Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...


 Αν σου έγραφα εγώ ένα τέτοιο γράμμα, θα ήταν γραμμένο με λέξεις απλές, φθαρμένες από τη χρήση όσων ανθρώπων τις ξεστόμισαν... θα σου έγραφα ότι δεν ήξερα πως ο χρόνος δεν περιμένει, πραγματικά δεν το ήξερα!

Κανείς δεν σκέφτεται ποτέ ότι ο χρόνος αποτελείται από σταγόνες και ότι αρκεί μια περισσή σταγόνα για να χυθεί το υγρό στο χώμα και να απλωθεί σαν κηλίδα... και να χαθεί!

Και θα σου έλεγα πως αγαπώ, πως αγαπώ ακόμα, παρότι οι αισθήσεις μοιάζουν κουρασμένες... 

και θα σου έγραφα ότι η φιγούρα σου, που φαινόταν κόντρα στον ορίζοντα, μου φάνηκε το ωραιότερο πράγμα που ο χρόνος συνέλαβε!

Κι ύστερα θα σου έλεγα για εκείνες τις νύχτες που μιλούσαμε, για εκείνο το σπίτι στη θάλασσα... 

και θα σου έλεγα, επίσης, πως σε περιμένω, παρότι δεν περιμένει κανείς κάποιον που δεν μπορεί πια να γυρίσει. 

Antonio Tabucchi