Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο



Ο χρόνος, σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία – για πιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου.
Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ. Κι όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις… Ύστερα το σπίτι ερήμωσε, όλοι έφυγαν, κι οι νεκροί κι οι φίλοι κι η νεότητα – δρόμοι λησμονημένοι στο βάθος της νύχτας και στον κήπο τα δέντρα είχαν ακούσει τόσους λυγμούς που ανθίζαν μ’ έναν άλλον τρόπο, «να με θυμάσαι» έλεγε τα φθινοπωρινά βράδια μια κοριτσίστικη φωνή, γιατί πάντα στα παιδικά μας χρόνια υπάρχει ένα κορίτσι που λέγεται Μαρία. Κι άλλα πράγματα που δεν έγιναν ποτέ – όπως συμβαίνει στην πιο αληθινή ζωή μας.
Ήμουν τόσο μονάχος που όλα θα τελείωναν στην αιωνιότητα. Εν αμάξι πέρασε, το σπίτι τραντάχτηκε κι αχ πώς να σωθείς απ’ την πραγματικότητα όταν δεν είσαι πια παιδί, ενώ στο βάθος του διαδρόμου ήταν εκείνη η μυστική πόρτα που θα τη βρούμε όταν θα
’χουν περάσει τα χρόνια, όπως στην άκρη των θλιμμένων ποιημάτων που εκβάλουν οι ποταμοί ή όπως οι λεχώνες που επιστρέφουν απ’ το άπειρο προτιμώντας ένα μικρό κλάμα εδώ στη γη.
Και καμιά φορά πηγαίνω και στέκομαι εκεί που ήταν η παλιά στάση του τραμ, γιατί; μα αυτό σας ρωτώ κι εγώ – κι έζησα με μυστηριώδεις υποθέσεις όπως πάντα όταν δεν έχει τι να κάνει κανείς ή άλλαζα συνεχώς δρόμο για να μην καταλάβω που ακριβώς έσφαλα και τις νύχτες έπαιρνα τη βαλίτσα μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού; – με μια λέξη ο κόσμος ήταν τόσο ξένος που προτιμούσα μια καλή μπυραρία ή να σαρώσω όλον τον ουρανό όπως σ’ ένα ναυάγιο ή ν’ ανεβώ σε μια καρέκλα και να κοιτάξω πράγματα για πάντα χαμένα – α, μόνος μου έκανα τη ζωή μου άθλια για να μοιάζει λίγο με πραγματική.
Στιγμές που δε σε φτάνει μια ζωή ν’ αναπολήσεις όσα έζησες – και τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ’ το παράθυρο μήπως και βρουν το δρόμο τους οι χαμένοι ταξιδιώτες, κι έζησα σε σπίτια που έμπαζαν από παντού για να θυμούνται οι επιλήσμονες, εξάλλου με τις διαρκείς αναβολές, όλο αύριο κι αύριο, έμεινα για πάντα δωδεκαετής. Πράγματα σκοτεινά που δεν θα εξηγηθούν παρά την ημέρα της Κρίσεως. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ μια νύχτα σ’ εκείνη τη μεγάλη εξέγερση, οι τραυματιοφορείς μ’ ακούμπησαν για μια στιγμή κάτω και τότε κοίταξα τα’ άστρα, Θεέ μου, πώς έλαμπαν, και ξαφνικά δε μ’ ένοιαζε που είχαμε νικηθεί, «όλο το άπειρο είναι δικό μας», είπα μέσα μου κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου.
Κουβέντιαζα με τη μητέρα θυμάμαι όταν μπήκε το φθινόπωρο, ένα γραμματοκιβώτιο ήταν καρφωμένο στον τοίχο σαν ένα τρόπαιο λησμονιάς – ώσπου στο τέλος ενδίδεις, είναι λιγότερο κουραστικό, πένθη που θα μας οδηγούσαν στην τρέλα ή στο θάνατο κι άξαφνα ένα πρωί είδαμε ότι τα ‘χουμε ξεχάσει. Μόνο καμιά φορά ένα τραγούδι μακρινό τη νύχτα ή μια ακαθόριστη μυρουδιά ξυπνάει τ’ αλλοτινά – ποιος θα σε σώσει τότε…
Τελικά ήμουν πολύ φιλόδοξος για ν’ αρκεστώ μονάχα σε μια ζωή κι όπως όλοι οι ήρωες ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό – ω! αιώνα μου, είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ’ αφήσω ένα γράμμα τρυφερό γι’ αυτούς που θά ‘ρθουν.
Και κάποτε θα σας διηγηθώ για τη θεία Ρόζα που είχε μιαν άτυχη ιστορία ή μάλλον δεν είχε καμιά ιστορία. Απλώς μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει εν’ άστρο που έπεφτε – και γκρεμίστηκε απ’ τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια προχωράει και χάνεται σε κήπους φανταστικούς.
Τάσος Λειβαδίτης 1985_Βιολέτες για μια εποχή

Χαλίλ Γκιμπράν_Ο κήπος του Προφήτη *


Τότε η Αλμήτρα είπε: Μίλησέ μας για την Αγάπη.
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε το λαό, κι απλώθηκε βαθιά ησυχία. Και με φωνή μεγάλη είπε:
Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, μ' όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα
Κι όταν τα φτερά της σ' αγκαλιάσουν, παραδώσου, μ' όλο που το σπαθί που είναι  κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.
Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι  και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλλησή τους στο χώμα.
Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της. Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει. Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου. Σε αλέθει για να σε λευκάνει. Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου, και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.
Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,
Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου, και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.
Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της, και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της.
Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεταιγιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.
Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: «Ο Θεός είναι στην καρδιά μου», αλλά μάλλον «Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού.»
Και μη πιστέψεις οτι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία. Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία έκτος από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου:
Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.
Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την ίδια τη γνώση σου της αγάπης.
Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.
Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης.
Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης·
Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ' ευγνωμοσύνη στην καρδιά.
Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.

*(απόσπασμα)