Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Μια ψυχή, μια μοναχική διήγηση...



Όταν κατάλαβα πως δεν μπορούσα να αλλάξω τον κόσμο, είπα: 
εντάξει, θ' αλλάξω τον εαυτό μου! 
Πολύ το διασκέδασα που την πάτησα κι εκεί. 
Τελικά σκέφτομαι, προς το παρόν δηλαδή γιατί πάντα το ψάχνω, επανάσταση είναι 
να 'χεις τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά, 
να επιμένεις ν' αγαπάς τη ζωή 
και να φροντίζεις 
να μην τη μολύνεις με το πέρασμά σου!
  



...παράξενος κόσμος



Σε αδιέξοδο μπήκα στη ζωή, με μια φιγούρα σαν τη νύχτα σκοτεινή
...σπίρτο στον άνεμο η κάθε μας στιγμή.
Το τρένο που μας πήρε δεν έπιανε σταθμό, ταξίδευε αλύπητα χωρίς προορισμό
...γλίτωσα πηδώντας στο κενό.

Ένας φίλος μου θυμάμαι -για να ισορροπεί-
κράταγε ίση απόσταση απ' την τρέλα και τη λογική.

Παράξενος κόσμος, δύσκολη ζωή, κάποτε με τρόμαζε η απόρριψη
τώρα αλλάξανε οι καιροί,
τώρα δε μου καίγεται καρφί.

Ήσυχος άνθρωπος μ' ανήσυχο μυαλό, πρέπει στα θέλω μου να επιβληθώ
...η μάσκα που φοράει το ψέμα, το κάνει ακαταμάχητο
Θέλω ν' αγγίξω με τα χέρια μου ουρανό, μέσα απ' τις στάχτες μου να ξαναγεννηθώ
....ανεμόμυλους δεν θέλω πια να κυνηγώ.

Το διάβολο λένε, τον έφτιαξε ο Θεός
για νά 'χει κάποιον να παιδεύεται κι αυτός.

Παράξενος κόσμος, δύσκολη ζωή, κάποτε με τρόμαζε η απόρριψη
τώρα αλλάξανε οι καιροί,
τώρα δε μου καίγεται καρφί!

...δε θα σ΄αφήσω να τρελάνεις κι εμάς!


Καράσκο: "Αν εσύ είσαι τρελός, εγώ δε θα σ΄αφήσω να τρελάνεις κι εμάς. Τη ζωή πρέπει να τη βλέπουμε όπως είναι πραγματικά." 

Θερβάντες: "Όπως πραγματικά είναι... Ξέρεις πόσα χρόνια περιπλανιέμαι στην πραγματικότητά σας; Ξέρεις πόσες φορές έχω δει τη ζωή όπως είναι πραγματικά; Τόσες όσες δεν μπορείς να φανταστείς. Πόνος, εξαθλίωση, πείνα και απίστευτη σκληρότητα. Είδα ανθρώπους να ταπεινώνονται τόσο, που να αναρωτιούνται γιατί γεννήθηκαν. Είδα φίλους μου να πεθαίνουν μέσα στην απελπισία. Ξέρεις τι έβλεπα στο βλέμμα τους την τελευταία τους στιγμή; Σύγχυση. Μια τεράστια απορία πλανιόταν στα μάτια τους, γιατί; Δεν νομίζω ότι ρωτούσαν γιατί πεθαίνουν, αλλά γιατί έχουν ζήσει... 
Όταν η ίδια η ζωή είναι τόσο παράλογη, ποιος μπορεί να πει τι είναι τρέλα και τι είναι λογική; Ίσως τρέλα μπορεί να είναι, το να εγκαταλείπουμε τα όνειρά μας. Να γινόμαστε πρακτικοί, νομίζοντας ότι μπορούμε να δούμε την "πραγματικότητα". Ίσως αυτό να είναι τρέλα. Να ψάχνουμε θησαυρούς εκεί που σωρεύονται σκουπίδια. Ίσως η πολλή λογική να είναι τρέλα. Και τι μεγαλύτερη τρέλα απ' όλες, να βλέπεις τη ζωή όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι."

