Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Η κρυφή γοητεία της Λιλής Ζωγράφου





Τη Λιλή Ζωγράφου την γνώρισα πριν δυο δεκαετίες, όταν νεαρός τότε δημοσιογράφος, της είχα πάρει μια μικρή συνέντευξη για το «Βήμα». Το ρεπορτάζ είχε να κάνει με κάποιες ακραίες πτυχές του φεμινιστικού κινήματος, που τότε, ήταν σε ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο και στην χώρα μας.

 Γνώριζα την ιδιότυπη αλλά άκρως ενδιαφέρουσα άποψή της για το γυναικείο φύλο και τον φεμινισμό και ήθελα να την καταγράψω σ’ αυτό το ρεπορτάζ. Περισσότερο όμως, ήθελα να την γνωρίσω, γοητευμένος από τον μύθο της «ανατρεπτικής γυναίκας» που την συνόδευε ήδη, πλεγμένος από τα βιβλία της - ιδιαίτερα το «Επάγγελμα πόρνη» - αλλά και από τα δημοσιογραφικά της κείμενα και τις συνεντεύξεις της...

 Με δέχτηκε στο μικρό της διαμέρισμα σ' εκείνη την παλαιά βρώμικη πολυκατοικία, κάπου ψηλά στα Εξάρχεια. Ένα διαμέρισμα ώριμης γυναίκας, μοναχικής – παρακμασμένης αστής. Λίγα φθαρμένα παλιά έπιπλα, φθαρμένα βιβλία, φθαρμένες κουρτίνες, μαξιλάρια φθαρμένα, μια γυναίκα που δεν έκανε καμιά προσπάθεια να αποτρέψει τη φθορά του χρόνου, γύρω της…

 Ούτε καν στην εξωτερική της εμφάνιση: Γκρίζα άβαφα μαλλιά, το πρόσωπό της αφημένο στη φυσική φθορά, πρόσωπο αμείλικτα πεισματικό, βλέμμα αφ' υψηλού, άκρως διερευνητικό στις πρώτες κουβέντες. Λίγο κραγιόν μόνο, στα ευθύγραμμα χείλη. Και μια αστική πάλι, γυναικεία, φθαρμένη πάντα, κομψότητα.. 

 Με τις πρώτες ματιές και κουβέντες σε ζύγιζε και αν σε έκρινε δόκιμο... αντίπαλο, σε δεχόταν. Και άλλαζε. Σιγά – σιγά, καθισμένη στην παλιά πολυθρόνα της, καθώς ο διάλογος προχωρούσε, γινόταν η πραγματική Λιλή Ζωγράφου. Μια γυναίκα γεμάτη νωχέλεια και πνεύμα άφθαρτο. Που αυτομάτως την φώτιζε και την έκανε όμορφη! Πραγματικά όμορφη!.. 

 Σ' εκείνη την πρώτη συνάντηση μου έκανε φοβερή εντύπωση η εξαιρετικά πρωτότυπη δημιουργική σκέψη της, σκέψη δουλεμένη άμεσα, τη στιγμή της συζήτησης. Και επίσης η άψογη διατύπωση των σκέψεών της σε αλάνθαστα Ελληνικά. Ωστόσο, ακόμα πιο πολύ με είχε τότε, εντυπωσιάσει, εκείνη η εκτυφλωτικά γυναικεία γοητεία που εξέπεμπε καθώς σου μιλούσε, γοητεία σαφώς ελεγχόμενη και ανελέητα διεκδικητική... 

Ήταν πάντα έτσι η Λιλή Ζωγράφου, ακόμα και στην τελευταία μας συνάντηση πριν από μερικά χρόνια σε μια μεταμεσονύκτια μέθεξη, με τον Άκη Πάνου στην παρέα μας, τον Περικλή Κοροβέση τον Μανώλη Ρασούλη και κάποια ακόμα... καλά παιδιά, σ' ένα νυχτερινό κέντρο της Κυψέλης. Στα εβδομήντα της πια, ωστόσο μπορούσε να είναι μια ανατρεπτική γυναίκα, έτοιμη να σκορπίσει στους πέντε ανέμους κάθε σύμβαση.

