­ες τοῦ βο­ριὰ ρί­χνον­τας κά­πο­τε
σὲ τα­ραγ­μέ­νους δρό­μους πο­τα­μοὺς καὶ μέ­λη ἀν­θρώ­πων
βα­ριὰ μί­α νάρ­κη.
Κι ὅ­μως χτὲς βρά­δυ ἐ­δῶ, σὲ τού­τη τὴ στερ­νή μας σκά­λα
ὅ­που προ­σμέ­νου­με τὴν ὥ­ρα τῆ­ς ἐ­πι­στρο­φῆς μας νὰ χα-
­ ρά­ξει
σὰν ἕ­να χρέ­ος πα­λιό, μο­νέ­δα ποὺ ἔ­μει­νε γιὰ χρό­νια
στὴν κά­σα ἑ­νὸς φι­λάρ­γυ­ρου, καὶ τέ­λος
ἦρ­θε ἡ στιγ­μὴ τῆ­ς πλε­ρω­μῆς κι ἀ­κού­γον­ται
νο­μί­σμα­τα νὰ πέ­φτουν πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι-
σὲ τοῦ­το τὸ τυρ­ρη­νι­κὸ χω­ριό, πί­σω ἀ­πὸ τὴ Θά­λασ­σα τοῦ
­ Σα­λέρ­νο
πί­σω ἀ­πὸ τὰ λι­μά­νια τοῦ γυ­ρι­σμοῦ, στὴ­ν ἄ­κρη
μιᾶς φθι­νο­πω­ρι­νῆς μπό­ρας, τὸ φεγ­γά­ρι
ξε­πέ­ρα­σε τὰ σύν­νε­φα, καὶ γί­ναν
τὰ σπί­τια στὴν ἀν­τί­πε­ρα πλα­γιὰ ἀ­πὸ σμάλ­το.
Σι­ω­πὲς ἀ­γα­πη­μέ­νες τῆ­ς σε­λή­νης.
Εἶ­ναι κι αὐ­τὸς ἕ­νας εἱρ­μὸς τῆς σκέ­ψης, ἕ­νας τρό­πος
ν᾿ ἀρ­χί­σεις νὰ μι­λᾶς γιὰ πράγ­μα­τα ποὺ ὁ­μο­λο­γεῖς
δύ­σκο­λα, σὲ ὧ­ρες ὅ­που δὲ βα­στᾶς, σὲ φί­λο
ποὺ ξέ­φυ­γε κρυ­φὰ καὶ φέρ­νει
μαν­τά­τα ἀ­πὸ τὸ σπί­τι κι ἀ­πὸ τοὺς συν­τρό­φους,
καὶ βι­ά­ζε­σαι ν᾿ ἀ­νοί­ξεις τὴ καρ­διά σου
μὴ σὲ προ­λά­βει ἡ ξε­νι­τιὰ καὶ τὸν ἀλ­λά­ξει.
Ἐρ­χό­μα­στε ἀπ᾿ τὴν Ἀ­ρα­πιά, τὴν Αἴ­γυ­πτο τὴν Πα­λαι­στί­νη
τὴ Συ­ρί­α
τὸ κρα­τί­διο
τῆς Κομ­μα­γη­νῆς πού ῾σβη­σε σὰν τὸ μι­κρὸ λυ­χνά­ρι
πολ­λὲς φο­ρὲς γυ­ρί­ζει στὸ μυα­λό μας,
καὶ πο­λι­τεῖ­ες με­γά­λες ποὺ ἔ­ζη­σαν χι­λιά­δες χρό­νια
κι ἔ­πει­τα ἀ­πό­μει­ναν τό­πος βο­σκῆς γιὰ τὶς γκα­μοῦ­ζες
χω­ρά­φια γιὰ ζα­χα­ρο­κά­λα­μα καὶ κα­λαμ­πό­κια.
Ἐρ­χό­μα­στε ἀπ᾿ τὴν ἄμ­μο τῆ­ς ἔ­ρη­μος ἀπ᾿ τὶς Θά­λασ­σες τοῦ
­ Πρω­τέ­α,
ψυ­χὲς μα­ραγ­κι­α­σμέ­νες ἀ­πὸ δη­μό­σι­ες ἁ­μαρ­τί­ες,
κα­θέ­νας κι ἕ­να ἀ­ξί­ω­μα σὰν τὸ που­λὶ μὲς στὸ κλου­βί του.
Τὸ βρο­χε­ρὸ φθι­νό­πω­ρο σ᾿ αὐ­τὴ τὴ γού­βα
κα­κο­φορ­μί­ζει τὴν πλη­γὴ τοῦ κα­θε­νός μας
ἢ αὐ­τὸ ποὺ θἄ ῾λε­γες ἀλ­λι­ῶς, νέ­με­ση μοί­ρα
ἢ μο­να­χὰ κα­κὲς συ­νή­θει­ες, δό­λο καὶ ἀ­πά­τη,
ἢ ἀ­κό­μη ἰ­δι­ο­τέ­λεια νὰ καρ­πω­θεῖς τὸ αἷ­μα τῶν ἄλ­λων.
Εὔ­κο­λα τρί­βε­ται ὁ ἄν­θρω­πος μὲς στοὺς πο­λέ­μους-
ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μα­λα­κός, ἕ­να δε­μά­τι χόρ­το-
χεί­λια καὶ δά­χτυ­λα ποὺ λα­χτα­ροῦν ἕ­να ἄ­σπρο στῆ­θος
μά­τια ποὺ μι­σο­κλεί­νουν στὸ λαμ­πύ­ρι­σμα τῆς μέ­ρας
καὶ πό­δια ποὺ θὰ τρέ­χα­νε, κι ἂς εἶ­ναι τό­σο κου­ρα­σμέ­να,
στὸ πα­ρα­μι­κρὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ κέρ­δους.
Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μα­λα­κὸς καὶ δι­ψα­σμέ­νος σὰν τὸ χόρ­το,
ἄ­πλη­στος σὰν τὸ χόρ­το, ρί­ζες τὰ νεῦ­ρα του κι ἀ­πλώ­νουν-
σὰν ἔρ­θει ὁ Θέ­ρος
προ­τι­μᾶ νὰ σφυ­ρί­ξουν τὰ δρε­πά­νια στ᾿ ἄλ­λο χω­ρά­φι-
σὰν ἔρ­θει ὁ Θέ­ρος
ἄλ­λοι φω­νά­ζου­νε γιὰ νὰ ξορ­κί­σουν τὸ δαι­μο­νι­κὸ
ἄλ­λοι μπερ­δεύ­ουν­ται μὲς στ᾿ ἀ­γα­θά τους, ἄλ­λοι ρη­το-
­ ρεύ­ουν.
Ἀλ­λὰ τὰ ξόρ­κια τ᾿ ἀ­γα­θὰ τὶς ρη­το­ρεῖ­ες,
σὰν εἶ­ναι οἱ ζων­τα­νοὶ μα­κριά, τί θὰ τὰ κά­νεις;
Μή­πως ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἄλ­λο πράγ­μα;
Μὴν εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ με­τα­δί­νει τὴ ζω­ή;
Και­ρὸς τοῦ σπεί­ρειν, και­ρὸς τοῦ θε­ρί­ζειν.
Πά­λι τὰ ἴ­δια καὶ τὰ ἴ­δια, θὰ μοῦ πεῖς, φί­λε.
Ὅ­μως τὴ σκέ­ψη τοῦ πρό­σφυ­γα τὴ σκέ­ψη τοῦ αἰχ­μά­λω­του
τὴ σκέ­ψη
τοῦ ἀν­θρώ­που σὰν κα­τάν­τη­σε κι αὐ­τὸς πρα­μά­τεια
δο­κί­μα­σε νὰ τὴν ἀλ­λά­ξεις, δὲν μπο­ρεῖς.
