Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

...τα πέρασμενα πέρασαν

"…Μια φορα κι εναν καιρο η καλυτερα τη νυχτα προς τα ξημερωματα της 31ης Οκτωβριου του 1888, στην Αθηνα, σ' ενα σπιτι της πλατειας των Αγιων Θεοδωρων, ειδε το φως ενα καταξανθο παιδακι. Η γεννα ηταν δυσκολη και τη μητερα -μιαν απο τις ομορφοτερες γυναικες του καιρου της- οι γιατροι την ειχαν απελπισει. Κι οι γιατροι που την ειχαν απελπισει ηταν οι πιο ονομαστοι της εποχης εκεινης… Να, ομως, που την πιο κρισιμη βραδια, μια γυναικα ηλικιωμενη και γειτονισσα, που εκανε χρεη νοσοκομας, εκει που αγρυπνουσε στο χαγιατι, εξω απο την καμαρη της αρρωστης, καθως την ειχε παρει ο υπνος πανω στην καρεκλα, ειδε ν' ανεβαινουν ξαφνικα τη σκαλα δυο ψηλοι αντρες, παραξενα ντυμενοι, με φορεσιες χρωματιστες, που επεφταν ως τα ποδια, και που βαστουσαν, ο καθενας τους στο χερι, κι απο μια μικρουλα κασετινα. Κι οπως εκεινη πεταχτηκε απ' τη θεση της και με δακρυα στα ματια τους φωναξε: -Που πατε; Μεσα εχουμε την αρρωστη μητερουλα, την καημενη και θα μας πεθανει… Εκεινοι χαμογελασαν και κανοντας της μιαν εκφραστικη, καθησυχαστικη χειρονομια, της ειπαν με πολυ γλυκια φωνη: -Γι' αυτην κι εμεις ερχομαστε! Ήρθαμε να την κανουμε καλα! Έννοια σου κυρα μου και θα ζησει! Κι η γυναικα ξυπνησε και χαθηκαν… Κι αληθινα απ' την αλλη μερα το πρωι, ο πυρετος αρχισε να πεφτει κι η αρρωστη να γινεται καλυτερα. Και διαδοθηκε στη γειτονια αμεσως το θαυμα των Αγιων Θεοδωρων…"

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο.
-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-.
Λὲς κι ἀπὸ πρίν, κάποια φωνή, μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένο.
Δὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό.
Ἔτυχεν ὅμως ἡ βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσει
κι ὁ ἥλιος μακριά, τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζί...
Τέτοιες βραδιές, ἡ σκέψη μου, ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνη,
δὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ!
Ἐξάλλου, λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάση.
Λόγια γραμμένα βιαστικά, μὲ πεῖσμα καὶ χολή.
Ἐκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν, ἔχει διαβάσει,
θὰ ξαφνιαστεῖ πολύ...
Μοῦ λὲς πὼς «κυλιστήκαμε στὸ βόρβορο», φαντάσου!
Κι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό, τόσο καιρό,
πὼς ἡ καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σου,
σὰν ἄστρο φεγγερό!
Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό, μὲ βρῆκε λυπημένο,
λὲς κι ἡ καρδιά μου, σὰν ἀνθός, γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖ.
Κι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές: «Μιὰ ἄγνωστη θὰ μένω»,
δὲ ξέρω τί θὰ πεῖ...

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι.
Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰ
κι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ, τί μ᾿ εἶχε τότε φέρει,
σὲ ῾κείνη τὴ μεριά.
Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μου
καὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιά,
τὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμου
τὰ πέτρινα σκαλιά.
Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή, τὴ νύχτα τὴ μεγάλη,
νὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ, τὸ βρίσκω περιττό.
«Τὰ περασμένα πέρασαν, μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλι»,
μᾶς λέει τὸ ρητό...
Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα, τὸ νιώθω
καὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖ,
πὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθο,
θὰ μέναμε πιστοί!
Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξει,
τότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶ;
Τὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες, μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξει:
Ἀκόμα σ᾿ ἀγαπῶ!