 Με συγκίνησε ο θάνατός της αλλά δεν με λύπησε. Η Λιλή ήταν μια γυναίκα που, εν τέλει, αξιώθηκε να σκηνοθετήσει τη ζωή της όπως ακριβώς ήθελε... 

 Νίκος Τσαγκρής   Σάββατο 3/10/1998 (Από την Εφημερίδα Εθνος)


Ο Πολύτιμος Χρόνος των Ώριμων

Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ότι έχω ζήσει έως τώρα.
Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.
Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δεν θα καταλήξει κανείς πουθενά.
Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που, παρά την χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.
Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
Δεν θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν την θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.
Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα.
Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο. – Συζητούν μετά κόπου για την επικεφαλίδα.
Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται. Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα.
Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση:
  • Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.
  • Που δεν επαίρονται για τον θρίαμβό τους.
  • Που δεν θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.
  • Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
  • Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.
Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στην ζωή.
Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων.
Ανθρώπους τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής δίδαξαν το πώς μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.
Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνον η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν.
Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’όσες έχω ήδη φάει.
Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με την συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.
Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ.

Mario de Andrate



Για όλα....

Αυτό που θα ήθελα απόψε, είναι τη ζωή μου πίσω. 
Αλλά δεν ξέρω από ποιόν να τη ζητήσω. 
Τόσο τη σκόρπισα, 
τόσο την χαράμισα, 
τόσο τη δάνεισα, 
τόσο την ξερίζωσα. 
Από ποιόν να τη ζητήσω τώρα... και τι ωφελεί.; 
Αυτό που θα ήθελα απόψε, τελικά, είναι ένας ώμος, 
να γείρω πάνω του και να κλάψω. 
Να κλάψω πολύ. 
Με λυγμούς. 
Με κραυγές. 
Να κλάψω για όλα. 
Για όσα αγάπησα. 
Για όσα ονειρεύτηκα. 
Για όσα ένιωσα. 
Για όσα περίμενα και δεν ήρθαν. 
Για όσα ήρθαν. 
Για όσα με πρόδωσαν . 
Για όσα με χαράκωσαν. 
Για όσα με θανάτωσαν. 
Για όσα με ανάστησαν. 
Να κλάψω πολύ. Με λυγμούς. Με κραυγές. Για όλα.... 
Να γείρω στον ώμο κάποιου και ν’ ακούσω τη φωνή του, 
να μου πει ψιθυριστά : «Μη κλαις»… μόνο αυτό. 
Τίποτε άλλο. «
Μη κλαις»… μόνο αυτό!

