Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Όλα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν

ΙΩΝ: Ακόμη και το θρόνο να πάρω θα βρω μίσος από τους υπηκόους. Και αν δείξω δύναμη, ξέρω, τους μισούν τους καλύτερους. Οι άξιοι, όσοι είναι, και ξέρουν και σκέφτονται και μακριά από τα αξιώματα μένουν περήφανοι, αυτοί θα γελάσουν μαζί μου- θα με πουν άμυαλο, αν θελήσω να βάλω τάξη σε πόλη ανάστατη. Οι άλλοι οι δυνατοί, όσοι έχουν αξιώματα, και αυτοί θα με εμποδίσουν, με την ψήφο τους ενάντια μου θα πάνε αν μπω μπροστά τους, έτσι γίνεται συνήθως... όσοι έχουν εξουσίες και αξιώματα τους μάχονται τους καλύτερους.

Η εξουσία πατέρα, που άδικα την δοξάζουν, γλυκιά είναι από έξω, αλλά το μέσα της είναι μαύρο. Ποιός μπορεί να είναι ευτυχισμένος μέσα στην υποψία και στο φόβο;

Απλός πολίτης θάθελα να 'μαι καλύτερα, παρά άρχοντας, σαν και αυτούς που προτιμούν τους πονηρούς για φίλους και όχι τους καλούς, γιατί τους θεωρούν απειλή.
Θα μου πεις πως το χρυσάφι τα σκεπάζει αυτά και ο πλούτος είναι όμορφος; Εγώ δεν θέλω να με κακολογούν ότι τα χέρια μου τα έχω απλωμένα στην περιουσία σου και να έχω προβλήματα. Καλύτερα λίγα να έχω, χωρίς έγνοιες.

Να σου πω τα καλά που έχω τώρα, εδώ, να καταλάβεις; Την ησυχία μου έχω. Το κυριότερο. Και καμιά έγνοια. Και από τον δρόμο τον καλό κανένας κακός δεν με σπρώχνει.

Αβάσταχτος είναι ο παραμερισμός στην άκρη για να περάσει ο χειρότερος.



(απόσπασμα) Ευρυπίδη ΙΩΝ_418 π.Χ.

ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ



ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΙΒ΄

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει·
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη·
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά,
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.


Γιώργος Σεφέρης

Το ταξίδι που λέγαμε...



-Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! μου είπε κάποτε ένας εραστής μου.
-Αμέ! Υπάρχει... Οι πεταλούδες! του απάντησα.

Μπάτε σκύλοι αλέστε...

- Ελα δω, ραγιά, που σε διατάζω.
- Και ποιος είσαι του λόγου σου, που λες ραγιά. Ελα συ εδώ.
- Κύριός σου είμαι. Ομολογιούχος. Πέσε!
- Και για ποιόνε με πήρες; Για Ελληνικό Κράτος;
- Πού το βρήκες το Ελληνικό Κράτος; Εμείς οι ξένοι είμαστε κράτος.
Κράτη εν κράτει, ομολογιούχοι, Ούλεν, Πάουερ, διομολογήσεις, ετεροδικίες, "σύμβουλοι"...
- Κι από μένα τι ζητάς;
- Να πλερώσεις!
- Τι να πλερώσω; Δεν ξέρω τίποτα.
- Ξέραν οι πρόγονοί σου πριν από εκατόν τριάντα χρόνια... Εθνικοί άνδρες ήσαν, εθνικά δάνεια κάνανε χάρις σ' εμάς τους... φιλέλληνες!
- Ποια δάνεια; Τα πλερώσαμε δέκα φορές ως τώρα. Μας χρεώνατε χίλιες λίρες και μας δίνατε στο χέρι εκατό. Οχι μονάχα μια φορά. Πάντα! Τρεις το λάδι τρεις το ξύδι κι έξι το λαδόξυδο. Η προμήθεια, τ' ασφάλιστρα, τα χρεώλυτρα, οι μεσιτείες, οι προκαταβολές των τόκων τρώγανε τη μάννα. Μ' αυτά τα πρώτα δυό "εθνικά δάνεια" φέρατε την Ελλάδα στα "πρόθυρα της καταστροφής".
- Δε σηκώνω κουβέντες. Πλέρω και βιάζομαι...
- Να κάνεις τι;
- Αμ' το ξέρεις από άλλοτες και συ κι οι όμοιοί σου... Η τιμή είναι ανώτερη από κάθε αδυναμία... Μπορείς δε μπορείς, πρέπει να μείνεις τίμιος... Υπόγραψες, νεαρέ μου, και θα τα "κυλίσεις"!
- Και το αίμα που εμείς χύσαμε για σας; Είναι φτηνότερο από το δικό σας το χρυσάφι, που δε μας το δίνατε κιόλας; Για τη δικιά σας την αυτοκρατορία και τα δικά σας τα πετρέλαια και για τα δικά σας τα κεφάλαια χύσαμε το αίμα μας, στην Ουκρανία, στη Μικρά Ασία, στην Αφρική... Και στον τόπο μας! Τι ζητάτε τώρα από τους πεθαμένους;
- Πλέρω!
- Δεν έχω!
- Εχεις και παραέχεις. Οταν μπορείς να πετάς τα λεφτά σου από το παράθυρο, θα πει πως έχεις!
- Δε μούμεινε λάδι.
- Θα σφίξουμε λιγάκι το μάγγανο και θα βγάλεις. Θα βγάζεις, όσο και να σε στίβουμε. Κι όσο περισσότερο σε στίβουμε και βγάζεις, τόσο περισσότερο γίνεσαι άγγελος της ελευθερίας, διότι δεν σου μένει... κουκούτσι να νογάς τι σου γίνεται και τι σου μέλλεται.
- "Ουκ, αν λάβεις παρά του μη έχοντος".
- Θ' αγοράζεις ψωμί και θα το τρώω εγώ με τους εμμέσους φόρους. Πού θα μου πας; Και άκουσ' εδώ ένα πράγμα.
Αν δεν βάζαμ' εμείς όλα μας τα δυνατά η δικιά σας η ολιγαρχία θα είχε εξαφανιστεί. Αυτή μας χρωστάει και την ύπαρξή σου!
- Τη δικιά μου;
- Και βέβαια! Από σένα θα πάρει για να δώσει σ' εμάς. Η μια ολιγαρχία στην άλλη... Ετσι γίνεται πάντα. Οι λαοί δίνουν και το αίμα και το χρήμα κι οι ολιγαρχίες παχαίνουν...
- Φεύγεις ή δε φεύγεις;
- Κουτέ! Οσο μακρύτερα φύγω, τόσο περισσότερο θα τρέχεις για να με πλερώσεις... Δούλε!

Χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη