Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

13.12.43



Θυμσαι πο σο λεγα
ταν σφυρίζουν τ πλοα μν εσαι στ λιμάνι.
Μ
μέρα πο φευγε τανε δικιά μας 
κα
δ θ θέλαμε ποτ ν τν φήσουμε

να μαντήλι πικρ θ χαιρετ τν νία του γυρισμο 

Κι βρεχε λήθεια πολ κι τανε ρημοι ο δρόμοι 
Μ
μι λεπτν καθόριστη χινοπωριάτικη γεύση 
Κλεισμένα παράθυρα κι ο
νθρωποι τόσο λησμονημένοι  

Γιατί μς φησαν λοι; Γιατί μς φησαν λοι; 
Κι σφιγγα τ χέρια σου
Δν εχε τίποτα τ᾿ λλόκοτο κραυγή μου.

Θ
φύγουμε κάποτε θόρυβα κα θ πλανηθομε
Μ
ς στς πολύβοες πολιτεες κα στς ρημες θάλασσες
Μ
μιν πιθυμία φλογισμένη στ χείλια μας
Ε
ναι γάπη πο γυρέψαμε κα μς τν ρνήθηκαν
Ξεχνο
σες τ δάκρυα, τ χαρ κα τ μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκ
πανι π᾿ νεμίζονται.

σως δ μένει τίποτ᾿ λλο παρ ατ ν θυμόμαστε.

Μς στν ψυχή μου σκιρτ τ ναγώνιο «Γιατί».
Ρουφ
τν γέρα τς μοναξις κα τς γκατάλειψης
Χτυπ
τος τοίχους τς γρς φυλακς μου 
κα
δν προσμένω πάντηση
Κανε
ς δ θ᾿ γγίξει τν κταση τς στοργς 
κα
τς θλίψης μου.

Κι
σ περιμένεις να γράμμα πο δν ρχεται
Μι
μακριν φων γυρν στ μνήμη σου κα σβήνει
Κι
νας καθρέφτης μετρ σκυθρωπς τ μορφή σου
Τ
χαμένη μας γνοια, τ χαμένα φτερά.

 Μανόλης Αναγνωστάκης