Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Όταν δε νιώθεις το άρωμα της βροχής, κινδυνεύει η ψυχή σου...




Τι θέλω να κερδίσω;

Τη ζωή μου ολόκληρη... χωρίς ενέχυρα. 

Θέλω ν' αποφασίζω.

Να διαλέγω. 

Να χαρίζομαι. 

Να γκρεμοτσακίζομαι, αν γουστάρω,

... χωρίς να με περιμένουν στη γωνία 

οι ''νοσηλευτές'' με το ιώδιο στο χέρι.

Μενέλαος Λουντέμης... Το Παραμύθι Ενός Ραγισμένου Έρωτα


Μια φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
και να 'ταν μόνο ένα τραγούδι,
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
για να πει το καημό του.
Μια φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένας Έρωτας.
Ένας ολομόναχος Έρωτας
που γύριζε με μια πλάκα στη μασχάλη,
για να βρει ένα γραμμόφωνο
για να πει το καημό του.
«Έρωτα μη σε πλάνεψαν
άλλων ματιών μεθύσια
και μέσ' τα κυπαρίσσια
περνάς με μι' άλλη νιά;
Έρωτα αδικοθάνατε,
Έρωτα χρυσομάλλη,
αν σ' είδαν με μιαν άλλη,
ήταν η Λησμονιά.»
Μια φορά κι ένα καιρό,
δεν ήταν ένας έρωτας,
δεν ήταν ένας πόνος.
Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
και μια μισή πλάκα,
που 'λεγε το μισό της σκοπό:
«Έρωτα μη σε… Έρωτα μη σε…
έρωτα μισέ… έρωτα μισέ…»
Θεέ μου!
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!
Ένα πονετικό χέρι,
για ν' ανασηκώσει τη βελόνα
και ν' ακουστεί ξανά,
ολόκληρος ο Έρωτας,
ολόκληρο το τραγούδι:
«Έρωτα μη σε σκότωσαν
τα μαγεμένα βέλη;
Έρωτα Μακιαβέλλι.
Τα μάτια που σε λάβωσαν,
με δάκρυα πικραμένα,
καρφιά 'ταν πυρωμένα
και μπήχτηκαν βαθιά».

Το ταξίδι που λέγαμε…


Πετάξαμε την ζωή μας, τη ρημάξαμε, την ξεπαστρέψαμε, για ένα τίποτα.
Γιατί δεν μας άρεσε το «τοπίο» που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε.
Κι ύστερα, θελήσαμε να την χτίσουμε από την αρχή.
Να φτιάξουμε ένα δικό μας τοπίο. Ένα καινούριο κτήριο.
Με τι όμως; Αφού η ψυχή μας δεν διέθετε τα υλικά.
Δεν ήξερε να κατασκευάσει το χαρμάνι.
Γίναμε εργολάβοι, δίχως να έχουμε ιδέα από οικοδομές.
Εμείς μόνο τα σχέδια ξέραμε να κάνουμε. Και όνειρα για ταξίδια.
Είμαστε σπεσιαλίστες στη διακόσμηση. Μόνο που μας έλειπε πάντα το οίκημα.
Δεν βαριέσαι, τουλάχιστον καταφέραμε να διασώσουμε ένα πράγμα:
Βαθιά, μέσα στο τσεπάκι της ψυχής μας, κρύψαμε τα ναύλα του ονείρου. Λίγο το 'χεις;
Σ’ όλη  μου τη ζωή υποτίθεται ότι έψαχνα για ασφάλεια.
Κάπου ν’ ακουμπήσω. Κάπου να νοιώσω προστασία.
Ψεύδος! Ψεύδος πλανερό.
Η αλήθεια είναι πως με παρέσερνε ένα άγριο κύμα. Μια μανία αυτοκαταστροφής.
Ακόμα κι αυτή η ψευδεπίγραφη ανάγκη της ασφάλειας παγίδα ήταν για αυτοκαταστροφή, για συντριβή.
Ήθελα να οδηγήσω την ψυχή μου στο λαγούμι της ασφάλειας για να την ξεκοκαλίσω με την ησυχία μου.
Αυτό ήταν.
Καλέ, τι να τα κάνω εγώ τα λουκέτα, τους σύρτες και τις κλειδαριές;
Αν δε διέκρινα στο βάθος του ορίζοντα ένα λυσσασμένο σκύλο να έρχεται ερμητικά καταπάνω μου, με σκοπό να με ξεσκίσει, δεν μπορούσα να ανάψω ηδονικά το τσιγαράκι μου και να θαυμάσω το ηλιοβασίλεμα.
Κι όσες φορές ξεχνιόμουν κι άναβα δεύτερο τσιγάρο, ερχόσουν εσύ να συνεχίσεις το ξέσκισμα της κουρελιασμένης μου ψυχής… έτσι για να μην συνηθίζω την ηρεμία.
Την έφαγα τη σουγιαδιά, αλλά μυαλό δεν έβαλα.
Ποτέ δεν πέρασα από κόσκινο τις φιλίες μου. «Περάστε κόσμε!» Μια ζωή.
Και ξέρω ότι θα το ξανακάνω… κι ας την πάτησα… και θα την ξαναπατήσω…
Όταν τα κάνω θάλασσα, δε θέλω να μου χώνουν το κεφάλι μέσα να πνιγώ. Ούτε να μου πιάνουν το λαιμό για να με σώσουν.
Να μου δείχνουν μόνο πέρα… στην άκρη του ορίζοντα, τα θαλασσοπούλια.
Κι αν τύχει εκείνη την ώρα να φιλιέται ο ήλιος με την πλανεύτρα θάλασσα, απλά αφήστε με εκεί…
Είναι Άνοιξη! Απόβραδο. Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα.
Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να  κουβαλήσει τόση ομορφιά.
Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.
Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν.
Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν. Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το κανα.
Λυπήθηκα τα φίδια, που δε θα είχαν φωλιές για να κρυφτούν.
Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το ‘κανα. Λυπήθηκα τ’ αδέσποτα που διψούσαν.
Τώρα; Τώρα πώς να φυτρώσουν οι βολβοί;
Πώς να ποτιστούν τα όνειρα; Παρ’ όλα αυτά, δε λέω πως δε βρίσκω κάποιες λύσεις.
Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου.
Μου φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.
Όπως εκείνες οι στιγμές που ζήσαμε, θυμάσαι;
Σαν ένα λουλούδι όμορφο, σαν εκείνα τα λίλιουμ στο βάζο, λευκά και πανέμορφα!
Πού να θυμάσαι… η δική σου η αγάπη κράτησε τόσο όσο να βρεις μία άλλη αγάπη, κι ας έφυγα πρώτη.
Δε σε κατηγορώ,  απλά εντυπωσιάστηκα… πόσο εύκολα, τελικά, αγαπάνε και ξε-αγαπάνε κάποιοι άνθρωποι!
Εγώ ό,τι νιώθω, ό,τι σκέφτομαι, ό,τι συναντώ, το ζουλάω άθελά μου, το γρατζουνάω, το σφίγγω περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται, περισσότερο απ’ ότι πρέπει.
Καμιά φορά και χωρίς να το επιθυμώ, το εγκαταλείπω ή το πετάω.
Ακόμα κι αν είναι το καλύτερο.
Ακόμα κι αν το αγαπάω.
Ακόμα κι ας μην άξιζε να το αγαπήσω… ή ακόμα κι ας μην άξιζα εγώ να αγαπηθώ!

Αλκυόνη Παπαδάκη... ξεφυλλίζοντας τη σιωπή



Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο αν πικραίνεσαι. 
Γέμισε ο τόπος σαλτιμπάγκους, που ξεπουλούν, στους πάγκους τους, το μέλλον σου. 
Γέμισε ο τόπος καταπατητές, που μεταμφιεσμένοι σε σωτήρες,
ακολουθούν σαν τα σκυλιά τα βήματά σου. 
Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο αν μπλοκάρεις. 
Σου σερβίρουν σε κονσέρβες αποφάσεις που δε διάλεξες. 
Ψάχνουν μεθοδικά να σε απελάσουν από την ψυχή σου. 
Να κρεμάσουν τα σχέδιά σου ανάποδα, σαν νυχτερίδες,
στους πασσάλους που οριοθέτησαν τον ορίζοντά σου. 
Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο να φρικάρεις. 
Όμως κρατήσου. Μην αφεθείς. 
Τα πέντε πράγματα που κρύβεις μέσα σου, υπεράσπισε τα. 
Κάτι θα γίνει. Δε μπορεί. 
Η ζωή ποτέ δε περιφρόνησε τους εραστές της.
Και κάτι άλλο.
Ίσως πιο ποιητικό.
Φύτεψε άνθη στις ρωγμές της πίκρας σου.
Κι ύστερα βρες ένα μικρούλι ξέφωτο και κάθισε,
ν’ απολαύσεις τ άρωμά τους.
Α! Κι αν θέλεις, μην ξεχάσεις πως υπάρχουν πάντα κάποιοι
που αξίζει να τους προσφέρεις ένα σου χρυσάνθεμο!

Τάσος Λειβαδίτης "Kαμιά φορά"


Καμιά φορά, οι μενεξέδες
ενός χαμένου παραδείσου
ευωδιάζουν μες στον ύπνο μας
κι ύστερα είμαστε άρρωστοι για μέρες˙
παιδικές αμαρτίες του μεσημεριού
που τις εξάγνιζαν οι τρόμοι της νύχτας
ή το ανομολόγητο πού έδινε κάποτε
στις χειρονομίες μας κάτι απ' το άγνωστο..
θυελλώδη συμβάντα του δειλινού μέσα στο σπίτι,
ενώ έξω απλώς βράδιαζε.

