Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Θεέ μου, τι δεν μας περιμένει ακόμα!

“Έχουμε μέσα μας μια άλλη Ζωή, η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε, 
αυτή η άλλη Ζωή μέσα μας δεν έχει ζήσει”





Όνειρο σημαίνει
να μην υπάρχουν σύνορα
κι οι βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους.
Ελεύθερα να μπαίνεις σ’ άνθρωπο
κι ούτε τις ει, ούτε τις οίδε.

(από το “ΣΥΝΔΡΟΜΟ”)

Ζητεῖται Ἐλπίς


Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ. Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε. Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα. Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. 
«Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα. Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια. «Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης. 
Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι. Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: 
«Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.» 
Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»: 
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C. ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον... ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν... 
Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του. Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε δ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο... Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη. Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς! Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς... Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως. Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση... Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές. Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του. Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,... Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα... Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία! Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες. Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε. Πῆρε ἕνα πακέτο. Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα. Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρὸς· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος: Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς! Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει: - Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς! Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους. Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν. Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»... ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή... ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον... ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει... ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς... Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του: ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο...

Μαρία Νεφέλη




Μ.Ν.: Περπατώ μες τα’ αγκάθια μες τα σκοτεινά σ’ αυτά  που’ ναι να γίνουν
Και  στ’ αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη άμυνα τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.

Α.: Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό.
Ν΄ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια
και μια παλιά καμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα.
Είναι χλωμή και ωραία. Μα να της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου.
Σαν να γίνεται κάτι αλλού - που μόνο αυτή το ακούει και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί.
Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν.: Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου έλεγε "θυμάσαι;"
Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροετοίμαστη.
Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου.
Έλεγα "μπα, θα συνηθίσω".
Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα και άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή.
Αλλά φαίνεται, το παράκανα. Επειδή - δεν ξέρω - κάτι παράξενο γινόταν στο τέλος
Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή.
Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει...

Α.: Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτάδες -έτσι μου 'λεγε.
Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα,
πηδήσαμε απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου.
Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.
Μ.Ν.: Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.
Α.: Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην
πέτρα. Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν.: Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την ιδία πέτρα.
Κοιταζόμασταν μες’ απ' την πέτρα.
Α.: Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Μ.Ν.: Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.
Α.: Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι αξία!
Μ.Ν.: Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.
Α.: Ποιος να σ' αφήσει;
Μ.Ν.: Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.
Α.: Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.
Μ.Ν.: Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα
κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα...
Α.: Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα.
Και μαζί μ' αυτήν και τ' όνομά της.
Μ.Ν.: ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέσα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...
Α.:  Έλειπε... Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.
Μ.Ν.: ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

Α.: Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.
Μ.Ν.: Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε όλο φως και ζέστη
και μικρά πέτρινα σκαλιά. Θα περνάνε στο δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά
όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες.
Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες σε μικρά μπαλκόνια
να ποτίζουν τα λουλούδια τους.
Α.:  Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω, μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας.
Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι ασημένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά.
Θα φάνουν οι δρόμοι πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι φανταζόμασταν.
Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση.
Και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.
Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα.
Οι ψυχές επάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Μ.Ν.: Έχω σηκώσει χέρι καταπάνω στα βουνά τα μαύρα και τα δαιμονικά του κόσμου τούτου.
Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την έχω κυλήσει στο πάτωμα.
 Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ούτε ένα κουρέλι
να το κρύψουμε βαθιά στα πράγματά μας και να το λησμονήσουμε.
Ποιος ακούει; Ποιος άκουσε;
Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;
Ένα κορμί μου μένει και το δίνω.
Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι  ξέρουν, τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλίπες
Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα κι από κολύμπι...
Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!

Α.:  Έχω σηκώσει χέρι καταπάνω στα δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα
κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα, στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Μ.Ν.: Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα.

...το άρωμα μιας λέξης




Σε είδα μέσα σε μια γκρίζα παγωμένη λίμνη, 
να τριγυρνάς με τη βάρκα σου.
Μου φάνηκες λυπημένος.
Είπα να κάνω την ψυχή μου νούφαρο,
να ομορφαίνει τη λίμνη σου.

Δε φαντάστηκα πόσο άγρια χτυπούσαν τα κουπιά σου...

Διάλογος ανάμεσα σ' εμένα και... σ' εμένα





Σο επα: - Λύγισα.
Κα
επες: - Μ θλίβεσαι. πογοητεύσου συχα. 