Ἴ­σως καὶ νἄ ῾θε­λε νὰ μεί­νει βα­σι­λιὰς ἀν­θρω­πο­φά­γων
ξο­δεύ­ον­τας δυ­νά­μεις ποὺ κα­νεὶς δὲν ἀ­γο­ρά­ζει,
νὰ σερ­για­νᾶ μέ­σα σὲ κάμ­πους ἀ­γα­πάν­θων
ν᾿ ἀ­κού­ει τὰ τουμ­πε­λέ­κια κά­τω ἀπ᾿ τὸ δέν­τρο τοῦ μπαμ­ποῦ,
κα­θὼς χο­ρεύ­ουν οἱ αὐ­λι­κοί με τε­ρα­τώ­δεις προ­σω­πί­δες.
Ὅ­μως ὁ τό­πος ποὺ τὸ­ν πε­λε­κοῦν καὶ ποὺ τοῦ καῖ­νε σὰν
­ τὸ πεῦ­κο, καὶ τὸ­ν βλέ­πεις
εἴ­τε στὸ σκο­τει­νὸ βα­γό­νι, χω­ρὶς νε­ρό, σπα­σμέ­να τζά­μια,
νύ­χτες καὶ νύ­χτες
εἴ­τε στὸ πυ­ρω­μέ­νο πλοῖ­ο ποὺ θὰ βου­λιά­ξει κα­θὼς τὸ δεί-
­ χνουν οἱ στα­τι­στι­κές,
ἐ­τοῦ­τα ρί­ζω­σαν μὲς στὸ μυα­λὸ καὶ δὲν ἀλ­λά­ζουν
ἐ­τοῦ­τα φύ­τε­ψαν εἰ­κό­νες ἴ­δι­ες με τὰ δέν­τρα ἐ­κεῖ­να
ποὺ ρί­χνουν τὰ κλω­νά­ρια τους μὲς στὰ παρ­θέ­να δά­ση
κι αὐ­τὰ καρ­φώ­νουν­ται στὸ χῶ­μα καὶ ξα­να­φυ­τρώ­νουν-
ρί­χνουν κλω­νά­ρια καὶ ξα­να­φυ­τρώ­νουν δρα­σκε­λόν­τας
λεῦ­γες καὶ λεῦ­γες-
ἕ­να παρ­θέ­νο δά­σος σκο­τω­μέ­νων φί­λων τὸ μυα­λό μας.
Κι ἂ σου μι­λῶ μὲ πα­ρα­μύ­θια καὶ πα­ρα­βο­λὲς
εἶ­ναι για­τὶ τ᾿ ἀ­κοῦς γλυ­κό­τε­ρα, κι ἡ φρί­κη
δὲν κου­βεν­τι­ά­ζε­ται για­τὶ εἶ­ναι ζων­τα­νὴ
για­τὶ εἶ­ναι ἀ­μί­λη­τη καὶ προ­χω­ρά­ει-
στά­ζει τὴ μέ­ρα, στά­ζει στὸν ὕ­πνο
μνη­σι­πή­μων πό­νος.
Νὰ μι­λή­σω γιὰ ἥ­ρω­ες νὰ μι­λή­σω γιὰ ἥ­ρω­ες: ὁ Μι­χά­λης
ποὺ ἔ­φυ­γε μ᾿ ἀ­νοι­χτὲς πλη­γὲς ἀπ᾿ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο
ἴ­σως μι­λοῦ­σε γιὰ ἥ­ρω­ες ὅ­ταν, τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη
ποὺ ἔ­σερ­νε τὸ πο­δά­ρι του μὲς στὴ συ­σκο­τι­σμέ­νη πο­λι­τεί­α,
οὔρ­λια­ζε ψη­λα­φών­τας τὸ­ν πό­νο μας- «Στὰ σκο­τει­νὰ
πη­γαί­νου­με, στὰ σκο­τει­νὰ προ­χω­ροῦ­με.­.­.»
Οἱ ἥ­ρω­ες προ­χω­ροῦν στὰ σκο­τει­νά.
Λί­γες οἱ νύ­χτες μὲ φεγ­γά­ρι ποὺ μ᾿ ἀ­ρέ­σουν

Κώστας Βάρναλης_ Ο Μονόλογος Του Μώμου

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΩΜΟΥ

Τα πρόσωπα του μονόλογου: 
Προμηθέας... Ιησούς... Μώμος (μίμος)... Η μάνα Γης... Ένα αηδόνι
Ανοιξιάτικο απομεσήμερο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(απάνου από τον Κάφκασο)
Ω! Ωω!...
Τι μέγα βάρος σήμερα βουλιάζει τον ουρανό! Ανάλαμπος και κρύος του ηλιού ο δίσκος, σαν από ξερό πηλό, θαρρείς, όπου και νάναι, θα πέσει απάνου στ’ αντικρινά τα βράχια και θα γίνει θρούψαλα… Πόσο πνιχτά ανασαίνουνε της γης τα σπλάχνα, που κάποτε με ξεπετάξανε στον ανοιξιάτικον αέρα μ’ έναν χαρούμενο σπασμό!... Πώς κρέμονται μέσα στα βάραθρα, τα σκοτεινά νερά, άνηχα κι ανάφριστα σαν πετρωμένα!... Με φτάνει από μακριά ένα κλάμα σφαγερό. Ποιος νάναι; Κατά σένα, όπου και να σαι, άγνωστε αδερφέ, δε μ’ αφήνουνε τα καρφιά μου να στραφώ. Λιγάκι να σαλέψω, με δαγκάνουν αγριεμένα σαν τα φίδια, που τα πατάει κανείς, την ώρα που κοιμούνται. Όμως απάνου από τις άβυσσες και δώθε από τα μάκρη, σε νιώθουνε πολύ ζεστά, κατάσαρκα οι πληγές μου… Μπορεί να ναι κ’ η δικιά μου η φωνή, που μου την ξαναστέλνουν πίσου τα σκοτάδια των βυθών…

ΙΗΣΟΥΣ
(απάνου από το Γολγοθά)
Τι γλυκά, που γλαρώνανε τα μάτια μου γεμάτα αστραφτερό σκοτάδι! Τι γλυκά, που βυθούσανε τα κόκκαλα κ’ οι σάρκες μου μέσα στην απεραντοσύνη της Ανυπαρξίας, όπου λυώνανε σαν τ’ αλάτι μέσα στο νερό. Κι όπως αδειάζανε στάλα τη στάλα οι φλέβες κ’ η καρδιά μου, ένιωθα την ψυχή μου όλο και πιότερο να λαφραίνει και να την παίρνουνε σαν φτερά οι ψηλότεροι ουρανοί! Ανάμεσα Θανάτου και Ζωής, πέρ’ από τη Γης και πέρ’ από τον Ήλιο, καρφιά, λοχίσματα, φτυσίματα, βλαστήμιες δε φτάνανε την ψυχή μου, που έφεβγε και δεν γυρνούσε.