(Δον Κιχώτης)


Οι Αναλφάβητοι του έρωτα

Θα χανομουνα χωρις αυτη τη ζωη , 
χωρις τη σιγουρια οτι εκεινο που ηθελα το εκανα 
κι αν ηθελα, παλι θα το ξανακανα. 

Η ιδεα και η εντυπωση ειναι τα μονα που μετρουν. 
Η επιγνωση της κατωτεροτητας και της λειψης σου φυσης ειναι οι μονοι εφιαλτες. 
Η σιγουρια φτανει για να σε κανει πιο ηρεμο, ακομα κι αν ειναι μια σκετη ουτοπια. 

Η δυναμη ειναι μια ιδεα ,ολα ειναι μια ιδεα. 
Τιποτε δεν εχει την αληθινη του υποσταση και μπορει να μην υπαρχουν αληθινες υποστασεις μεσα σε ανθρωπινες ψυχες. 

Το μυαλο ειναι εκεινο που φταχνει τα παντα και μονο του παλι τα χαλα. 

Μεσα στο μυαλο μου εχω πια την σιγουρια 
οτι μπορω να ειμαι ελευθερη μολις το θελησω. 
Μεσα στο μυαλο μου εχω τη δυναμη να καλοσωρισω την καθε μονοτονη μερα. 
Μεσα στο μυαλο μου βρισκω την δυναμη να ανεβω την ανηφορα χωρις να υποφερω. 

Ειμαι εγω και ειμαι ζωντανη και αυτοφωτη σαν ηλιος. 

Και απο τιποτα πια δεν εχω αναγκη, 
αφου δοκιμαστηκα στα γραναζια της ζωης και της περιπετειας. 
Αφου εμαθα τις αληθινες αξιες κι εδωσα αξια στον εαυτο μου. 

Ειμαι ελευθερη και μοναδικη. 

Μπορεσα,μπορεσα! 
Ξυπνω πια το πρωι και φωναζω, "μπορω" γιατι το ‘χω πιστεψει πως ολα τα μπορω. 
Κι ειναι αληθεια. 
Ειμαι παντοδυναμη και κανεις δεν μπορει να μου κλεψει ολες τις ομορφες στιγμες που τολμησα να ζησω. 

Οχι,δεν εχω ενοχες. 

Η απολυτη ευτυχια κι η γνωση εκεινου που ζητας δεν σου αφηνει ποτε ενοχες. 

Ενοχες σου αφηνουν ολα εκεινα που δεν εζησες, οχι γιατι δεν μπορεσες, αλλα γιατι φοβηθηκες την δυναμη τους, την μαγεια τους. 
Ολη εκεινη την μαγεια που μια ζωη αναζητας κι οταν σου πεφτει στο κεφαλι σαν ευλογια, την αρνεισαι χωρις ουσιαστικο λογο παρα μονο επειδη δισταζεις να πας παραπερα, να δεις τι γινεται μεσα απο το συνορο που σ’ εχουν φυλακισει. 

Κι οταν περνουν τα χρονια και οι εποχες, και τιποτα δεν μπορει να σταματησει την ανελεητη φθορα, θυμασαι,σκεφτεσαι και σε πιανουν ολοι οι φοβοι, ολες οι απελπισιες. 

Γιατι ειναι αναγκη να εισαι δυνατος. 

Μονοι γεννιομαστε ,μονοι πεθαινουμε 
και τιποτα δεν μας μενει περα απο τις στιγμες που ζησαμε. 
Τις ομορφες. 
Ολες εκεινες που ξεπερασαν για λιγο την μιζερια και την θλιψη, ολες εκεινες που ταυτιστηκαν μαζι μας, που ανηκουν πια μονο σε μας. 