ρεμα δέξου ν κοιτς σταματημένο τ ρολόι. 
Λογικ πελπίσου πς δν εναι ξεκούρδιστο,
τι τσι δουλεύει δικός σου χρόνος. 
Κι ν αφνης τύχει ν σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μ ριψοκινδυνέψεις ν χαρες.  κίνηση ατ δν θά ναι χρόνος. 
Θά ναι κάποιων λπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή, νηφάλια ατοεκθρονίσου π τ χίλια σου παράθυρα…
γι να μήπως τ᾿ νοιξες; 
Κι ατοξεχάσου εχαρις. 
,τι εχες ν πες, γι τ φθινόπωρα, τ κύκνεια, 
τς μνμες, δρορος τν ρώτων, 
τν λληλοκτονία τν ρν, 
τν γαλμάτων τν φερεγγυότητα, 
,τι εχες ν πες γι᾿ νθώπους πο σιγ-σιγ λυγίζουν... τ επες.


Μια ψυχή, μια μοναχική διήγηση




Πς σουνα χθρός μου, δν τ ξερες ο λέξεις σου τ επαν.
Σ᾿ κενες πούλησε ρωτας τ σεισμό του
κι ρθε στ πιφάνεια τι δ μ᾿ γαποσες..

Χαμένα πνε ντελς τ λόγια τν δακρύων.
ταν μιλάει ταξία τάξη σωπαίνει -χει μεγάλη περα χαμός.
Τώρα πρέπει ν σταθομε στ πλευρ το νώφελου.
Σιγ σιγ ν ξαναβρε τ λέγειν της μνήμη
ν δίνει ραες συμβουλς μακροζωϊας
σ ,τι χει πεθάνει.

χει σχεδν πικρατήσει φωτογραφία σου.
Μέρα τ μέρα πείθει πς τίποτα δν λλαξε
τι σουν πάντα τσι, π χαρτ
κ γενετς φωτογραφία σ συνάντησα
νέκαθεν πς τσι σ᾿ γαποσα γυρολόγα
π εκόνα σ πεικόνιση
κι π πεικόνιση σ εκόνα σου ρκέστηκα.
μόνος ξιόπιστος μάρτυρας τι ζήσαμε εναι πουσία μας.

...μία ήττα, καθαρή ήττα





Δεν μου ήταν ποτέ εύκολο να συνεννοηθώ με άνθρωπο.

Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο διαφορετικοί από 

εμένα. 

Αυτό βέβαια ήταν πολύ αφελές από τη μεριά μου, αλλά και πολύ χρήσιμο. 

Γιατί με είχε σε μια μόνιμη ταραχή, σε μια διαρκή 

διαμαρτυρία και σ' ένα πολύ γόνιμο παράπονο... 


Από την άλλη, είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε απολύτως! 


Εμπόδισε δηλαδή τη ζωή μου να πάρει το δρόμο της. Υπέμεινα πράγματα τα 


οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας ότι θα 

πίκραινα, ότι θα πείραζα, ότι θ' αναστάτωνα των άλλων τη ζωή. 

Αυτό ήταν μία ήττα. Καθαρή ήττα.






Έτσι άρχισα ν’ αγαπώ εκείνους που υποφέρουν*



Τη ζωή μου θα “θελα να τη γράψω τραγουδώντας, ξεκούρδιστη όμως η κιθάρα μου και η φωνή μου βραχνιασμένη… Βέβαια, καλύτερα να τραγουδάς άσχημα παρά να κλαις ωραία, μα τι να κάνω; Να ζητήσω τη βοήθεια του Πανάγαθου; Έτσι έκανε η παραμάνα που με βύζαξε: έκλεινε την πόρτα, άναβε το καντήλι, με ξάπλωνε στο κρεβάτι κι άρχιζε την προσευχή. «Κύριε, σώσε την ψυχή μου, δώσε μου την υγεία, τον άρτο τον επιούσιο, το κρασί το νερό τ' αλάτι, και μη ξεχάσεις το πιπέρι». Γύριζε σε μένα: «Ιγνάτιε, ξαναπές το». Εγώ το ξανάλεγα και κείνη συνέχιζε: «Κύριε, κράτησέ με μακριά από πειρασμούς, από θανάσιμα αμαρτήματα, από την όψιμη πείνα κι απ” τους κακούς γειτόνους». Εγώ το ξανάλεγα, και κείνη: «Κύριε, η νύχτα είναι μεγάλη, μη μ’ αφήνεις μόνη. Έτσι κι έρθει ο διάβολος, θα κλέψει το παιδί μου». Το ξανάλεγα κι έτρεμα.
Μια ώρα, δυο ώρες με προσευχές  ο άνεμος έμπαινε σαν τη σαΐτα από τις χαραμάδες κι ο γάτος στη γωνιά μιαούριζε παραπονιάρικα. Οι προσευχές εκείνες σπαρταράνε ακόμα στη μνήμη μου. Συνέχισα να τις επαναλαμβάνω κάθε βράδυ, χωρίς να πιστεύω πως θα φτάσουν στον ουρανό, ούτε πως το ψωμί και τη δουλειά τα στέλνει ο Κύριος. Νόμιζα πως μιλούσα στα πουλιά. Δεν υπήρχε όμως άλλος τρόπος να με πάρει ο ύπνος, έπρεπε να πω τις προσευχές εκείνες και ύστερα να σταυροκοπηθώ. Ήταν σα να μου είχε κολλήσει κάποιο κακό συνήθειο.[....]