Γράμμα στην κόρη μου*

Πριν πεθάνω, κόρη μου, θα ήθελα  να είμαι  σίγουρος ότι σου έμαθα:
Να χαίρεσαι τον έρωτα
Να έχεις εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου
Να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου
Να ενθουσιάζεσαι με τη ζωή
Να ζητάς βοήθεια όταν τη χρειάζεσαι
Να επιτρέπεις να σε παρηγορούν όταν πονάς
Να παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις
Να υπερασπίζεσαι τις επιλογές σου
Να είσαι φίλη του εαυτού σου
Να μη φοβάσαι μήπως γελοιοποιηθείς
Να ξέρεις πως αξίζεις να σ’ αγαπάνε
Να μιλάς στους άλλους τρυφερά
Να λες κάτι ή να σωπαίνεις ανάλογα με το τι κρίνεις για σένα σωστό
Να αποκτάς φήμη για τα κατορθώματά σου
Να αγαπάς και να φροντίζεις το κοριτσάκι που έχεις μέσα σου
Να μην εξαρτάσαι από την επιδοκιμασία των άλλων
Να μην επωμίζεσαι τις ευθύνες όλων
Να συνειδητοποιείς τα συναισθήματά σου και να πράττεις ανάλογα
Να μην κυνηγάς το χειροκρότημα αλλά τη δική σου ικανοποίηση από το γεγονός
Να δίνεις γιατί θέλεις, ποτέ γιατί νομίζεις πως είναι υποχρέωσή σου
Να απαιτείς να σε πληρώνουν όπως πρέπει για τη δουλειά σου
Να δέχεσαι τους περιορισμούς και την αδυναμία σου χωρίς θυμό
Να μην επιβάλλεις τα κριτήριά σου ούτε να επιτρέπεις να σου επιβάλλουν οι άλλοι τα δικά τους
Να λες το ναι μονάχα όταν το θέλεις και να λες όχι χωρίς ενοχές
Να ζεις το σήμερα και να μην έχεις μεγάλες προσδοκίες
Να ρισκάρεις περισσότερο
Να δέχεσαι την αλλαγή και ν’ αναθεωρείς τις πεποιθήσεις σου
Να προσπαθείς να γιατρέψεις τις παλιές και τις πρόσφατες πληγές σου
Να φέρεσαι και να απαιτείς να σου φέρονται με σεβασμό
Να γεμίζεις πρώτα το δικό σου ποτήρι κι αμέσως μετά το ποτήρι των άλλων
Να σχεδιάζεις το μέλλον αλλά να ζεις το παρόν
Να εμπιστεύεσαι τη διαίσθησή σου
Να χαίρεσαι τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα
Να καλλιεργείς σχέσεις υγιείς όπου ο ένας στηρίζει τον άλλο
Να κάνεις την κατανόηση και τη συγγνώμη προτεραιότητές σου
Να δέχεσαι τον εαυτό σου όπως είναι
Να μην κοιτάς πίσω σου για να δεις ποιος σε ακολουθεί
Να μεγαλώνεις και να μαθαίνεις από τις διαφωνίες και τις αποτυχίες σου
Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να λύνεται στα γέλια μες στο δρόμο χωρίς ιδιαίτερο λόγο
Να μη θεοποιείς κανέναν, και ακόμη λιγότερο εμένα . 