‘Όλα γινόνταν ήσκιος και πνοή γύρω από τον ήσκιο μου και τη στερνή πνοή μου!... Ποια τώρα με ξυπνάει φωνή κι από ποιο λαρύγγι βραχνό και ραγισμένο; Πούθε βρίσκει τόση δύναμη να ξαναδένει την ψυχή μου με το σώμα και να με ξαναφέρνει πίσω στη φθορά και στον πόνο;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αμέτρητους αιώνες ζω με το θάνατο αγκαλιά κι αφτή μας η αγάπη δεν έχει τελειωμό. Σαπίσαν οι κολόνες της ουράνιας Σφαίρας, μα η πληγή μου σαπίζει, ξεσαπίζει. Κ’ είναι πάντα φρέσκη και λαχταριστή… Δω και χιλιάδες χρόνια περνάει από μπροστά μου ο Κόσμος – κι όλα του τα ιστορικά κοίτονται μέσα στο νου μου ασάλευτα και στείρα σαν ένα στρώμα κόκαλλα στα βάθη των ωκεανών. Σ’ απανωσιά, σε βάθος και σε ψήλος δεν είναι τίποτα παντοτινό, δεν είναι τίποτα καινούργιο. Τόσο μοιάζουνε το σήμερα με το χτες και το χτες με το άβριο, που με τον καιρό έπαψα να βλέπω, να συλλογίζομαι και να θυμάμαι. Έτσι μου φαίνεται, πως τώρα δα έχω γεννηθεί, καρφωθεί και λησμονήσει… Τι να τρέχει σήμερα;

ΜΩΜΟΣ
Πεθαίνει ο Θεός!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(ξαφνισμένος δυσάρεστα)
Πάλι εσύ; Πούθε μου ξεφύτρωσες;
ΜΩΜΟΣ
Αφτός είναι ο ρόλος μου. Να ξεφυτρώνω ακάλεστος – κι ανεπιθύμητος!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πεθαίνει, λες, ο Θεός; Ο Δίας τάχα;
ΜΩΜΟΣ
Όχι. Ο ένας Θεός.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καλά ο ένας. Μα ποιος απ’ όλους;
ΜΩΜΟΣ
Ο Ένας και Μοναδικός! Δεν υπάρχει άλλος. Γι’ αφτό ναι κι ο Αληθινός Θεός.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αληθινός και να πεθαίνει;
ΜΩΜΟΣ
Αφού είναι παντοδύναμος!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο θάνατος, αδυναμία των ανθρώπων. Όχι δύναμη των Θεών.
ΜΩΜΟΣ
Μα δεν πεθαίνει ο ίδιος. Είναι πνέμα. Πεθαίνει το σώμα του. Το θέλησε μοναχός του να γεννηθεί και να ζήσει για λίγα χρόνια σαν άνθρωπος. Μα σε τρείς μέρες θα βγει από τον τάφο του και θα ξαναπάει στους ουρανούς απ’ όπου ήρθε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το πνέμα του ή το σώμα του;
ΜΩΜΟΣ
Ρώτα τον ίδιονε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πώς τόνε λένε;
ΜΩΜΟΣ
Ιησού!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πώς τον είπες;
ΜΩΜΟΣ
Ιησού!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ιησούς!...Ιησούς!... Περίεργο. Εγώ τους ξέρω όλους τους Θεούς. Έναν ένανε, μεγάλους και μικρούς, ημίθεους και ηρώους με όλα τους τα σόγια, τις γυναίκες, τα παιδιά, τις ερωμένες και τα παρασπόρια. Τέτιο όνομα δεν υπάρχει πουθενά!
ΜΩΜΟΣ
(μισοκλείνοντας το μάτι)
Μα δεν είναι Έλληνας!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα δεν είναι Έλληνας; Μα τότε τι μπορεί να είναι!
ΜΩΜΟΣ
Εβραίος!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εβραίος; Και δε μου το ‘λεγες από την αρχή να μην πονοκεφαλάω; Ένας βάρβαρος! Άρα ψέφτικος Θεός!
ΜΩΜΟΣ
Το ίδιο λέει κι αφτός για τους Έλληνες Θεούς! Πως είναι ψέφτικοι και βάρβαροι.
(σιγή)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο Δίας μάλιστα! Οι άλλοι όμως είμαστε αληθινοί!
(φωτισμένος ξαφνικά)
Ιησούς… Ιησούς… Καλά λες. Τώρα θυμάμαι. Μου μίλησε γι’ αφτόν, εδώ και λίγον καιρό, ο Μορφονιός ο Ερμής. Έρχεται μια δυό φορές το χρόνο και με βλέπει. Τόνε στέλνει ο Δίας να δοκιμάζει τα καρφιά μου, αν βαστούνε. Και ν’ αλλάζει τα όσα έφαγε η σκουριά… Τόνε λυπάμαι. Δεν είναι μικρή η αγγάρεια. Με λυπάται κι αφτός – έχει καλή καρδιά. Με τον καιρό γενήκαμε φίλοι. Κι όντας αργεί να μου έρθει στεναχωριέμαι. Μου διηγείται με τ’ αλέγρο του ύφος όλες τις βρωμιές, που γίνονται στον Όλυμπο κι όπου αλλού ανταμωθούνε θεός με θεό ή θεός με άνθρωπο. Είναι κουτσομπόλης, μα με γούστο πολύ. Αι, συ! Ακούς;
ΜΩΜΟΣ
(δυναμώνοντας τη φωνή του)
Ακούω και παρακούω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μου είπε το λοιπόν την τελεφταία φορά: «Κανακάρη γιε του Ιαπετού! Ένας Εβραίος Θεός, Ιησούς (Ιησούς...Χριστός… νομίζω) θέλει να γκρεμίσει τον Όλυμπο και ν’ αφανίσει όλους τους Έλληνες Θεούς. Έτσι θα λυτρωθείς και συ από τα βάσανά σου, γιατί δεν θα υπάρχεις!...» Κ’ έσκασε στα γέλια ο μορφονιός ο Ερμής, ο Γλάρος, ο Ιθύφαλλος, ο Κοσμογυρισμένος – το κοπέλι του Δία. Κι όλο ξανάλεγε και ξανάλεγε: «Εβραίος θεός… Εβραίος θεός…»
Είτανε μεσημέρι καλοκαιρινό, μα έκανε τόσο κρύο εδώ ψηλά, που, ενώ γελούσε, χτυπούσανε τα δόντια του από το τούρτουρο: χι! χι! χι! … τάκα! τάκα! τάκα!... Τόσο μου φαινόταν αστείος, που άρχισα να γελώ κι εγώ. Και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπια… Μαζί μας γελούσε κοφτερά κι απαίσια, σα να μας κορόιδεβε, κι ο αντίλαλος. Πόσο φριχτά πονούσε το συκώτι μου σε κάθε τίναγμά του! Πόσον αίμα χύθηκε τη μέρα εκείνη από τις πληγές μου!... Οι στοιχειωμένες αβλακιές της όψης μου, σκαμένες από τα πάγη και τους πόνους, ακόμα κρατάνε μέσα τους μια θύμηση καφτή σα φλόγα. Είταν η πρώτη μου φορά, που γέλασα. Από τότες, που καρφώθηκα – και πριν να καρφωθώ!
(στον Ιησού)
Κλαις; Ντροπή!
ΙΗΣΟΥΣ
Βαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τ’ αγκάθια. Το αίμα τώρα έχει πήξει ολόγυρα… Κι από τα πόδια μου και τις απαλάμες – κι από την τρυπημένη μου καρδιά – βγαίνει νερό μονάχα. Είμαι καρφωμένος σαν και σένα. Και κάτωθέ μου αστράφτουνε, βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητες. Και γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτυούνε. Κι αργώ να πεθάνω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δε σου καρφώσανε, υποθέτω, και τη γλώσσα σου! Βλαστήμα τους και συ και φτύνε τους· έτσι θαν να τους δείξεις, πως είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαι. Δεν μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνου.
ΙΗΣΟΥΣ
(γαλήνια)
Πατέρα… Συχώρεσέ τους. Είναι αθώοι! Δεν ξέρουνε τι κάνουνε και τι λένε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(θυμωμένα στο Μώμο)
Ποιοι μωρέ, δεν ξέρουνε τι λένε και τι κάνουνε; Εμείς;
ΜΩΜΟΣ
Οι Εβραίοι. Αφτοί , που τον έχουνε σταβρώσει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι; Άνθρωποι τόνε σταβρώσανε; Τι Θεός είναι!