Επειδη πανω απ’ολα,θελει τολμη η ζωη, θελει πολλα κοτσια η ευτυχια. 

Κι η μοιρα δεν ειναι κατι απλο κι ουδετερο,αλλα κατι που πλαθεται οπως το θες . 
Ειμαι ετοιμη να γερασω με τον αντρα που αγαπω, αλλα ειμαι καθε φορα προετοιμασμενη να βουτηξω στις προκλησεις και τις ηδονες, στα κυματα της ζωης και ο,τι πηγαινει μαζι της. 
Γιατι μεσα απ’ολα αυτα ενα, καταλαβα. 
Οι δυστυχιες που ερχονται παλευονται. 
Οι ευτυχιες που δεν λενε να φανουν ειναι εκεινες που γινονται οι εφιαλτες μιας ζωης. 

Ολες εκεινες μικρες σπιθες που μας δινονται ετοιμες, ολοζωντανες καθε μερα και τις αφηνουμε να χαθουν σαν να μην υπηρξαν ειναι τα απωθημενα που δεν θα μας αφησουν να γερασουμε με αξιοπρεπεια. 

Θεε μου, δωσ’μου τις δυστυχιες που μου αναλογουν ,αφου δεν γινεται αλλιως,αλλα βοηθησε με να αξιωθω κι ολες τις ευτυχισμενες ωρες που αιωρουνται σαν αστρα πανω απο το κεφαλι μου. 

Να ζησω τον χρονο μου ,να τον ποτιστω μεχρι την πιο μικρη μου ινα,να μπορεσω να γινω ενα μαζι του. Να εχω συντροφισσες ομορφες στιγμες ,να ξερω πως εζησα, να μετανιωνω για κεινα που εκανα και να ψαχνω να βρω κι αλλα να κανω. 

Οι στιγμες, οι ωρες και τ’ αγγιγματα, η αναστατωση κι οι κομποι στο στομαχι, το βαρυ στο στηθος απ’τον πανικο της ευτυχιας, η απολαυση του κορεσμου και της σοφιας, το κυμα μεσα στο κεφαλι μου, η τρικυμια που δεν λεει να κοπασει, ο φοβος για το υστερα, για το μετα, οι ευωδιες των χυμων και οι επιλογες. 

Να η ζωη! 
Να η ζωη, φωναζω μ’ οση δυναμη μου απομενει. 
Μα ειναι λιγη και πολυτιμη κι ειναι δικη μου, μονο δικη μου σαν τον αερα που ανασαινω. Δεν θ’αφησω να μου την παρει μητε ανθρωπος, μητε Θεος. Κι ευχομαι ολες οι αναστολες κι οι δισταγμοι μου να ξεκινουν μονο απο αγαπη. 
Αγαπη για κατι αλλο πιο βαθυ, πιο ωραιο. 

Γιατι, τελος, και το γηρας ειναι ωραιο και παντου μεσα του μπορεις να βρεις ολες εκεινες τις αναλαμπες που σημαινουνε ζωη. 
Κι ολα ειναι ομορφα απο κοντα, οταν τα ζεις. 
Μα σε τουτο το γηρας καλο ειναι να μην μενεις μονος σου. 
Κι ειναι αληθεια αυταποδεικτη, πως το μονο που μπορει παντα να σε συνοδευει,  το μονο που για παντα μενει 
ειναι μια, δυο, δεκα, εκατο -ξερω κι εγω ποσες;- ομορφες στιγμες.


Ευα Ομηρολη

Θεέ μου, τι δεν μας περιμένει ακόμα!

“Έχουμε μέσα μας μια άλλη Ζωή, η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε, 
αυτή η άλλη Ζωή μέσα μας δεν έχει ζήσει”





Όνειρο σημαίνει
να μην υπάρχουν σύνορα
κι οι βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους.
Ελεύθερα να μπαίνεις σ’ άνθρωπο
κι ούτε τις ει, ούτε τις οίδε.

(από το “ΣΥΝΔΡΟΜΟ”)

Ζητεῖται Ἐλπίς


Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ. Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε. Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα. Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. 
«Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα. Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια. «Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης. 
Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι. Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: 
«Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.» 
Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»: 
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C. ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον... ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν... 
Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του. Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε δ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο... Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη. Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς! Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς... Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως. Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση... Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές. Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του. Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,... Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα... Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία! Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες. Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε. Πῆρε ἕνα πακέτο. Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα. Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρὸς· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος: Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς! Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει: - Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς! Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους. Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν. Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»... ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή... ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον... ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει... ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς... Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του: ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο...

Μαρία Νεφέλη




Μ.Ν.: Περπατώ μες τα’ αγκάθια μες τα σκοτεινά σ’ αυτά  που’ ναι να γίνουν
Και  στ’ αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη άμυνα τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.

Α.: Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό.
Ν΄ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια
και μια παλιά καμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα.
Είναι χλωμή και ωραία. Μα να της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου.
Σαν να γίνεται κάτι αλλού - που μόνο αυτή το ακούει και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί.
Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν.: Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου έλεγε "θυμάσαι;"
Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροετοίμαστη.
Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου.
Έλεγα "μπα, θα συνηθίσω".
Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα και άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή.
Αλλά φαίνεται, το παράκανα. Επειδή - δεν ξέρω - κάτι παράξενο γινόταν στο τέλος
Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή.
Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει...

Α.: Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτάδες -έτσι μου 'λεγε.
Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα,
πηδήσαμε απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου.
Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.
Μ.Ν.: Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.
Α.: Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην
πέτρα. Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν.: Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την ιδία πέτρα.
Κοιταζόμασταν μες’ απ' την πέτρα.
Α.: Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Μ.Ν.: Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.
Α.: Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι αξία!
Μ.Ν.: Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.
Α.: Ποιος να σ' αφήσει;
Μ.Ν.: Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.
Α.: Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.
Μ.Ν.: Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα
κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα...
Α.: Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα.
Και μαζί μ' αυτήν και τ' όνομά της.
Μ.Ν.: ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέσα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...
Α.:  Έλειπε... Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.
Μ.Ν.: ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

Α.: Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.
Μ.Ν.: Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε όλο φως και ζέστη
και μικρά πέτρινα σκαλιά. Θα περνάνε στο δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά
όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες.
Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες σε μικρά μπαλκόνια
να ποτίζουν τα λουλούδια τους.
Α.:  Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω, μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας.
Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι ασημένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά.
Θα φάνουν οι δρόμοι πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι φανταζόμασταν.
Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση.
Και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.
Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα.
Οι ψυχές επάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Μ.Ν.: Έχω σηκώσει χέρι καταπάνω στα βουνά τα μαύρα και τα δαιμονικά του κόσμου τούτου.
Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την έχω κυλήσει στο πάτωμα.
 Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ούτε ένα κουρέλι
να το κρύψουμε βαθιά στα πράγματά μας και να το λησμονήσουμε.
Ποιος ακούει; Ποιος άκουσε;
Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;
Ένα κορμί μου μένει και το δίνω.
Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι  ξέρουν, τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλίπες
Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα κι από κολύμπι...
Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!

Α.:  Έχω σηκώσει χέρι καταπάνω στα δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα
κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα, στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Μ.Ν.: Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα.

...το άρωμα μιας λέξης




Σε είδα μέσα σε μια γκρίζα παγωμένη λίμνη, 
να τριγυρνάς με τη βάρκα σου.
Μου φάνηκες λυπημένος.
Είπα να κάνω την ψυχή μου νούφαρο,
να ομορφαίνει τη λίμνη σου.

Δε φαντάστηκα πόσο άγρια χτυπούσαν τα κουπιά σου...