Άρχισα στα δεκαπέντε: ήμουν όμορφος στα δεκαπέντε, πίσω απ’ τον πάγκο του μπακάλικου, παιδί για θελήματα, χτενισμένος όμως με τη μόδα και με άσπρη ποδιά. Άρεσα στις γυναίκες. Μπαίνανε στο μαγαζί: «Εκατό γραμμάρια τυρί». Έκοβα το τυρί, έκοβα το σαλάμι κι έκοβα τα χέρια μου. Έχω ακόμη τα σημάδια. Κοίταζα τις κυρίες, όχι το μαχαίρι. Λάθευα στο βάρος και στο μέτρο. Στα χρόνια εκείνα για να βρεις γυναίκα, έπρεπε να “χεις αρματωμένους εφτά καραμπινιέρους για περίπολο.[...]

Τoν μήνα του μέλιτος τον πέρασα με μια γριά θρήσκα που έβλεπε οράματα. Την ηλικία δε σας τη λέω. Πόσα πράγματα δε μπορούμε να πούμε! Ούτε ότι ήταν παρθένα. Οι λέξεις φτάνουνε μέχρι το στόμα, μασημένες, κι ύστερα γλυστράνε στην κοιλιά. Την έλεγαν Δόννα Ευτυχία, ένα όνομα για ευχές. Ερχόταν με ακρίβεια, τα μεσάνυχτα, σαν ξυπνητήρι και με μια οικογενειακή φίλη στην αγκαλιά: τη γάτα. Εγώ στεκόμουν πίσω απ’ την πόρτα, άκουγα το μιαούρισμα και άνοιγα. Η γάτα ήταν η ρουφιάνα αλλά δεν το ήξερε. Πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να δίνουν λογαριασμό για τα όσα κάνουν; Ότι ο νόμος τις καταδικάζει; Ότι ο άντρας αν τις πιάσει τις σκοτώνει; Ανάμεσα στις γάτες δεν υπάρχουν αυτές οι μπερδεψιές. Ούτε γίνονται εγκλήματα για λόγους τιμής. Δίνουν ραντεβού στις στέγες, η γάτα καταφθάνει με βήματα μετρημένα, ήρεμη: αστροφεγγιά στον ουρανό! Ο γάτος την περιμένει, νοτίζει τα μουστάκια του με τη γλώσσα, σηκώνει τη φούντα της ουράς και κάνει ουράνιο τόξο. Η γάτα ήταν συνένοχος δίχως να το ξέρει, επειδή, περνώντας το δρόμο η Δόννα Ευτυχία, αν τύχαινε να συναντήσει κάποιον, τη δικιολογία την είχε έτοιμη: μου ‘φυγε η γάτα. Πήραν τα μυαλά της αέρα! Και τη χτυπούσε με το δάχτυλο στο κεφάλι. Ο περαστικός το πίστευε: εκείνη συνέχιζε να μαλώνει τη γάτα και ύστερα έμπαινε. Έμπαινε με τη γάτα. Η γάτα, σε ξένο σπίτι, μιαούριζε, τρόμαζε τα ποντίκια. Περισσότερο όμως τρόμαζα εγώ. Μην ξεχνάτε ότι η Δόννα Ευτυχία ήταν οραματιζόμενη. Έβγαζε τα ρούχα της, έσβηνε το φως και κουβέντιαζε με τους άγιους. Ένας διάλογος με μια φωνή. Τα λόγια δε μπορούσες να τα καταλάβεις. Μου 'λεγε πως ζητούσε συγχώρεση απ’ τα πλάσματα τ’ ουρανού, πως ήταν θανάσιμο αμάρτημα να σκανδαλίζεις ένα παιδί. Η συγχώρεση της παραχωρούνταν κάθε βράδυ. Το ίδιο και σε μένα. Εκείνη το έλεγε και με τα χέρια μου έκανε το σημείο του σταυρού. Μου έδινε την άγια ευλογία.[...]