(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά, όσο μπορεί)
Εμένα με καρφώσανε Θεοί. Πολλοί Θεοί μαζί. Πώς το δέχτηκες μοναχά και να σ’ αγγίξουν αφτά τα ζωντόβολα;
(προσταχτικά)
Κατέβα γρήγορα από κει! Ντροπιάζεις το σόι μας!
ΙΗΣΟΥΣ
(πάντα γαλήνια)
θα υπάρξουνε μαθητές μου, που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρείς πιθαμές βαθιά στη γης κι αφτοί πάλι θα περπατάνε. Μπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο έφκολα να κατέβω από το σταβρό μου. Μα δε θέλω. Ήρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνω…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Για ποιόν λόγο;
ΙΗΣΟΥΣ
Για να τόνε σώσω!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(περιφρονητικά)
Τους Εβραίους! Χαρά στο πράμα! Αμ τους ξέρω τους Εβραίους! ‘Όντας είμουνα λέφτερος και νιός – και δε με χωρούσε ο τόπος – ξέπεσα κάποτε στη χώρα τους. Πώς βρωμάνε! Λάδι ταγκό! Κόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού· μύτες μεγάλες και καμπουρωτές - όρνια μονάχα· μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν της γάτας τη νύχτα· σκουλαρίκια στ αφτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια· φωνές στριγγλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιας. Λωβιασμένοι και ψεύτες, πατριώτες και θρήσκοι, πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες.
ΜΩΜΟΣ
Οι Έλληνες είναι καλύτεροι;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Χειρότεροι. Οι Έλληνες Θεοί, αφτοί ‘ναι καλύτεροι! Πιο όμορφοι, πιο ξυπνοί, πιο παληκάρια. Και φαγάδες και γυναικάδες, όσο δεν παίρνει.
ΜΩΜΟΣ
Θα σώσει και τους Έλληνες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σώθηκε!
ΜΩΜΟΣ
Θα σώσει όλους τους ανθρώπους.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψα! Καλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη! Τι μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμα; Πώς είτανε αλήθεια στην αρχή! Τριχωτοί απ’ την κορφή ως τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τ’ άλλο στη ρίζα της μύτης. Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγγλιάρικα… Τα χέρια τους μακρύτερ’ απ’ τα πόδια σερνότανε χάμου στη γης, σαν περπατούσανε, γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιά. Σωστές μαϊμούδες. Έκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα. Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα. Τους ανέβασα ψηλά, ίσαμε τους Θεούς. Κι αφτοί με προδώσανε. Με το λογικό ανακαλύψανε τη μπαμπεσιά και την αχαριστία· και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμα! Και τι τους γύρεψα γι’ αντάλλαγμα; Να με βοηθήσουνε κι αφτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου. Και να με τιμάνε πιότερο απ’ το Δία – γιατί, θαρρώ, το αξίζω! Ε, λοιπόν! Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ως κάτου από το θυμό: «ποιος σας έδωσε την ουράνια φωτιά μου;» - « Ο Προμηθέας! Ο Προμηθέας!» φώναξαν ούλοι μαζί, και χιλιάδες δάχτυλα βουτημένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον Τύραννο. Νάτος! Αφτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μ’ αλυσοδέσουν. Κι όντας ετούτ’ οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώνουν εδώ ψηλά, τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε από κάτου: « Έτσι και χειρότερα… Άνομε!...» Δε θάρτω μια μέρα στα πράματα;
ΜΩΜΟΣ
(ήσυχα)
Δε φταίνε αφτοί.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποιος φταίει δηλαδή; Ο Δίας;
ΜΩΜΟΣ
Εσύ!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(οργισμένα)
Εγώ;
ΜΩΜΟΣ
Ναι! Εσύ! Που νικήθηκες. Αν νικούσες το Δία, τότες όλοι θα ‘τανε μαζί σου. Και θεοί κι ανθρώποι. Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις. Και το Κράτος και η Βία θα σε παραστεκότανε μπράβοι δικοί σου. Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιά. Κι ο Μορφονιός ο Ερμής θα ‘τανε κοπέλι δικό σου, να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων του. Τότες ο Δίας θα ταν ο αποστάτης και ο άνομος. Κι ως τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει, όπως ξεχάσανε και σένα. Δεν το ξέρεις; Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές. Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κι όμως εγώ θέλησα να τους λεφτερώσω από τον Τύραννο.
ΜΩΜΟΣ
Αυτά να μην τα λες σε μένα!... Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σου. Τους γέλασες, πως θα πολεμούσανε γι το δικό τους το συφέρο: για λεφτεριά, δικαιοσύνη, και παντοτινή εφτυχία. Ενώ πολεμήσανε μονάχα για ν’ αλλάξουν αφέντη – για το δικό σου το συφέρο. Τα ίδια κάνουνε κ’ οι αφέντες, οι τυράννοι της Γης… Ωστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απ’ όσο του λόγου σας άδικοι και ψέφτες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γιε του Ήλιου και της Νύχτας. Παραείσαι, μου φαίνεται, σοφιστής. Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου, παρά από τον μπαμπά σου. Πάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου: τον αιώνιο ρυθμό του Κόσμου. Δεν είτανε δύσκολο νάχες και συ μια ψίχα λογικό – αφού έχουν ακόμα κι άνθρωποι!
(σε λίγο)
Κι από τι θα σώσει τους ανθρώπους;
ΜΩΜΟΣ
Από την αμαρτία.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κι αφτό το λέει σωτηρία; Μα η αμαρτία είναι όλ’ η εφτυχία κ’ η λεφτεριά των Θεών.
ΜΩΜΟΣ
Και των κυρίων της Γης.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω – ύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμα – είναι οι αμαρτίες που έχω κάνει. Και για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι, μου χρειάζεται η εξουσία. Να γιατί δεν υποτάζομαι. Αν ήθελε ναν τους σώσει, θάπρεπε ναν τους έδινε τη λεφτεριά να κάνουν αμαρτίες. Μα λεφτεριά θα πει δύναμη. Και μείς οι Έλληνες Θεοί δε θ’ αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας.
ΜΩΜΟΣ
(στον ίδιο τόνο)
Ούτε κ’ οι δυνατοί του Κόσμου!
(σιγότερα)
Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποια;
ΜΩΜΟΣ
Η Ανισότητα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Με σκότισες! Πάψε!..
(σε λίγο)
Μα δεν καταλαβαίνω, πώς, για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία, πρέπει αφτός να πεθάνει!
ΜΩΜΟΣ
Οι ανθρώποι θα σωθούν, άμα τον πιστέψουνε γι’ αληθινό θεό. Μα για να τον πιστέψουνε, θα κάνει το θάμα ν’ αναστηθεί. Για ν’ αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα. Γι’ αφτό συχωρνάει τους σταβρωτήδες του· ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι θεός.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αφτά είναι πράγματα πολύ ανατολίτικα! Και ποια η ανάγκη να σωθούνε οι ανθρώποι; Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα οβολό για δάφτους. Όχι να πεθάνουμε κιόλας! Και το κάτω της γραφής, αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό, μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό, για ναν τότε φοβηθούνε. Ναν τους έκαιγε μ’ αστροπελέκια κι αφτουνούς και τα χωριά τους. Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό. Ναν τους έστελνε πανούκλα, σεισμούς και καταποντισμούς…
ΜΩΜΟΣ
Αφτά ξεχνιούνται γρήγορα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(κοροϊδεφτικά)
Μα θαρρώ, πως, άμα τον πιστέψουν, αφτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι!