Διάλογος ανάμεσα σ' εμένα και... σ' εμένα





Σο επα: - Λύγισα.
Κα
επες: - Μ θλίβεσαι. πογοητεύσου συχα. 

ρεμα δέξου ν κοιτς σταματημένο τ ρολόι. 
Λογικ πελπίσου πς δν εναι ξεκούρδιστο,
τι τσι δουλεύει δικός σου χρόνος. 
Κι ν αφνης τύχει ν σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μ ριψοκινδυνέψεις ν χαρες.  κίνηση ατ δν θά ναι χρόνος. 
Θά ναι κάποιων λπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή, νηφάλια ατοεκθρονίσου π τ χίλια σου παράθυρα…
γι να μήπως τ᾿ νοιξες; 
Κι ατοξεχάσου εχαρις. 
,τι εχες ν πες, γι τ φθινόπωρα, τ κύκνεια, 
τς μνμες, δρορος τν ρώτων, 
τν λληλοκτονία τν ρν, 
τν γαλμάτων τν φερεγγυότητα, 
,τι εχες ν πες γι᾿ νθώπους πο σιγ-σιγ λυγίζουν... τ επες.


Μια ψυχή, μια μοναχική διήγηση




Πς σουνα χθρός μου, δν τ ξερες ο λέξεις σου τ επαν.
Σ᾿ κενες πούλησε ρωτας τ σεισμό του
κι ρθε στ πιφάνεια τι δ μ᾿ γαποσες..

Χαμένα πνε ντελς τ λόγια τν δακρύων.
ταν μιλάει ταξία τάξη σωπαίνει -χει μεγάλη περα χαμός.
Τώρα πρέπει ν σταθομε στ πλευρ το νώφελου.
Σιγ σιγ ν ξαναβρε τ λέγειν της μνήμη
ν δίνει ραες συμβουλς μακροζωϊας
σ ,τι χει πεθάνει.

χει σχεδν πικρατήσει φωτογραφία σου.
Μέρα τ μέρα πείθει πς τίποτα δν λλαξε
τι σουν πάντα τσι, π χαρτ
κ γενετς φωτογραφία σ συνάντησα
νέκαθεν πς τσι σ᾿ γαποσα γυρολόγα
π εκόνα σ πεικόνιση
κι π πεικόνιση σ εκόνα σου ρκέστηκα.
μόνος ξιόπιστος μάρτυρας τι ζήσαμε εναι πουσία μας.

...μία ήττα, καθαρή ήττα





Δεν μου ήταν ποτέ εύκολο να συνεννοηθώ με άνθρωπο.

Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο διαφορετικοί από 

εμένα. 

Αυτό βέβαια ήταν πολύ αφελές από τη μεριά μου, αλλά και πολύ χρήσιμο. 

Γιατί με είχε σε μια μόνιμη ταραχή, σε μια διαρκή 

διαμαρτυρία και σ' ένα πολύ γόνιμο παράπονο... 


Από την άλλη, είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε απολύτως! 


Εμπόδισε δηλαδή τη ζωή μου να πάρει το δρόμο της. Υπέμεινα πράγματα τα 


οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας ότι θα 

πίκραινα, ότι θα πείραζα, ότι θ' αναστάτωνα των άλλων τη ζωή. 

Αυτό ήταν μία ήττα. Καθαρή ήττα.






