Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

* Δημήτρη Δημητριάδη "Πεθαίνω σα χώρα"


«…Μισ ατή τή χώρα. Μο φαγε τά σπλάχνα. Γράφω σ’σένα γιατί μαζί ποθήσαμε νά εναι γόνιμα ατά τά σπλάχνα, κι ατός πόθος μς νωσε νύχτες καί νύχτες…καί σ’λλες ρες τς μέρας, ταν ξαφνικά γινόταν να θαμα καί ξεχνούσαμε τόν τρόμο πού τρεχε στούς δρόμους καθώς μές στίς φλέβες μας…τά φιαλτικά δελτία εδήσεων πού μς μπόδιζαν κόμα καί νά κοιταζόμαστε…διαβασμένα πό θεότρελους κφωνητές…τά ορλιαχτά πού σκέπαζαν κόμα καί τίς σειρνες τν σθενοφόρων…Ποτέ δέ θά τό πίστευα πώς νθρώπινη φωνή μπορε νά φτάσει σέ τέτοια ψη…νά εναι τόσο πύθμενη…νά προκαλε τόση ναστάτωση μέ τήν πιβολή της…Τέλος πάντων, ποτέ δέν συνήθισα τούς νθρώπους λλ’ ατό εναι μία λλη μου ναπηρία. Βιάζομαι τώρα νά σού π μερικά πράγματα κι ατά τά λόγια θά εναι καί τά τελευταία πού θάχεις πό μένα. Μισ ατή τή χώρα. Μο φαγε τά σπλάχνα. Μο τά’φαγε. Τή μισ. Ναί, τή μισ, τή μισ. Δέν μπορε μία γυναίκα νά ζήσει μέ τέτοια σπλάχνα μέσα της. σο τό σκέφτομαι, μο’ρχεται νά ξεράσω τόν διο τόν αυτό μου. Νιώθω σάν ξέρασμα. Μπορε καί νάμαι. Μία γυναίκα…δέν εναι σά μία χώρα πού ξιοποιε τά ρείπιά της, τούς τάφους της…πού τά ξεπουλάει λα γιά θνικό συνάλλαγμα…ζώντας π’ατά. γώ δέ θέλω νάμαι μία χώρα. Δέν εμαι χώρα. Δέ θέλω νά εμαι ατή χώρα. Ατή χώρα εναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός καί φόνισσα.

γώ θέλω νά εμαι ζωή, θέλω νά ζήσω, θά’θελα νά ζήσω, θά’θελα νά μποροσα νά ζήσω, θά’μουν ετυχισμένη τώρα ν θελα νά ζήσω…μως ατή χώρα δέ μ’φήνει νά τό θέλω, δέ μ’φήνει νά εμαι ζωή, νά δίνω τή ζωή. χει φάει σάν καρκίνος, τά βυζιά μου, τά μυαλά μου, τά ντερά μου, χει κατεβάσει λες της τίς πέτρες στά νεφρά μου καί τά’χει ρημάξει, χει μαγαρίσει λες τίς πηγές π’που θά’τρέχε τό γάλα μου, χει μαζέψει λο της τό χμα μές στίς φλέβες μου καί μού’χει σαπίσει τό αμα, χει κάτσει λη πάνω στήν καρδιά μου καί τήν χει κουρελιάσει π’τά μφράγματα καί τίς μβολές, κάθε θεσμός της κι’να μφραγμα, κάθε νόμος της καί μία μβολή, τά θη τής μού’χουν σμπαραλιάσει τά πνευμόνια, στορία της μέ κάνει νά τρέμω συνεχς λόκληρη σά νά χω πάρκινσον, πολιτισμός της μ’χει ξεπατώσει, μ’χει ξεθεώσει, δέν πάει λλο, θέση της γεωγραφική εναι τό σθμα μου, λόκληρο τό σχμα της λλοτε πλώνεται πάνω στό σμα μου σάν γιγαντιαος ρπης ζωστήρ καί μέ τρελαίνει, κι λλοτε παίρνει τή μορφή τσουγκράνας καί μπήγεται στά μάτια μου, τεράστιας βελόνας καί μο τρυπάει τό κρανίο, βράχου λόκληρου πού κρέμεται πό τήν κρη τν μαλλιν μου καί μέ παρασέρνει σέ μία θάλασσα πικρν δακρύων…κι λο νιώθω στόν τράχηλό μου τόν ζυγό της κι λο δένει τή γλώσσα μου τό τραύλισμά της κι λο μου φέρνει κρύα ρίγη χυδαιότητά της… προσήλωσή της στά φαντάσματά της, ο πεκφυγές της, ο ντιγραφές της, τά φρακαρισμένα της μυαλά, τά πτώματά της, τά κιβούρια της, τά γκλήματά της…Ατή χώρα εναι τό χτικιό μας. Θά μς πεθάνει, θά μς ξεκάνει. Πς θά γλιτώσουμε; Μς πίνει τό αμα, μς τό πίνει. Δέ μ’φήνει πιά οτε νά κοιμηθ, μο χει κλέψει καί τόν πνο. Πς θά ζήσω χωρίς πνο; Δέ θά ζήσουμε…λο τό σπέρμα λων τν ντρν τς γς δέ θά μποροσε νά ζωντανέψει κείνη τήν κόχη το κορμιο μου π’που ξεκινάει νθρώπινη ζωή…χεις δειάσει λη τή ζωή σου μέσα μου λλά μ’ χεις φήσει χωρίς ζωή..Κι σύ δέν μπορες. Μ’χεις σπείρει μά σπόρος σου δέν πρόκειται ποτέ νά πιάσει, δέν μπορε πιά σπόρος σας νά πιάσει…δέ θά ξαναβγε ποτέ πιά ζωή πό μέσα μας… Τό παλιογύναικο. να θά’θελα, νά τήν εχα μπροστά μου καί νά τήν σφαζα μέ τά διά μου τά χέρια. χ, θέ μου, νά μποροσα νά τή σκοτώσω. Κατάφερε ο δολοφόνοι της νά φτάσουν ς τίς μτρες μας καί νά τίς σκάψουν σάν τάφους, τά γουρούνια, τά γουρούνια, εν’λοι τους γουρούνια, πό ποιόν ν’ρχίσω καί σέ ποιόν νά τελειώσω, λοι τους δολοφόνοι, λοι τους, ατοί μέ κάνουν νά νιώθω τήν νάγκη γιά τό πιό μεγάλο γκλημα, γιά μία τέλειωτη σφαγή, τέλειωτη σφαγή…χ, πώς ντέχουμε δ μέσα, πς δέ μς τρελαίνει κόμα ατή παλιοσκύλα, ατή γκαρότα, ατό τό στραγγουλατόριουμ, σωστή γχόνη…μέ τούς πίσημους μαχαιροβγάλτες της πού βγάζουν πίσημους λόγους σ’πίσημες τελετές μπρός σ’ πίσημους μαχαιροβγάλτες… κάθε πόρος της εναι καί μία τσέτα, κάθε γωνιά της κι να λάζο, κάθε χιλιοστό της καί μία τσάκα, εναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου καί κοφτερούς σουγιάδες, ντρο φονιάδων, πατεώνων καί λιθίων, λημέρι νανδρων γαμιάδων κι νίκανων σωματεμπόρων, μς πατάει τό κεφάλι μέσα στά σκατά της, μς δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ ρχίδια, μς λιώνεις, μωρή, μς στραγγίζεις, μς ρημάζεις, μς διχάζεις, μς πνίγεις, μς καταδικάζεις, μς πεθαίνεις, μς πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αμομίχτρα, πού λο μαϊμουδίζεις καί παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δέ σέ μπορ, δέν τήν μπορ, τή δολοφόνα, τήν παιδοκτόνα, τή ζαβή, τή χολεριασμένη, τή στραβοκάνα, τήν γκαβή, τό τσόκαρο, τήν παλιόγρια, τήν παλιόγρια, πού κακοχρόνο νά’χει, δέν ντέχω πιά τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τή μισ, τή μισ, τή μισ, χ, χ, σέ μισ, σέ μισ, σέ μισ, σέ μισ, θά πεθάνω, τέρας, καί θά ξακολουθ νά σέ μισ, ναί, τό μίσος βράζει μέσα μου, θέλω νά γράψω τούς νάποδους μνους π’ατούς πού γράφτηκαν ς τώρα γι’ ατήν, λέξη πρός λέξη νά τήν τουφεκίσω καί νά τήν παραχώσω σά σκυλί μέ τά δια μου τά χέρια…Δέν εμαι πιά γυναίκα…Οτε κι σύ πιά εσαι ντρας… Μς τά πρε λα ατή…Τί θά μείνει μως π’ατήν χωρίς μς; Τί θά εν’ατή ταν δέ θά’χει μείνει τίποτα πό μς;…Τό χμα της χει πάρει τό σχμα μου… Τό σμα μου χει πιά τίς διαστάσεις της… χω μέσα μου τή μοίρα της… Πεθαίνω σά χώρα…»

* ένα βιβλίο-μυθιστόρημα εξαιρετικά επίκαιρο, αν και γράφηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70

6_7_2012



Γεννιόμουν  κι ήσουν εκεί, γινόμουν μάνα κι ήσουν εκεί
να γεμίζεις τις καρδιές των παιδιών μου με τη ζεστασιά της λέξης Γιαγιά!





…κι έτσι θα μείνει πάντα στη μνήμη μας,
ευγενική και τρυφερή 
να καρτεράει μια δυο στιγμές που πέρασαν, 
μια δυο στιγμές που έζησα μοναδικά για εκείνη.


Παραλληλισμοί

Τρία πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα.
Τὰ ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν,
τῶν φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες
καὶ οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.

Ἔχουνε μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία
παρ᾿ ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά,
μὰ μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει
ἡ κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά.




Νίκος Καββαδίας