ΜΩΜΟΣ
Μα δεν τους ζητάει, όπως εσείς οι Έλληνες θεοί, σφαχτάρια και γυναίκες! Για τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα.
(σιγότερα)
Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων, ψυχικά δεμένα, στους κυρίους της Γης.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ξέχασα να ρωτήσω. Θα τον ιδούν οι Εβραίοι ν’ ανασταίνεται;
ΜΩΜΟΣ
Κανένας. Μονάχα μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του. Σαν όραμα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δηλαδή σε κείνους, που τόνε πιστέψανε και πριν πεθάνει! Μα τότες είτανε ολότελα περιττό να πεθάνει. Να παρουσιαστεί στους σταβρωτήδες του! Σε κείνους που δεν τόνε πιστέβουνε. Μέρα μεσημέρι στην Αγορά! Κι ολόσωμος! Εδώ τόνε θέλω. Εξόν αν φοβάται!
ΜΩΜΟΣ
Τι Έλληνας! Άμα τόνε βλέπανε, τότες ίσα ίσα δεν θα τόνε πίστεβε κανένας. Θα μαθεφτεί όμως από στόμα σε στόμα, πως αναστήθηκε. Και τότες όλοι θα πιστέψουνε. Δε ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχή. Οι λαοί πιστέβουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους. Μήπως εσένα, το Δία, την Αφροδίτη – κι όλους τους άλλους – σας έχουνε ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστέβουνε; Εμείς θα σας δείξουμε στους λαούς. Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστέβουνε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μη μου κάνεις, είπα, τον έξυπνο!
(στον Ιησού)
Αφτά δεν είναι λογικά πράματα!
ΙΗΣΟΥΣ
Το λογικό δεν φελά σε τίποτα. Μήτε το πολύ, μήτε το λίγο. Μήπως οι φιλόσοφοι ξέρουνε περισσότερα απ’ τα πουλιά τ’ ουρανού κ’ απ’ τα σκουλήκια και τα λούλουδα της Γης; Μήπως είναι καλύτεροι απ’ τους άλλους ανθρώπους; Όσο πιο ξανοίγεται η σκέψη, τόσο πιο στενέβουν οι καρδιές. Κι ο άνθρωπος χάνεται. Εγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους. Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθος. Η βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της καρδιάς. Όπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλωσύνη, Εγώ ο βασιλιάς των Ουρανών και Θησαβρός των Αγαθών, έτσι θα μάθουνε κ’ οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνε. Τότε δεν θα υπάρχουνε ψεφτιά και αδικία.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(απότομα)
Έτσι Ε; Να ξοδιάζουνε το πνέμα τους, να χαραμίζουνε τη δύναμή τους οι άξιοι για τους τιποτένιους! Για ναν τους μοιάσουνε! Αφτό δεν ξανακούστηκε! Είμαι παλιότερος από σένα. Άβριο μεθάβριο θα ‘μαι κι ο πρώτος απ’ όλους σας. Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλέβω. Μάθε το λοιπόν από μένα. Είναι κανείς δυνατός, γιατί αγαπάει μονάχα τον εαφτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούς. Ο δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τήνε λιγοστέβει. Κ’ η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται. Παίρνεται. Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούς. Αφτό δεν είναι νόμος, που τόνε φκιάσαμ’ εμείς οι θεοί. Υπάρχει πριν από μας. Είναι Ανάγκη.
ΜΩΜΟΣ
(κοροϊδεφτικά)
Σεις οι δυνατοί – πρώτα της Γης κ’ ύστερα τ’ Ουρανού – δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατους. Τη δύναμή σας την κλέβετε από δάφτους. Κ’ ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιος θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στο Μώμο θυμωμένα)
Εσύ να μην ανακατέβεσαι!
(στον Ιησού)
Μπας και σου πέρασε η ιδέα – επειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώ – πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπους; Δε θυσιάστηκα για κανένανε. Την έπαθα – για λογαριασμό μου. Δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια. Να πηγαίνει πέρ’ απ’ τα φαινόμενα.
ΜΩΜΟΣ
(πειραχτικά)
Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τ’ αφτιά του και δίχως μάτια. Να πηγαίνει περ’ απ’ τα λεγόμενα. … Μην ακούς λοιπόν, τι λέει. Ένια σου! Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη. Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύ. Είσαι λιγάκι πρωτόγονος και χοντροκομμένος. Τα λες όξω από τα δόντια. Ο νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος, πιο διπλωμάτης. Ξέρει τη δουλειά του καλύτερα. Η μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του “έτσι θέλω εγώ ο αφέντης!” Η μέθοδο η δική του, είναι η μέθοδο, τού“έτσι θέλει ο θεός· έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοι!”. Είναι μέθοδο πολιτισμένη. Χάρη σ’ αφτήνε θα μπεί ρυθμός και τάξη στο μυαλό και την ψυχή των αδικημένων. Θα ζητάνε μοναχοί τους ν’ αδικιούνται – για καλό τους. Μα θα ρωτήξεις: “πού είναι τελοσπάντων αφτή η θυσία των δυνατών;” Και λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και ν’ αδικούνε το βρωμολαό για καλό του;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δεν πολυκαταλαβαίνω.
ΜΩΜΟΣ
Ήρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπους … μετά θάνατον. Μα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή. Αφτουνούς που κατέχουν όλα τ’ αγαθά και όλη τη δύναμη. Τους σωσμένους. Μα εκεινούς, που έχουν ανάγκη να σωθούνε· εκεινούς , που τα στερούνται όλα, τους απαγορέβει να πιθυμούνε τ’ αγαθά των αλλονών και ν’ αντιστέκονται στη δύναμή τους. Αφτοί θα πλουτίσουνε και θα λεφτερωθούνε, αφού πεθάνουνε πρώτα. Εις αιώνα τον άπαντα. Διδάχνει, καθώς βλέπεις, την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας· δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδη. Οι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση. Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(βαριεστισμένα)
Κατάλαβα…
ΜΩΜΟΣ
Αν δεν είμουν εγώ να σου ξηγώ, δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματα. Κι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός της Λογικής
(πειραχτικά)
Έχει δίκιο να σου λέει, πως το λογικό δε φελά σε τίποτα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον ίδιο τόνο )
Σπουδαία πράματα μου ξηγάς! Σπουδαία πράματα καταλαβαίνω! Ας λείπανε!
ΙΗΣΟΥΣ
(γαλήνια)
«Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες… Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι… ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών».
ΜΩΜΟΣ
Σιγά! Μη σ’ ακούσουν οι χορτάτοι κ’ οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς!
ΙΗΣΟΥΣ
(στον ίδιο τόνο)
«Η πίστη σου σέσωκέ σε!» Όποιος πιστέβει στον αληθινό θεό σώζεται. Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός.
ΜΩΜΟΣ
Περισσότερο απ’ όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι. Γιατί ‘ναι ξυπνοί. Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον, που τους επιτρέπει να ‘ναι πλούσιοι, δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς; Απ’ όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη. Κι απ’ όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστία. Έτσι ο θεομπαίχτης, που πιστεύει από εξυπνάδα, είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστέβει από γνώση.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Μώμο)
Με κούρασε ο πελάτης σου! Πότε θα πεθάνει;
ΜΩΜΟΣ
Βιάζεσαι; Όπου και να ‘ναι!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ζηλέβω! Τόνε ζηλέβω που θα ξεκουράσει το σώμα του. Για τρεις μέρες.