Ώσπου μια νύχτα, ένας διαβάτης
περνάει στο δρόμο τραγουδώντας.
Πού έχεις ξανακούσει το τραγούδι αυτό;
Δεν θυμάσαι.
Κι όμως η νοσταλγία
όλων όσων ονειρεύτηκες,
τρέμει μες στο τραγούδι.
Στέκεσαι στο παράθυρο
κι ακούς σαν μαγεμένος.
Κι άξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου,
το τραγούδι σβήνει.
Όλα χάνονται. Ησυχία…
Tώρα τι θα κάνεις;
Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο.
Η θλίψη... πιο δίκαιο.

Αλκυόνη Παπαδάκη "Ρίσκο"


Είσαι για ένα ταξίδι στ' ανοιχτά;
Είσαι για ένα ρίσκο;
Θελω να μου υποσχεθείς
πως δε θα πάρεις
μετεωρολογικό δελτίο.
Πως δε θα χεις μαζί σου
προμήθειες και αποσκευές.
Πως δε θα γεμίσεις
το πλεούμενο με σωσίβια.
Θα δέσουμε την άγκυρά μας
στα φτερά των γλάρων.
Και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας
το πιο τρελό δελφίνι.
Θα σου χαρίσω
όλο το γαλάζιο του πελάγου.
Όλο το χρυσαφι του ήλιου.
Όλο το ροζ του δειλινού.
Να χεις χρώματα πολλά
να βάφεις τους πόθους και τις σκέψεις σου.
Θα γεμίσω τ'αμπάρι μας με ονειρα.
Να χεις πολλά.
Να μη φοβάσαι πως θα σου τελειώσουν.
Αν έχει λιακάδα θα απλώσουμε
τα δίχτυα της ζωής μας στην κουβέρτα
και θα μπαλώσουμε τις τρύπες
που μας ανοιξαν τα σκυλόψαρα.
Αν έχει βροχή θα βγάλουμε τη ψυχή μας
στ΄άλμπουρο να ξεπλυθεί.
Είσαι επιτέλους, για ένα ταξίδι στ ανοιχτά;
Για ένα ρίσκο;

Γιάννη Ρίτσου_Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα)



«φησέ με ναρθ μαζί σου. Τί φεγγάρι πόψε! Εναι καλ τ φεγγάρι, – δ θ φαίνεται πο σπρισαν τ μαλλιά μου. Τ φεγγάρι θ κάνει πάλι χρυσ τ μαλλιά μου. Δ θ καταλάβεις. φησέ με νρθω μαζί σου.ταν χει φεγγάρι, μεγαλώνουν ο σκις μς στ σπίτι, όρατα χέρια τραβον τς κουρτίνες, να δάχτυλο χν γράφει στ σκόνη το πιάνου λησμονημένα λόγια – δ θέλω ν τ᾿ κούσω. Σώπα.
φησέ με νρθω μαζί σου λίγο πι κάτου, ς τ μάντρα το τουβλάδικου, ς κε πο στρίβει δρόμος κα φαίνεται πολιτεία τσιμεντένια κι έρινη, σβεστωμένη μ φεγγαρόφωτο τόσο διάφορη κι ϋλη, τόσο θετικ σν μεταφυσικ πο μπορες πιτέλους ν πιστέψεις πς πάρχεις κα δν πάρχεις πς ποτ δν πρξες, δν πρξε χρόνος κ᾿ φθορά του. 
φησέ με νρθω μαζί σου. Θ καθίσουμε λίγο στ πεζούλι, πάνω στ ψωμα, κι πως θ μς φυσάει νοιξιάτικος έρας μπορε ν φαντάζουμε κιόλας πς θ πετάξουμε, γιατί, πολλς φορές, κα τώρα κόμη, κούω τ θόρυβο το φουστανιο μου, σν τ θόρυβο δυ δυνατν φτερν πο νοιγοκλείνουν, κι ταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ ατν τν χο το πετάγματος νιώθεις κρουστ τ λαιμό σου, τ πλευρά σου, τ σάρκα σου, κι τσι σφιγμένος μς στος μυνες το γαλάζιου γέρα, μέσα στ ρωμαλέα νερα το ψους, δν χει σημασία ν φεύγεις ν γυρίζεις οτε χει σημασία πο σπρισαν τ μαλλιά μου, δν εναι τοτο λύπη μου – λύπη μου εναι πο δν σπρίζει κ᾿ καρδιά μου. 
φησέ με νρθω μαζί σου».