Τις πρώτες ανακαλύψεις, τις έκανα μικρό παιδί, χωρίς σχολειά και δάσκαλους. Δεν έκανα κριτική, δεν προχωρούσα σε βάθος. Περίμενα να πήξει το μυαλό μου. Όταν ο πατέρας μου, έλεγε: «Όποιος σπλαχνίζεται τους άλλους ρίχνει τη σάρκα του στους σκύλους», δεν καταλάβαινα το νόημα που είχαν τα λόγια εκείνα. Έλεγε ακόμη: «Έμεινα ορφανός και ποτέ κανένας δε μου ‘δωκε ένα κομμάτι ψωμί. Μ’ ανάστησε η μάνα μου με την ανάσα της». Ο πατέρας μου ήταν αγράμματος, κι εγώ αργότερα κατάλαβα πως τα βάσανα διαστρεβλώνουν τα αισθήματα και αποχτηνώνουν τον άνθρωπο. Έβλεπα την αδικία χαραγμένη στα πρόσωπα των φτωχών, στα γυμνά πόδια κάθε μικρού παιδιού, στη ζωή των μεροκαματιάρηδων που ξεκινούσανε χαράματα μ’ ένα ξεροκόμματο κι ένα κρεμμύδι, και γύριζαν τ’ απόβραδο σέρνοντας τα ποδάρια. Θυμάμαι: μπήκε στο μαγαζί ένας άντρας και μου ζήτησε ένα άδειο κουτί. Δεν τον κοίταξα στο πρόσωπο, γιατί διαφορετικά θα καταλάβαινα. Τον είδα ύστερα να περνάει με το κουτί στο κεφάλι. Κουβαλούσε στο κοιμητήρι ένα κοριτσάκι. Ήταν ο πατέρας: ένας νεκρός που συνόδευε μια νεκρή.
Έτσι άρχισα ν’ αγαπώ εκείνους που υποφέρουν.

*Ο ποιητής ανάμεσα στους ανθρώπους_Ignazio Buttitta (1899–1997) 

Περιπλανήσεις




Κύριε αμάρτησα ενώπιόν σου ονειρεύτηκα πολύ έτσι ξέχασα να ζήσω. Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε. Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τ' όνειρο στα παιδιά και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.
Ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να τον δω, μου ζητούσε  λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα. Και συχνά διέσχισα έναν επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και βρω μια λεπτομέρεια που να με δικαιώνει. Άλλα εκείνο που μ' έκανε ν' απορώ είναι που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το κεφάλι πάνω στους ώμους μου. Κι ίσως αυτό να 'γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την ηλικία μου
Ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν' αποχαιρετάει κάποιον που μόλις έφυγε, ώ νεότητα!
Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου 'λεγε η μητέρα κι έκλαιγε «κι όμως, μητέρα, μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να 'χαμε συγχωρεθεί για όλα ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο να παίζει κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να 'ρχονταν απ’ το βάθος ενός ονείρου ή μιας άλλης ζωής που πήγαινα; τι γύρευα;
Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;
Άλλα τι σημασία έχει, αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη μαγεία ενός χαμένου δειλινού, ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ' ένα μοναχικό απόγευμα και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα, πότε τα ξαναζήσαμε… που;
Ίσως γι' αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν, εσύ αφήνεις έξω από την πόρτα μας ένα μικρό γιασεμί.