ΜΩΜΟΣ
Για πάντα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αχ! Να μπορούσα κ’ εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα! Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα απ’ τον Κόσμο. Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μου…
ΜΩΜΟΣ
Το μίσος και η πλεονεξία σου!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μου φαίνεται, πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο. Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαφτα μαζί του, χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μου. Μάνα μου Γης! Ξανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στ’ απέραντα βάθια της κοιλιάς σου! Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σου! Μ’ αγαπάς το λοιπόν λιγότερο απ’ τις πέτρες σου;
ΜΑΝΑ ΓΗΣ
Ποιος είσαι;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο Προμηθέας. Ο γιός σου.
ΜΑΝΑ ΓΗΣ
Δε σε ξέρω. Δε ξέρω με τ΄ όνομα κανένα απ’ τα παιδιά μου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είμαι ο θεός της Φωτιάς και του Λογικού. Ένας από τους Τιτάνες.
ΜΑΝΑ ΓΗΣ
Θεός; Και ζητάς εγώ να σε βοηθήσω; Και να μπορούσα δε θα το ‘κανα. Να φύγετε! Να φύγετε όλοι εσείς από πάνω μου! Εξ αιτίας σας υποφέρω κι εγώ. Έγινα Χτήμα. Γεννώ, καρπίζω, λουλουδίζω· στολίζομαι και ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου. Μα με χαίρονται λίγοι. Αφτοί που με κατέχουνε. Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους. Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι! Ν’ άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπινα! Άμα χαλάσω έναν από δάφτους, ξεφυτρώνουνε δυό και πέντε. Αφτοί ‘ναι οι χαμοθεοί μου. Και τους μισώ. Εσείς, οι πανωθεοί, είσαστε παιδιά δικά τους. Όχι δικά μου. Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε, ποιος θα με φάει μονάχος.
(σιγή)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Ιησού)
Δε σε βλέπω.
ΙΗΣΟΥΣ
Εγώ σε βλέπω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θα ‘σαι νέος πολύ. Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου.
ΜΩΜΟΣ
Τριαντατριώ χρονώ.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καλά το ‘λεγα! Παιδί! Κ’ οι στοχασμοί του παιδιάστικοι.
(στον Ιησού)
Και για ποιάν αφορμή σε σταβρώσαν οι Εβραίοι;
ΙΗΣΟΥΣ
Δίδαξα…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(κοροϊδεφτικά)
Καμμιάν επανάσταση βέβαια! Μάταια πράματα. Όλοι στην ηλικία σου έχουν αφτήνε τη λόξα. Με τα χρόνια τους περνάει – όπως κ’ μένα!
ΙΗΣΟΥΣ
Απαγόρεψα κάθε επανάσταση. Δίδαξα την υποταγή στο Νόμο. Την Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα τότε πώς σε θανάτωσε ο Νόμος; Εσύ δεν πήγες κόντρα. Τόνε θεοποίησες καθώς βλέπω.
ΙΗΣΟΥΣ
Με θανάτωσε για επαναστάτη και γι’ αντίθεο.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Περίεργο!
ΜΩΜΟΣ
Έλεγε και ξανάλεγε, πως θα ‘δινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα!), τη βασιλεία των ουρανών. Μα τούτ’ οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το «βασιλεία» δεν τ’ ακούγανε το «ουρανών!». Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα. γιατί νομίζανε, πως θα 'διωχνε τον ξένο τύραννο, τους Ρωμαίους, και θα ‘δινε σ’ αφτούς τη βασιλεία της Ιουδαίας. Μα οι ντόπιοι τύραννοι, οι πλούσιοι Εβραίοι – Φαρισαίοι και μεγαλοπαπάδες - φοβηθήκανε πως, άμα χάνανε την προστασία των ξένων, θαν τους πέρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τους. Γι’ αφτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι, κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου, κι απ’ την άλλη στον Ιουδαϊκό λαό για οχτρό του θεού. Οχτρός του Θεού; Τότες ο λαός των κουρελήδων, που είναι θρήσκος (όλα κι όλα!) αγρίεψε, ξεσηκώθηκε, και ζήτησε απ’ τους Ρωμαίους το θάνατό του. Κ’ οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο, τόσο το καλύτερο!) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους, στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αφτοί τόνε σταβρώσανε μετά χαράς.
ΙΗΣΟΥΣ
Αφτό ήθελα. Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνε…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πάλι τα ίδια;
(σιγή)
ΜΩΜΟΣ
Οι Φαρισαίοι κ’ οι παπάδες όλου του κόσμου ύστερ’ από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό. Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα. Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σ’ αρνιέται. Εσύ ο Θεός – Πνέμα, Σωτήρας της Ψυχής, θα γίνεις ο Θεός – Σωτήρας της Κοιλιάς τους. Γι’ αφτουνούς απόθανες. Αντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών, θεμέλιωσες τη βασιλεία του Πλούτου.
Θα ‘πρεπε ν’ αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες, αν ήθελες να σώσεις τα μιλλιούνια των σκλάβων. Μα τότε δε θα γινόσουνα θεός!
ΙΗΣΟΥΣ
Κάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινή. Τις άφησα όλες να υπάρχουνε, γιατί χρειάζονται. Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κ’ η δυστυχία τους μεγαλύτερη. Η μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος. Αφτόνε τον κατάργησα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πώς; Έκανες τους ανθρώπους αθάνατους;
ΜΩΜΟΣ
Μετά θάνατον! Σου το ξανάπα μα δεν πρόσεξες. Μετά θάνατον θα τους αναστήσει όλους στον ουρανό.
ΙΗΣΟΥΣ
Εκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα του. Αφτή ‘ναι η Αλήθεια ΜΟΥ. Η ΑΛΗΘΕΙΑ.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φαίνεται, πως από τότες, που καρφώθηκα πολύ ψηλά, εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου, το σκοτάδι πήχτωσε μες στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων!
ΜΩΜΟΣ
(στον Ιησού)
Συ, που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών, δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αφτοί το ίδιο θάμα; Έτσι θα καταργούσες την Πείνα. Και μαζί της θ’ αφανιζόντανε κ’ η Άγνοια κ’ η Κάκητα. Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατον… Μα όσα ψωμιά και να φκιάνανε, είτε πέντε χιλιάδες είτε κ’ ένα μοναχό, πάλι θα πεινούσανε. Θαν τους τα παίρναν όλα οι Δυνατοί. Αφού δεν τους ξεπάστρεψες αφτουνούς, ας έδινες σε κάθε σκλάβο, αντίς την αθανασία, ένα στιλέτο.
ΙΗΣΟΥΣ
Ένα στιλέτο; Τι ναν το κάνανε;
ΜΩΜΟΣ
Για να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη Βασιλεία των ουρανών.
ΙΗΣΟΥΣ
(μέσα του με παράπονο)
πόσο τόνε λυπάμαι! Είναι καταδικασμένος για πάντα.
ΜΩΜΟΣ
Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά, πώς ξέρεις τ’ άγνωστα; Κι αφού δεν κατάλαβες τα τωρινά, πώς ξέρεις τα μελλούμενα;
ΙΗΣΟΥΣ
Το άγνωστο είμ’ εγώ! Ο Θεός. Και θέλεις να μην το ξέρω; Τα γνωστά που τόσο τα γνιάζεσαι, είναι όλα ψέφτικα, γι’ αφτό και τ’ αγνοώ! ¨Όσο για τα μελλούμενα, πότε σου είπα, πως υπάρχει μέλλον; Κατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου. Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή. Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τ’ αμαρτήματά τους.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Μώμο)
Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα.