Έτσι άρχισα ν’ αγαπώ εκείνους που υποφέρουν*



Τη ζωή μου θα “θελα να τη γράψω τραγουδώντας, ξεκούρδιστη όμως η κιθάρα μου και η φωνή μου βραχνιασμένη… Βέβαια, καλύτερα να τραγουδάς άσχημα παρά να κλαις ωραία, μα τι να κάνω; Να ζητήσω τη βοήθεια του Πανάγαθου; Έτσι έκανε η παραμάνα που με βύζαξε: έκλεινε την πόρτα, άναβε το καντήλι, με ξάπλωνε στο κρεβάτι κι άρχιζε την προσευχή. «Κύριε, σώσε την ψυχή μου, δώσε μου την υγεία, τον άρτο τον επιούσιο, το κρασί το νερό τ' αλάτι, και μη ξεχάσεις το πιπέρι». Γύριζε σε μένα: «Ιγνάτιε, ξαναπές το». Εγώ το ξανάλεγα και κείνη συνέχιζε: «Κύριε, κράτησέ με μακριά από πειρασμούς, από θανάσιμα αμαρτήματα, από την όψιμη πείνα κι απ” τους κακούς γειτόνους». Εγώ το ξανάλεγα, και κείνη: «Κύριε, η νύχτα είναι μεγάλη, μη μ’ αφήνεις μόνη. Έτσι κι έρθει ο διάβολος, θα κλέψει το παιδί μου». Το ξανάλεγα κι έτρεμα.
Μια ώρα, δυο ώρες με προσευχές  ο άνεμος έμπαινε σαν τη σαΐτα από τις χαραμάδες κι ο γάτος στη γωνιά μιαούριζε παραπονιάρικα. Οι προσευχές εκείνες σπαρταράνε ακόμα στη μνήμη μου. Συνέχισα να τις επαναλαμβάνω κάθε βράδυ, χωρίς να πιστεύω πως θα φτάσουν στον ουρανό, ούτε πως το ψωμί και τη δουλειά τα στέλνει ο Κύριος. Νόμιζα πως μιλούσα στα πουλιά. Δεν υπήρχε όμως άλλος τρόπος να με πάρει ο ύπνος, έπρεπε να πω τις προσευχές εκείνες και ύστερα να σταυροκοπηθώ. Ήταν σα να μου είχε κολλήσει κάποιο κακό συνήθειο.[....]

Άρχισα στα δεκαπέντε: ήμουν όμορφος στα δεκαπέντε, πίσω απ’ τον πάγκο του μπακάλικου, παιδί για θελήματα, χτενισμένος όμως με τη μόδα και με άσπρη ποδιά. Άρεσα στις γυναίκες. Μπαίνανε στο μαγαζί: «Εκατό γραμμάρια τυρί». Έκοβα το τυρί, έκοβα το σαλάμι κι έκοβα τα χέρια μου. Έχω ακόμη τα σημάδια. Κοίταζα τις κυρίες, όχι το μαχαίρι. Λάθευα στο βάρος και στο μέτρο. Στα χρόνια εκείνα για να βρεις γυναίκα, έπρεπε να “χεις αρματωμένους εφτά καραμπινιέρους για περίπολο.[...]

