Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

"Η Ντροπή της Ευρώπης"

Είσαι πολύ κοντά στο χάος, γιατί δεν συμμορφώθηκες πλήρως στην αγορά
κι απομακρύνεσαι απ' τη χώρα, που ήτανε κάποτε λίκνο για σένα.

΄Ο,τι με την ψυχή ζητούσες και νόμιζες πως είχες βρει
τώρα σαν κάτι περιττό αποβάλλεις και το πετάς μες στα σκουπίδια.

Ολόγυμνη σαν οφειλέτης διαπομπεύεται, υποφέρει η χώρα εκείνη
που έλεγες πως της χρωστάς ευγνωμοσύνη.

Στη φτώχεια καταδικασμένος τόπος, τόπος που ο πλούτος του
τώρα στολίζει τα μουσεία: λάφυρα που έχεις τη φροντίδα Εσύ.

Κείνοι που χίμηξαν με την ορμή των όπλων στη χώρα την ευλογημένη με νησιά
στολή φορούσαν και κρατούσαν τον Χέλντερλιν μες στο γυλιό τους.

Καμιά ανοχή πλέον δεν δείχνεις στη χώρα που οι συνταγματάρχες
υπήρξαν σύμμαχοι ανεκτικοί.

Χώρα που ζει δίχως το δίκιο, μα με εξουσία που επιμένει πως έχοντας αυτή το δίκιο
ολοένα σφίγγει κι άλλο το ζωνάρι.

Σε πείσμα σου η Αντιγόνη μαυροφορεί - σ' όλη τη χώρα
πενθοφορεί και ο λαός της που κάποτε σ' είχε φιλοξενήσει.

Μα οι ακόλουθοι του Κροίσου έχουν στοιβάξει έξω απ' τη χώρα,
στα θησαυροφυλάκιά σου, ό,τι σαν μάλαμα αστράφτει.

Πιες, επιτέλους, πιες, κραυγάζουν επίτροποι σαν μαζορέττες
μα ο Σωκράτης σού επιστρέφει γεμάτο πίσω το ποτήρι.

Σύσσωμοι, ό,τι σου ανήκει, βαριά θα ρίξουν την κατάρα
θεοί, αφού η θέλησή σου ζητά ξεπούλημα του Ολύμπου.

Χωρίς του πνεύματος τροφή, τότε κι εσύ θα καταρρεύσεις
δίχως τη χώρα που ο νους της, Ευρώπη, εσένα έχει πλάσει.


Günter Grass*

*Ο Günter Grass θεωρείται (και είναι) ο μεγαλύτερος εν ζωή συγγραφέας και ποιητής της Γερμανίας. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ του 1999, το τελευταίο του 20ου αιώνα. O μεγάλος αυτός λογοτέχνης και διανοητής έγραψε ένα καινούργιο ποίημα με τίτλο "Η Ντροπή της Ευρώπης". 
 **σε μετάφραση του ποιητή Γιάννη Ευθυμιάδη και της μεταφράστριας Σοφίας Γεωργαλλίδη.

Οδυσσέας Ελύτης_Άξιον Εστί

... και αυτός αλήθεια που ήμουνα
Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά
Ο άκοπος απ' τον ουρανό
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν

"Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε" είπε
"Ο καθείς με τα όπλα του" είπε
"Βλέπεις, είπε,
είναι οι Άλλοι
και δεν γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ

Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι
και ανάγκη πάσα να τους αντικρύσεις
η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναι
και να μείνει αυτή.
Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρύσεις, είπε
η ζωή σου θ' αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις, είπε
Ο καθείς με τα όπλα του, είπε

Και αυτός αλήθεια που ήμουνα.
Ο πολλούς αιώνες πριν.
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά.
Ο άκοπος απ' τον ουρανό.
Πέρασε μέσα μου Έγινε
αυτός που είμαι.

Το χρώμα του φεγγαριού


Αν δεν κτυπούσανε τα κύματα εκείνους τους βράχους στ' ακροθαλάσσι, δε θα καμάρωνες το σχήμα τους. Έτσι δεν είναι;

Στοιχίζει ακριβά η πείρα, αγόρι μου.

Στοιχίζει πανάκριβα η σοφία της ψυχής. Γιατί η σοφία του μυαλού είναι άλλο πράμα. Την αποκτά κανείς με τη γνώση. Τούτη δω που σου λέω, η σοφία της ψυχής, αποκτιέται μόνο με πόνο. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο,δεν ξέρω.

Άντε βάλε τσίπουρο. Σαν το νερό πάει το άτιμο!

Κάποτε πίστεψα κι εγώ όπως πολλοί άλλοι, πως θα' έφτιαχνα από την αρχή τον κόσμο. Τα 'δωσα όλα. Δεν κράτησα ούτε' ένα ψίχουλο για τον εαυτό μου. Γιατί έτσι είμαι εγώ, π' ανάθεμά με.

Ή αδειάζω το ποτήρι μου ή δεν το λερώνω καθόλου.

Δεν έγινε τίποτα. Ο κόσμος στο χειρότερο πάει.

Και ξέρεις ποιό είναι το παράξενο; Δεν αισθάνομαι χαμένος, προδομένος…

Προσωπική υπόθεση, φίλε, η δικαίωση. Καθένας χαράσσει με το σουγιαδάκι του ένα σήμα στο δέντρο της ζωής. Είναι μερικοί, που χαράσσοντας αυτό το σήμα, τους ξεφεύγει το μαχαίρι και πληγώνονται. Είναι γιατί ήταν πολύ παθιασμένοι εκείνη τη στιγμή. Είναι γιατί τρέμανε τα χέρια τους από τα πολλά όνειρα. Είναι γιατί τα μάτια τους είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά του κόσμου.


Ε! Δεν έπαψε η γη να γυρίζει, ε;

Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο του γιασεμιού


Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο του γιασεμιού κι ύστερα κρεμότανε πάνω της και νανούριζε τους πόθους της.


Ήταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού, γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς.


Ήταν η φτερούγα από το όνειρο του Σέβη που καρφώθηκε σαν το σουγιά σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού.


Ήταν ο αναστεναγμός από τον ξεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν.


Ήταν οι κόμποι από το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας που έσταζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν.


Ήταν η αναπνοή του Λέου που τρεμόπαιζε στα φτερά της άσπρης πεταλούδας και δεν την άφηνε να αποκοιμηθεί.


Ήταν η αγάπη της Δαμάσκας που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας.


Ήταν όλ' αυτά ανακατωμένα.

Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει...

Και προς τι;