ΙΗΣΟΥΣ
Εγώ μ’ αφτά μου τα λόγια, που δεν έχουνε νόημα, θα ρίξω όλους εσάς τους ψέφτικους θεούς.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(πειραγμένος)
Θα μας ρίξεις με τα λόγια; Δε μπορώ να γελάσω. Πονάει το συκώτι μου! Οι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το Φονικό. Έτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνης. Το ίδιο κάνουνε κ’ οι αφέντες της Γης. Έτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότητας. Μιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν τρατάρης. Δεν έμαθες γράμματα;
ΙΗΣΟΥΣ
Εγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους. Κ’ οι άνθρωποι τα γράμματα. Τι μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(κόκκινος από θυμό)
Εσύ έπλασες τους ανθρώπους;
ΙΗΣΟΥΣ
Ο Πατέρας μου. Δηλαδή Εγώ.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στο Μώμο)
Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος Θεός; Να! που έχει και Πατέρα!
ΜΩΜΟΣ
Δε σε γέλασα. Ο ίδιος είναι Πατέρας του εαφτού του. Ο ίδιος γέννησε τον εαφτό του.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Ιησού)
Θα έχεις φαίνεται πυρετό! Σ’ έπιασε το παραμιλητό του θανάτου!
(δυνατώτερα)
Ο κόσμος γεννήθηκε από το Χάος. Κ’ εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπη. Και τους έδωσα και ψυχή από λάσπη… Η λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρώμικη μέσα τους.
ΙΗΣΟΥΣ
Ο Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπη. Και τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδια! Άρα ψυχήν αθάνατη.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ούτε ο ίσκιος της λάσπης δεν μένει μετά το θάνατο. Τίποτα. Όταν υπόσκεσε μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς, τους λες ψέματα!
ΜΩΜΟΣ
Κ’ οι δυό σας δε λέτε την αλήθεια. Ο κόσμος δεν έχει αρχή. Δεν έχει δημιουργό. Ύπαρχε πάντα. Και γίνεται πάντα μοναχός του. όσο για τον άνθρωπο, τον έπλασε… η μαϊμού! Κ’ εσάς οι ανθρώποι. Σας πλάσαν οι αφέντες της Γης «κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους». Δουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την Αδικία. Και μετά θάνατον; - Αέρας φρέσκος! Όξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορώνα και δίχως κορώνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων, δεν υπάρχετε πουθενά…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γιε της Νύχτας! Σου απαγορέβω να παίζεις μαζί μου! Απαιτώ να με σέβεσαι!
ΜΩΜΟΣ
(σκάει στα γέλια)
Χα! Χα! Χα!...
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(κατακόκκινος από το θυμό του)
Τι γελάς, ξετσίπωτε;
ΙΗΣΟΥΣ
(ξαφνιασμένος)
Ποιος γελάει έτσι;
ΜΩΜΟΣ
Εγώ ο Μώμος! Ένας από τους Μώμους! (Είμαστε πολλοί!). Και δε γελάω που θυμώνετε· μα που θυμώνετε, δίχως να υπάρχετε! Και που σας κουβεντιάζω, ενώ ξέρω, πως δεν υπάρχετε! Αφού όμως όλ’ οι άνθρωποι σας πιστέβουνε και σας βλέπουνε, μπορώ κ’ εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζω;
Τι Μώμος θα είμουνα! Εξόν αφτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου. Θα σας ρίξουνε οι σκλάβοι, σαν ξυπνήσουνε μια μέρα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(περιφρονετικά)
Για να γίνουνε αφτοί θεοί!
ΜΩΜΟΣ
Για να γίνουν ανθρώποι. Τι να την κάνουνε τη θεοσύνη σας! Τι να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του Μύθου; Κι ούτε καν θα κοπιάσουνε, για να σας ρίξουνε. Θα πέσετε μοναχοί σας, χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκια. Αφτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της Γης! Άμα ρίξουν αφτουνούς, θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ήσκιος τους…
(σιγή)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ωχ!... Σταθείτε μια στιγμή. Ο αητός του Δία μου βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ως τα βάθη της καρδιάς. Πονάω όσο ποτές! Κι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μου. Αν είχα τόση δύναμη στα χέρια, όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου, θα μπορούσα μ’ ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Κάφκασο από τα θεμέλια του και ναν τόνε πετάξω πάνου από την Ασία και την Ασπροθάλασσα κατάκορφα στον Όλυμπο. Θα ‘ λυωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα, που τσακώνεται, μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδι… Θα ‘λυωνα και τους ανθρώπους!
ΜΩΜΟΣ
Άσε τους ανθρώπους. Τον Κάφκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απ’ όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Κάφκασου!
ΙΗΣΟΥΣ
Πατέρα! Έκανα το χρέος μου. Τα νεφρά μου τσακιστήκανε. Τα πόδια μου παγώσανε ως τα γόνατα! Διψώ! Κρυώνω!
(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος, ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος. Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά, πεδιάδες και θάλασσες. Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια – ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες. Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού. Όλ’ η πλάση βυθίζεται αμέσως σ’ ατέλειωτη σιγή).
ΜΩΜΟΣ
(στον Ιησού)
Άκου, άκου τ’ αηδόνι! Ίσως στερνά καταλάβεις, πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής, για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου!
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ
Μάνα, ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματα,
φώτα πολλά και χρώματα
και μοναχά απ’ το γγίμα
τ’ αέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα!

Ερωτοφύσημα κ’ εγώ το λαμπερό σου φλούδι
το σπάω με το τραγούδι,
που την απλή χαρά μου
υψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απ’ τα φτερά μου.

Μες τ’ άνθη της ροδακινιάς, στης λέφκας την κορφή,
όπου ήσκιωμα βαθύ
κι όπου κρύες βρυσούλες
πάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες.

Μ’ αστροφεγγιές ολόβαθες, τριανταφυλλιά χαράματα,
με φεγγαρομαλάματα
κι όταν σιγά κι αγάλι
βρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη,

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβα,
κι ανέβα ο αχός ανέβα
όλο και πιο μεστώνει
και τον αγέρα, ξέχειλον από ηδονές, ματώνει.

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσει,
στη μαγεμένη πλάση
και στην καρδιά που νιώθει,
καιρό βαστά ο αντίλαλος, καιρό πονάνε οι πόθοι.

Ω! δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέρα:
γης και νερού κι αγέρα
δεν ξέρουνε τα γένη,
πως ό,τι ζει και χαίρεται, σύντομ’ αργά πεθαίνει.

Ο χορτασμένος έρωτας, της ζωής οι γλυκάδες
της πλάσης οι ομορφάδες
έτσι βαθιά με ορίζουν,
που της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μου το γυρίζουν!
ΜΩΜΟΣ
(στον Ιησού)
Άκουσες; Καταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών;
ΙΗΣΟΥΣ
Δε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδια. Σ’ όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου ν’ ακούω το θέλημα τού Πατέρα μου. Όποιος ακούει πολύ τα έξω, χάνει την ψυχή του. Κ’ εγώ, ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος, έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλους. Ο βασιλιάς Σολομώντας, ο σοφός, που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών, είτανε φιλήδονος. Σοφός με χίλιες γυναίκες! Άρα δεν είτανε σοφός. Είτανε μονάχα βασιλιάς!
ΜΩΜΟΣ
Βγήκες καμιά φορά την άνοιξη, τα χαράματα, να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπους; Είδες, πώς μένει στα μαλλιά σου, στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού, το μπάρσαμο του πέφκου; Ακόμα κ’ η ανάσα σου μοσκοβολάει. Και τα σωθικά σου, φωτεινά και γαλάζια, σαν τον ουρανό, βουίζουν από τα κελαδήματα, λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά, όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αβγής.