*Χόρχε Μπουκάι, 

Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο



Ο χρόνος, σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία – για πιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου.
Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ. Κι όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις… Ύστερα το σπίτι ερήμωσε, όλοι έφυγαν, κι οι νεκροί κι οι φίλοι κι η νεότητα – δρόμοι λησμονημένοι στο βάθος της νύχτας και στον κήπο τα δέντρα είχαν ακούσει τόσους λυγμούς που ανθίζαν μ’ έναν άλλον τρόπο, «να με θυμάσαι» έλεγε τα φθινοπωρινά βράδια μια κοριτσίστικη φωνή, γιατί πάντα στα παιδικά μας χρόνια υπάρχει ένα κορίτσι που λέγεται Μαρία. Κι άλλα πράγματα που δεν έγιναν ποτέ – όπως συμβαίνει στην πιο αληθινή ζωή μας.
Ήμουν τόσο μονάχος που όλα θα τελείωναν στην αιωνιότητα. Εν αμάξι πέρασε, το σπίτι τραντάχτηκε κι αχ πώς να σωθείς απ’ την πραγματικότητα όταν δεν είσαι πια παιδί, ενώ στο βάθος του διαδρόμου ήταν εκείνη η μυστική πόρτα που θα τη βρούμε όταν θα
’χουν περάσει τα χρόνια, όπως στην άκρη των θλιμμένων ποιημάτων που εκβάλουν οι ποταμοί ή όπως οι λεχώνες που επιστρέφουν απ’ το άπειρο προτιμώντας ένα μικρό κλάμα εδώ στη γη.
Και καμιά φορά πηγαίνω και στέκομαι εκεί που ήταν η παλιά στάση του τραμ, γιατί; μα αυτό σας ρωτώ κι εγώ – κι έζησα με μυστηριώδεις υποθέσεις όπως πάντα όταν δεν έχει τι να κάνει κανείς ή άλλαζα συνεχώς δρόμο για να μην καταλάβω που ακριβώς έσφαλα και τις νύχτες έπαιρνα τη βαλίτσα μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού; – με μια λέξη ο κόσμος ήταν τόσο ξένος που προτιμούσα μια καλή μπυραρία ή να σαρώσω όλον τον ουρανό όπως σ’ ένα ναυάγιο ή ν’ ανεβώ σε μια καρέκλα και να κοιτάξω πράγματα για πάντα χαμένα – α, μόνος μου έκανα τη ζωή μου άθλια για να μοιάζει λίγο με πραγματική.
Στιγμές που δε σε φτάνει μια ζωή ν’ αναπολήσεις όσα έζησες – και τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ’ το παράθυρο μήπως και βρουν το δρόμο τους οι χαμένοι ταξιδιώτες, κι έζησα σε σπίτια που έμπαζαν από παντού για να θυμούνται οι επιλήσμονες, εξάλλου με τις διαρκείς αναβολές, όλο αύριο κι αύριο, έμεινα για πάντα δωδεκαετής. Πράγματα σκοτεινά που δεν θα εξηγηθούν παρά την ημέρα της Κρίσεως. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ μια νύχτα σ’ εκείνη τη μεγάλη εξέγερση, οι τραυματιοφορείς μ’ ακούμπησαν για μια στιγμή κάτω και τότε κοίταξα τα’ άστρα, Θεέ μου, πώς έλαμπαν, και ξαφνικά δε μ’ ένοιαζε που είχαμε νικηθεί, «όλο το άπειρο είναι δικό μας», είπα μέσα μου κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου.
Κουβέντιαζα με τη μητέρα θυμάμαι όταν μπήκε το φθινόπωρο, ένα γραμματοκιβώτιο ήταν καρφωμένο στον τοίχο σαν ένα τρόπαιο λησμονιάς – ώσπου στο τέλος ενδίδεις, είναι λιγότερο κουραστικό, πένθη που θα μας οδηγούσαν στην τρέλα ή στο θάνατο κι άξαφνα ένα πρωί είδαμε ότι τα ‘χουμε ξεχάσει. Μόνο καμιά φορά ένα τραγούδι μακρινό τη νύχτα ή μια ακαθόριστη μυρουδιά ξυπνάει τ’ αλλοτινά – ποιος θα σε σώσει τότε…
Τελικά ήμουν πολύ φιλόδοξος για ν’ αρκεστώ μονάχα σε μια ζωή κι όπως όλοι οι ήρωες ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό – ω! αιώνα μου, είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ’ αφήσω ένα γράμμα τρυφερό γι’ αυτούς που θά ‘ρθουν.
Και κάποτε θα σας διηγηθώ για τη θεία Ρόζα που είχε μιαν άτυχη ιστορία ή μάλλον δεν είχε καμιά ιστορία. Απλώς μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει εν’ άστρο που έπεφτε – και γκρεμίστηκε απ’ τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια προχωράει και χάνεται σε κήπους φανταστικούς.
Τάσος Λειβαδίτης 1985_Βιολέτες για μια εποχή

Χαλίλ Γκιμπράν_Ο κήπος του Προφήτη *


Τότε η Αλμήτρα είπε: Μίλησέ μας για την Αγάπη.
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε το λαό, κι απλώθηκε βαθιά ησυχία. Και με φωνή μεγάλη είπε:
Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, μ' όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα
Κι όταν τα φτερά της σ' αγκαλιάσουν, παραδώσου, μ' όλο που το σπαθί που είναι  κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.
Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι  και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλλησή τους στο χώμα.
Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της. Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει. Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου. Σε αλέθει για να σε λευκάνει. Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου, και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.
Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,
Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου, και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.
Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της, και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της.
Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεταιγιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.
Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: «Ο Θεός είναι στην καρδιά μου», αλλά μάλλον «Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού.»
Και μη πιστέψεις οτι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία. Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία έκτος από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου:
Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.
Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την ίδια τη γνώση σου της αγάπης.
Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.
Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης.
Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης·
Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ' ευγνωμοσύνη στην καρδιά.
Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.

*(απόσπασμα)

Η αγάπη είναι ευθύνη


Ο μικρός Πρίγκηπας και η αλεπού

 

(...) 
Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκιπα, για πολύ ώρα.
-Σε παρακαλώ εξημέρωσε με! είπε.
-Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω να ανακαλύψω φίλους και πολλά πράγματα να γνωρίσω.
-Γνωρίζουμε μονάχα τα πράγματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ’ αγοράζουν όλα έτοιμα απ’ τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσε με.
-Τι πρέπει να κάνω; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά…

Την επόμενη μέρα ο μικρός πρίγκιπας ξαναήρθε.
-Θα ήταν καλύτερα αν ερχόσουν την ίδια πάντα ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, για παράδειγμα, στις τέσσερις τ’ απόγευμα από τις τρεις θ’ αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις πια θα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα και θ’ ανησυχώ. Θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε λάχει, δε θα ξέρω ποτέ τι ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα γιορτινά της…Χρειάζεται κάποια τελετή.
-Τι πάει να πει τελετή... είίπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Είναι κι αυτό κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, μια ώρα με τις άλλες ώρες. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια τελετή στους κυνηγούς. Χορεύουν την Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού. Η Πέμπτη λοιπόν είναι υπέροχη μέρα. Πάω και κάνω βόλτα ίσαμε τ’ αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν οποτεδήποτε, οι μέρες θα έμοιαζαν σαν όλες, κι εγώ δε θα είχα ποτέ διακοπές.

Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα του αποχωρισμού:
-Αχ, είπε η αλεπού… Θα κλάψω.
-Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ θέλησες να σε εξημερώσω…
-Σωστά, είπε η αλεπού.
-Όμως θα κλάψεις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Σωστά, είπε η αλεπού.
-Τι κέρδισες λοιπόν;
-Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού.
                                                 
Έπειτα πρόσθεσε:
-Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο. Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις και θα σου χαρίσω ένα μυστικό.
Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
-Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο, δεν είσαστε τίποτα ακόμα, τους είπε. Κανείς δε σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού ίδια μ’ άλλες εκατό χιλιάδες. Γίναμε όμως φίλοι και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο.

Και τα τριαντάφυλλα στέκονταν θιγμένα.
-Είσαστε όμορφα, όμως είσαστε άδεια, τους είπε ακόμα. Δεν πεθαίνει κανείς για σας. Βέβαια, το δικό μου τριαντάφυλλο ένας απλός περαστικός θα έλεγε πως σας μοιάζει. Όμως εκείνο μόνο του έχει περισσότερη σημασία απ’ όλα εσάς, αφού εκείνο είναι που πότισα. Αφού εκείνο έβαλα κάτω απ’ τη γυάλα. Αφού εκείνο προστάτευα με το παραβάν. Αφού σ’ εκείνο σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δύο τρεις για να γίνουν πεταλούδες). Αφού εκείνο άκουσα να παραπονιέται ή να κομπάζει ή κάποιες φορές ακόμα να σωπαίνει. Αφού είναι το τριαντάφυλλο μου.

Και ξαναγύρισε στην αλεπού:
-Αντίο, είπε…
-Αντίο, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν.
-Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
-Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλο σου που το κάνει τόσο σημαντικό.
-Είναι ο χρόνος που ξόδεψα για το τριαντάφυλλο μου, είπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
-Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού.
-Μα εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος για ο,τι έχεις εξημερώσει
Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο σου…

-Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο μου…  ξανάπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται…

(Antoine de Saint Exupéry, 1943)