Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

~ Οι άνθρωποι μου ~

Εμένα οι άνθρωποι μου, με αγάπησαν σαν καλοκαίρι,
με πόνεσαν σαν φθινόπωρο γεμάτο από λύπες,
με ξημέρωσαν με ένα χειμώνα αγκαλιά…
και με ξέχασαν την άνοιξη!
Εμένα οι άνθρωποι μου, ήταν γάζες για να μην ακουμπάω τις πληγές μου.
Οι άνθρωποι μου, ήταν άσπρα πουλιά, καθισμένα στην άκρη της κάθε μέρας μου.
Κοράλλια ήταν στον βυθό της ταραγμένης θάλασσας,
που πνιγόμουν κάθε φορά που κολυμπούσα,
νησιά στην μέση του ωκεανού ήτανε…
φάροι μοναχικοί και περήφανοι που δεν έφτανες ποτέ να τους αγγίξεις!
Εμένα οι άνθρωποι μου ήταν μια υγρή αγκαλιά στο βάθος του ωκεανού
που κοιμόντουσαν κοχύλια και τραγουδούσανε γοργόνες τα βράδια. 
Ήταν ο γερμένος ήλιος στην κορυφή ενός παγόβουνου την ώρα που, η κάθε μέρα μου, παραδινόταν βασανισμένη στην αγκαλιά του Μορφέα.
Ήταν οι δικοί μου θησαυροί που κρατούσα καλά φυλαγμένους στην ψυχή μου...
φοβόμουν μην τους χάσω,
έτρεμα μήπως τους κλέψει κάποια νύχτα και δεν τους ξαναδώ!

Εμένα, οι άνθρωποι μου, δεν είχαν όνομα, τους ονόμαζα Ζωή Μου… και με βύθισαν!