ΙΗΣΟΥΣ
Τι τ’ όφελος! Πολλές φορές μετάνιωσα, που γεννήθηκα άνθρωπος. Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να φύγω πίσου στον ουρανό… Δε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου, για να σταβρωθώ. Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες. Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή, ενώ γύρα μου τα πουλιά, τα νερά, ο αγέρας, σπαρταρούσαν από κέφι και χαρά… Είταν ο Πειρασμός. Μα εγώ δεν έβλεπα, δεν άκουγα, δεν σάλεβα. Ο εαφτός μου – το Χρέος μου – σκέπαζε τα πάντα.
ΜΩΜΟΣ
Και δεν ερωτέφτηκες ποτέ σου;
ΙΗΣΟΥΣ
Όσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες: αρχόντισες μέσα στα φορεία, γεμάτες αρώματα, φκιασίδια, μαλάματα κι αλαζονεία· λαϊκές ξυπόλυτες, έφκολες κι αφόβιστες, με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια, γύριζ’ αλλού το πρόσωπό μου. Η ψυχή μου μάτωνε. Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης, να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ, τα σκουλήκια κ’ η σαπίλα του τάφου κ’ η αιώνια τιμωρία!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Ιησού)
Κρίμα! Παιδί πράμα και να ‘σαι τόσο κουρασμένος! Καθώς φαίνεται, θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά, που ξεσοΐστηκε.
ΜΩΜΟΣ
Οι Φαρισαίοι κ’ οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθάβριο βασιλικιά καταγωγή. Μα είναι φτωχόπαιδο: γιος ξυλουργού, που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(στον Ιησού)
Μπα! Και τι δουλειά έκανες, πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο;
ΙΗΣΟΥΣ
Μικρός, που πήγαινα σκολειό, βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά του…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ποιόν πατέρα σου;
ΙΗΣΟΥΣ
Τον Ιωσήφ!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άλλος πάλι αφτός!
(στο Μώμο)
Μα δε μου είπες, πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαφτού του; Ποιος είναι πάλι αφτός ο νέος πατέρας;
ΜΩΜΟΣ
Ο άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδελφών του…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι ψιλορωτάω; Παραμιλάνε κ’ οι δυό τους!
(στον Ιησού)
Κι άμα τράνεψες, ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου;
ΙΗΣΟΥΣ
Άμα τράνεψα, δεν έκανα καμιά δουλειά. Μου άρεζε λιγάκ’ η ψαρική. Ύστερα τίποτα…
(σιγότερα)
Το δικό μου το Τίποτα είτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
(θυμωμένος)
Παιδί του λαού και να μη δουλέβεις; Τότε ποιος θα δουλέβει; Τέτιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούς; Ο φτωχός, που είναι ακαμάτης, καταντάει στην κρεμάλα. Καλά λοιπόν είσαι εκεί, που βρίσκεσαι!
ΙΗΣΟΥΣ
Πήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά, τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, ως τα τριάντα! Ζούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλλισες… Έτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλι… Δεν είχα ανάγκη από τίποτα. Μοναχά σκεφτόμουνα: πρωί, μεσημέρι, βράδυ – κι όλη τη νύχτα…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όποιος δουλέβει δε σκέφτεται. Γι’ αφτό είναι χαρούμενος.
ΜΩΜΟΣ
όταν δουλέβει ο άλλος για μας, εμείς καθόμαστε κ’ είμαστε χαρούμενοι… Ο σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε, δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτεί. Δε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του.
(στον Ιησού)
Ωστόσο, σαν έριχνες για τον εαφτό σου τα δίχτια στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αβγή, με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά, τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές;
ΙΗΣΟΥΣ
Τα χείλια μου προσευχόντανε…
ΜΩΜΟΣ
Κι όταν άδειαζες από τα μάβρα δίχτια σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά;
ΙΗΣΟΥΣ
Τα μάτια μου είτανε πάντα δακρυσμένα. Από λύπη.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Α! Εγώ!... Είμουνα παιδί της Γης. Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές, από μένα ξεκινούσαν όλες οι δυνάμεις των στοιχείων όλες οι φωτιές… Ύστερ’ από τόσων αιώνων μαρτύρια, με παρηγοράει η σκέψη, πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα. Τα χάρηκα. Και γέλασα και τραγούδησα κι ερωτέφτηκα… Ερωτέφτηκα σα θεός, χωρίς αρχή και τέλος! Κι όντας με καρφώναν εδώ, ξεφωνούσα, τιναζόμουνα, δάγκωνα. Ήξερα τι αξίζουν η κίνηση, το ξόδιασμα της δύναμης, ο χορτασμός της αποθυμιάς. Και θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου, όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό, όσο γιατί μου στέρησε τη γης… Εσύ δε θα ‘ βγαλες τσιμουδιά όταν σε σταβρώνανε. Έτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμα. Και συχωρνάς τους φονιάδες σου, γιατί τους φοβάσαι ακόμα! Κ’ έτσι πρέπει, αφού είσαι λαός. Είναι το μόνο πράμα, που έκανες σωστό ίσαμε τώρα: να φοβάσαι!
ΜΩΜΟΣ
Καλά τα λες! Μα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαφτό σου. Θέλεις μοναχός σου ν’ ακούς τα πουλιά, μοναχός σου να είσαι χορτασμένος! Να ‘ναι δικά σου όλα: γης, δέντρα, ήλιος, θάλασσα κι ανθρώποι. Το ίδιο κάνουνε κ’ οι αφέντες της Γης, οι αφέντες Σας! Μα θα έρθει κι αφτωνών η ώρα να σταβρωθούνε: όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλέβουνε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι λές μωρέ! Γίνονται αφτά τα πράματα; Κρίμα που σε είχα για έξυπνο! Ούτε όλοι μπορεί να ‘ναι αφέντες - τότε ποιος θα δουλέβει; - ούτε όλοι φτωχοί – τότε δε χρειάζεται η δουλειά, γιατί η δουλειά πλουταίνει… Έτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου: οι φτωχοί που δουλέβουνε, δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες, που τους δίνουνε δουλειά.
ΜΩΜΟΣ
(γελώντας)
Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φορά… από την αρχή.
ΙΗΣΟΥΣ
(μόλις ακούγεται)
«Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»
ΜΩΜΟΣ
Γελιέσαι! Όσο το σώμα θ’ ανήκει στον Καίσαρα, θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κ’ η ψυχή. Αφτά δε χωρίζονται. Τα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμα. Δε θέλουμε Καίσαρες!
ΙΗΣΟΥΣ
(ξέπνοα)
«Τετέλεσται!»
ΜΩΜΟΣ
Τι είπες;
(σιγή)
ΜΩΜΟΣ
(στον Προμηθέα)
Τι είπε!
(βαθύτερη σιγή)
ΜΩΜΟΣ
(μέσα του)
Δεν ακούγονται! Χαθήκανε κ’ οι δυό τους μαζί απ’ το πρόσωπο της γης.
(Νύχτωσε. Σιγοβγαίνει το φεγγάρι. Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σ’ ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιάν τεράστιαν άβυσσο. Είναι το γεφύρι, που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα. Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά, που κυλάνε αστράφτοντας σα μάβρο ατσάλι και βογγάνε, συλλογίζεται:)
Όλα τούτα είτανε πλάσματα της φαντασιάς μου, ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μου! Μου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου. Να χωρίζω τον εαφτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλλώνουνε. Ποιος ξαίρει; Ίσως κάποιος να με άκουσε… Αν όχι, θα έρθει καιρός, που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι, που μονόλογοι σαν κι αφτόνε, θα ‘ναι ολότελα περιττοί! Μα πρώτα θα ‘ χουμε περάσει το γεφύρι…