Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Σαν να διάλεξες!





Πέμπτη είναι σήμερα,
θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο
στ' αποκεφαλισμένα περιβόλια,
να δω την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.


Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια, κολοκύθια, μολόχες και κρινάκια.
Ακούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
με την κομμένη γλώσσα των καρπών,
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.

Σπάνια να ψωνίσω.
Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Είναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα;
Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου;

Ενώ εκείνο το "έτυχε" τι πούπουλο!
Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Ασήκωτες κι αυτές.
Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.
Το πολύ ν' αγοράσω λίγο χώμα.
Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.


Εκεί δεν έχει διάλεξε.
Εκεί με κλειστά τα μάτια.


Κική Δημουλά

Νυχτερινό



Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη.
Ακόμα μια νύχτα κάτω από τους ίδιους αστερισμούς
Ακόμα μια νύχτα θα σφίξω τα χέρια σου·
τα μάτια σου είναι γατίσια σα μια ταράτσα φθινοπωρινού ξενοδοχείου
ο ουρανός υπόσχεται βροχή

και ξέρεις πόσο χλωμιάζουν οι ώρες, τα τρένα αρχίζουν χειμερινά δρομολόγια
κι ύστερα δεν ξέρω αν θ’ ακούω για πάντα
εκείνη τη ραγισματιά στη φωνή, εσένα μονάχα ή ένα γράμμα
δίχως καν σκέψη ανταπόκρισης

Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη, χαμένος σε παιδικές χορωδίες
θυμάμαι ένα κλάμα παιδιού όταν οι δρόμοι χαμηλώνουν τα φώτα


Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Από τη συλλογή Δύσκολος θάνατος (1954)

Νίκος Καζαντζάκης



«Νιώθω, πίσω από την τραγική μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου,
την ωραία και αιώνια φύση που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις εφήμερες τραγωδίες μας. Μας καταπνίγει η αγωνία, ασφυκτιούμε, νιώθουμε, όσο ποτέ άλλοτε, την ανάγκη ν’ ανοίξουμε ένα παραθυράκι για να δούμε, σε μια γρήγορη αστραπή, τον ουρανό, τα άστρα, τη θάλασσα, την άνοιξη: αλλά παρευθύς το παραθυράκι ξανακλείνει και μένουμε ξανά αντιμέτωποι με τους σκοτεινούς δαίμονες που μας επιτίθενται.
Να ρίξουμε μια σύντομη και βίαιη ματιά στη φύση, ανάμεσα σε δυο κραυγές αγώνα και αγωνίας, είναι, θαρρώ, ολοένα και περισσότερο μια απαραίτητη φυγή προς ένα χαμένο παράδεισο.
Όμως η ματιά αυτή πρέπει να είναι πολύ σύντομη, γιατί δεν έχουμε πια καιρό να αργοπορούμε με λεπτομερείς περιγραφές.»

*από τις συνομιλίες του με τον Pierre Sipriot, Γαλλική Ραδιοφωνία, 1957

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρείς τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ο,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα

Τίτος Πατρίκιος



Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα
μες στο βιβλίο της ζωής μας το κλειστό,
που κάθε λέξη έχει κλέψει μιαν ελπίδα
κι αντί μελάνι έχει γραφτεί μ' ένα λυγμό...

Και τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες,
και τι ψυχή έχεις κι εσύ να μ' αρνηθείς...
είμαστ' οι δυο μας μες στον κόσμο δυο σταγόνες,
κι εσύ μια θάλασσα ζητάς για να χαθείς...

Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα
που θέλει θάρρος και κουράγιο να γραφτεί,
μα συ τρομάζεις, δεν μπορείς την καταιγίδα
κι αφήνεις πίσω τη σελίδα αυτή λευκή...

Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Στίχοι: Τάσος Σαμαρτζής
Ερμηνεία: Σταμάτης Κραουνάκης

Κ.Π.Καβάφης_Το Πιόνι



Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι,
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά-σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
οι απολαύσεις του κ’ οι αμοιβές του.
Πολλές στον δρόμο κακουχίες βρίσκει.
Λόγχες λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
τα κάστρα το χτυπούν με τες πλατειές των
γραμμές· μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώσει·
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.
Aλλά γλιτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώσει,
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον Άδη.

Κ.Π.Καβάφης – Το Πιόνι (1894)

Ξεφυλλίζοντας (και πάλι) τη σιωπή...


Που βρίσκομαι, ρωτάς;;
Σε μια έρημο και περιφέρομαι άσκοπα.
Σε λίγο θα νυχτώσει και φοβάμαι.
Μου λείπει η σιγουριά της πάχνης στο τζάμι του δωματίου μου.
Μου λείπει το κόκκινο σάλι μου.
Οι πικροδάφνες στους μεγάλους δρόμους.
Οι μενεξέδες στα παρτέρια των πάρκων.
Μου λείπει η φλυαρία της ξεγνοιασιάς μου.
Ο ζεστός καφές παρέα με το φίλο μου.
Τα σοκολατάκια στην παλιά φοντανιέρα της μάνας μου.
Η μαρμελάδα από βατόμουρα.
Μου λείπει η τζανεριά στην άκρη του ακάλυπτου.
Το κλουβί με τα καναρίνια στο αντικρινό μπαλκόνι.
Η γάτα μου, η Μάργκυ.
Τα χαρτιά και τα μολύβια μου
(κι ας μην κατάφεραν ποτέ να δώσουν άσυλο στην ψυχή μου).
Σε μια έρημο βρίσκομαι. Και σε παρακαλώ, μη με ρωτάς γιατί.
Ξέρεις πως είμαι ανίκανη να δίνω εξηγήσεις.
Όμως. Απ ' όλα περισσότερο, θέλεις να μάθεις τι μου λείπει;
Το παραμύθι.
Το παραμύθι πως μια μέρα θα βρίσκαμε μια όαση μαζί!