Τoν μήνα του μέλιτος τον πέρασα με μια γριά θρήσκα που έβλεπε οράματα. Την ηλικία δε σας τη λέω. Πόσα πράγματα δε μπορούμε να πούμε! Ούτε ότι ήταν παρθένα. Οι λέξεις φτάνουνε μέχρι το στόμα, μασημένες, κι ύστερα γλυστράνε στην κοιλιά. Την έλεγαν Δόννα Ευτυχία, ένα όνομα για ευχές. Ερχόταν με ακρίβεια, τα μεσάνυχτα, σαν ξυπνητήρι και με μια οικογενειακή φίλη στην αγκαλιά: τη γάτα. Εγώ στεκόμουν πίσω απ’ την πόρτα, άκουγα το μιαούρισμα και άνοιγα. Η γάτα ήταν η ρουφιάνα αλλά δεν το ήξερε. Πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να δίνουν λογαριασμό για τα όσα κάνουν; Ότι ο νόμος τις καταδικάζει; Ότι ο άντρας αν τις πιάσει τις σκοτώνει; Ανάμεσα στις γάτες δεν υπάρχουν αυτές οι μπερδεψιές. Ούτε γίνονται εγκλήματα για λόγους τιμής. Δίνουν ραντεβού στις στέγες, η γάτα καταφθάνει με βήματα μετρημένα, ήρεμη: αστροφεγγιά στον ουρανό! Ο γάτος την περιμένει, νοτίζει τα μουστάκια του με τη γλώσσα, σηκώνει τη φούντα της ουράς και κάνει ουράνιο τόξο. Η γάτα ήταν συνένοχος δίχως να το ξέρει, επειδή, περνώντας το δρόμο η Δόννα Ευτυχία, αν τύχαινε να συναντήσει κάποιον, τη δικιολογία την είχε έτοιμη: μου ‘φυγε η γάτα. Πήραν τα μυαλά της αέρα! Και τη χτυπούσε με το δάχτυλο στο κεφάλι. Ο περαστικός το πίστευε: εκείνη συνέχιζε να μαλώνει τη γάτα και ύστερα έμπαινε. Έμπαινε με τη γάτα. Η γάτα, σε ξένο σπίτι, μιαούριζε, τρόμαζε τα ποντίκια. Περισσότερο όμως τρόμαζα εγώ. Μην ξεχνάτε ότι η Δόννα Ευτυχία ήταν οραματιζόμενη. Έβγαζε τα ρούχα της, έσβηνε το φως και κουβέντιαζε με τους άγιους. Ένας διάλογος με μια φωνή. Τα λόγια δε μπορούσες να τα καταλάβεις. Μου 'λεγε πως ζητούσε συγχώρεση απ’ τα πλάσματα τ’ ουρανού, πως ήταν θανάσιμο αμάρτημα να σκανδαλίζεις ένα παιδί. Η συγχώρεση της παραχωρούνταν κάθε βράδυ. Το ίδιο και σε μένα. Εκείνη το έλεγε και με τα χέρια μου έκανε το σημείο του σταυρού. Μου έδινε την άγια ευλογία.[...]

Τις πρώτες ανακαλύψεις, τις έκανα μικρό παιδί, χωρίς σχολειά και δάσκαλους. Δεν έκανα κριτική, δεν προχωρούσα σε βάθος. Περίμενα να πήξει το μυαλό μου. Όταν ο πατέρας μου, έλεγε: «Όποιος σπλαχνίζεται τους άλλους ρίχνει τη σάρκα του στους σκύλους», δεν καταλάβαινα το νόημα που είχαν τα λόγια εκείνα. Έλεγε ακόμη: «Έμεινα ορφανός και ποτέ κανένας δε μου ‘δωκε ένα κομμάτι ψωμί. Μ’ ανάστησε η μάνα μου με την ανάσα της». Ο πατέρας μου ήταν αγράμματος, κι εγώ αργότερα κατάλαβα πως τα βάσανα διαστρεβλώνουν τα αισθήματα και αποχτηνώνουν τον άνθρωπο. Έβλεπα την αδικία χαραγμένη στα πρόσωπα των φτωχών, στα γυμνά πόδια κάθε μικρού παιδιού, στη ζωή των μεροκαματιάρηδων που ξεκινούσανε χαράματα μ’ ένα ξεροκόμματο κι ένα κρεμμύδι, και γύριζαν τ’ απόβραδο σέρνοντας τα ποδάρια. Θυμάμαι: μπήκε στο μαγαζί ένας άντρας και μου ζήτησε ένα άδειο κουτί. Δεν τον κοίταξα στο πρόσωπο, γιατί διαφορετικά θα καταλάβαινα. Τον είδα ύστερα να περνάει με το κουτί στο κεφάλι. Κουβαλούσε στο κοιμητήρι ένα κοριτσάκι. Ήταν ο πατέρας: ένας νεκρός που συνόδευε μια νεκρή.
Έτσι άρχισα ν’ αγαπώ εκείνους που υποφέρουν.

*Ο ποιητής ανάμεσα στους ανθρώπους_Ignazio Buttitta (1899–1997)