Τελικά μου 'μείνε αυτή η συνήθεια, να κοιτάζω άλλου, έτσι σώθηκα από πολλές καταστροφές όμως είναι πράγματα που δε θα τα μάθουμε ποτέ, όπως το μάκρος των οριζόντων ή το βάθος της λύπης μας.
Κι υστέρα έρχονται εκείνες οι δύσκολες στιγμές που πρέπει ν' απαντήσεις… τι θα πεις;
Ά, Τερέζα, χάθηκες μες στον ανεμοστρόβιλο του κόσμου, αλλά το εκκρεμές θα χτυπάει πάντα στη δική σου ώρα, θυμάσαι; Κάποτε οι παράφορες μας έκαναν τους ταξιδιώτες να χάνουν το δρόμο τους
και τις δάφνες τους οι ποιητές.
Ανείπωτη στιγμή του κόσμου που δε θα τη ζήσουμε ποτέ εδώ στη
γη και τρέμει στον ουρανό με κάθε αστέρι κι οι ερωτευμένοι τα βράδια παίρνουν καθένας ένα μονοπάτι έξω απ’ το χρόνο, μα ώσπου να γυρίσουν έχει περάσει ο καιρός κι έχουν ξεχάσει ο ένας τον άλλον...
Κι άλλοτε συμβαίνουν γεγονότα συνταρακτικά, μα κανείς δεν τα προσέχει… Όπως αυτά τα φτωχά χειρόγραφα πάνω στο τραπέζι που τ' ανεμίζει κιόλας η λησμονιά  ή όταν ανεβαίνεις στο λεωφορείο αποχαιρέτησε το παρελθόν, γιατί δε θα 'χεις άλλη ευκαιρία να επιστρέψεις. Κι ένα άστρο στην άκρη τ' ουρανού είναι πάντοτε ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Κάποτε ο μεγάλος μου αδελφός μου 'δειξε τη φωτογραφία μιας γυμνής γυναίκας… από τότε ο χρόνος μπήκε στην παιδική μου κάμαρα. Κι αργότερα, στο πάνω δωμάτιο, ξεψύχησε ο θείος Ηλίας κι εγώ του 'κλεισα βιαστικά τα μάτια για να μη δει πόσο μόνος έφευγε. Ώ χρυσάνθεμα των αλλοτινών καιρών, μέρες που φύγατε για πάντα αφήνοντας μιαν αόριστη ανάμνηση από τόσους πολλούς θανάτους
και λίγο μενεξεδί απ’ το δειλινό. Ώσπου σιγά σιγά, λησμόνησα. Είναι η μόνη δικαιοσύνη.
Θυμάσαι όταν ήμαστε παιδιά;
Βλέπαμε μια οπτασία να γυρίζει στο σπίτι, μια μέρα μάλιστα που κατέβηκε τη σκάλα, την ακολουθήσαμε. Όταν γυρίσαμε είχαν περάσει τα χρόνια, το σπίτι μας έπεφτε μικρό
και ξαναφύγαμε. Αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε, πήραμε μέρος σ' εξεγέρσεις κι άξαφνα ένα πρωί, όταν ξυπνήσαμε, με μια γυναίκα δίπλα μας στο κρύο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, καταλάβαμε
πόσο λίγο είχαμε αγαπήσει τον πλησίον. Η γυναίκα κοιμόταν ακόμα…  Πλησίασα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πάντα ξένος. Πού να πάω; Ένα τραίνο αντίκρυ στο σταθμό μόλις ξεκινούσε. Έβγαλα το μαντίλι μου και χαιρέτησα.
Κι έκλαψα σα ν' αποχαιρετούσα τη ζωή μου.
Βέβαια, θα έρθει κάποτε ο καιρός που όλα θα μαθευτούν, όμως εγώ δε θα πω τίποτα… ας αναλάβουν οι Γραμματείς, εγώ προτιμώ να κοιτάω με νοσταλγία το παλιό κουρείο, ίσως γιατί εκεί διαδραματίζονται γεγονότα που δε θα τα διαψεύσουν οι επερχόμενες γενιές
Έτσι, δεν εμπιστεύτηκα σε κανέναν ένα απ’ τα πιο ωραία μου όνειρα: να πεθάνω για την ανθρωπότητα, άλλωστε κι η μακροζωία μου είναι ύποπτη: συλλογιέμαι τόσο πολύ τους νεκρούς, πως να μ' αφήσουν να πεθάνω; Και μετά τον Θεό… αγαπώ τη θλίψη και λέω ευτυχώς, γιατί μόνον εγώ ξέρω τους λόγους όπως τότε, παιδί, που έζησα σε μεγάλους φωτεινούς κήπους με ροδιές κι εξαδέλφες
Κι αν ταπεινώθηκα είναι γιατί ζήλεψα τις καμπάνες: ποιος ο λόγος να υπάρχουν αν δεν τις χτυπούν.
Βγάζω το καπέλο μου και χαιρετώ, ώ χαμένη υπόθεση του κόσμου. 

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Τα χέρια



"Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν... ώσπου ξεράθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ’μαθες αυτά μωρέ γυναίκα;»
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, έτσι που κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια.
Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει. Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ’πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της;
Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε.
Δεν είναι που κοιτάνε, ας’τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της.
Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα, λέει, που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της και δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν… χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ’χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα."

Μιχάλης Γκανάς
«Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου,για να μάθω τι είναι ευτυχία.

Τελικά, ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια σφιχτά δεμένα.
Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, 
θα σε κρατήσουν, 
θα σε κοιμίσουν,
θα σε περιποιηθούν, 
θα σου μαγειρέψουν, 
θα σε χαϊδέψουν
και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια.
Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν... χάσιμο χρόνου!
Θα το δεις και συ όσο μεγαλώνεις…»