Έχω ανάγκη από τις μικρές μου εξεγέρσεις.
Τις αποδράσεις από το πλαίσιό μου.
Τις λιποταξίες από τα πράγματα που με καθόρισαν.
Έχω απόλυτη ανάγκη από το γλυκό μου ψέμα
Αλλιώς...
Αλλιώς, πως θ' άντεχα ζωή μου να σ' αγαπώ!


Πάντα φεύγω.
Φεύγω, φεύγω, και πάντα φτάνω εκεί ακριβώς
απ' όπου έχω φύγει.
Μια ατέρμονη, αδιέξοδη φυγή. Σαν λιποταξία.
Μακάρι να μπορούσα κάποτε να φύγω απ' τη φυγή μου.
Μα μου φαίνεται πως είναι πια αργά. Σουρούπωσε...


Αλκυόνη Παπαδάκη


Τί σου είναι η αγάπη τελικά...



Ήσυχη νύχτα, ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια.
Και στη γωνιά του δρόμου κάποιος έπαιζε από νωρίς φυσαρμόνικα.

Δυο κάργιες σε ένα γέρικο κυπαρίσσι, ξενυχτούσαν στολίζοντας τις φωλιές τους με πολύχρωμα γυαλάκια που είχαν μαζέψει από τα σκουπίδια.

-Τί κάνουν οι άνθρωποι εκεί κάτω κι αντί να στολίζουν τις φωλιές τους τρέχουν συνεχώς; Τι ψάχνουν; ρώτησε η μία, ενώ καθάριζε με προσοχή το λαιμό ενός σπασμένου μπουκαλιού.

-Α! το κομματάκι που λείπει από την ψυχή τους ψάχνουν. Και τρέχουν. Και κολλούν ό,τι βρεθεί, στη θέση του, προσπαθώντας να παραστήσουν την εικόνα που ονειρεύτηκαν. Κι όλο βρίσκουν κάτι παράταιρο που δεν κολλάει. Κι όλο η εικόνα παραμορφώνεται. Κι όλο το όνειρο χάνεται. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Μην ασχολείσαι!
-Κι αυτός εκεί, τόση ώρα στη γωνιά παίζει φυσαρμόνικα;

-Άστον αυτόν. Μαδά τ’ όνειρό του και ταΐζει τα σκυλιά.

Αλκυόνη Παπαδάκη

Να 'ρθει μια θάλασσα...



Κρίμα που έφυγες προτού νυχτώσει
Θα τα προλάβαινες τα οριστικά
Χτυπάει η φύση όποιον προδώσει
Άνθραξ ο άνθρωπος κανονικά

Να ρθει μια θάλασσα να μας σκεπάσει
Υγρή, ζεστή μου αγκαλιά
Μονάχα αυτή τον έρωτά μας θα σωπάσει
Μονάχα αυτή και τα φιλιά

Κρίμα που έφυγες προτού χαράξει
Φιλιά θα χάραζα παντοτινά
Έμεινε ο έρωτας στην ίδια τάξη
Κι όλα κριθήκανε μηδαμινά

Να ρθει μια θάλασσα να μας σκεπάσει
Υγρή, ζεστή μου αγκαλιά
Μονάχα αυτή τον έρωτά μας θα σωπάσει
Μονάχα αυτή και τα φιλιά

Μουσική, στίχοι :Σταμάτης Κραουνάκης
Πρώτη εκτέλεση : Δάφνη Λέμπερου, σπείρα-σπείρα

ΣΑΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ



Έχει ο καθένας μας, πέρα απ’ το φθόνο
έναν άνθρωπο, για τον εαυτό του και μόνο
άυλον άνθρωπο – που του απλώνει φυλλωσιά
χωρίς να ’ναι δέντρο ή ομπρέλα, μοναχά δροσιά.

Τον κρατάει κρυφόν από τον κόσμο, αλλά
ο ίδιος τις νύχτες τον αγγίζει απαλά
κι ας είναι άυλος· όμως μεσουρανεί
στα χαρούμενα όνειρα, σε χρώμα ουράνι.

Γιατί ο άυλος στ’ όνειρο γίνεται υπαρκτός
πιάνεις το σώμα του, τα στήθη, εκτός
αν χάσεις ποτέ το αόρατο νήμα·
θα μείνεις μόνος, με τα δάκρυα και τη ρίμα.


Γιάννης Βαρβέρης, Πεταμένα Λεφτά, Κέδρος 2005