Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Το ταξίδι που λέγαμε…


Πετάξαμε την ζωή μας, τη ρημάξαμε, την ξεπαστρέψαμε, για ένα τίποτα.
Γιατί δεν μας άρεσε το «τοπίο» που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε.
Κι ύστερα, θελήσαμε να την χτίσουμε από την αρχή.
Να φτιάξουμε ένα δικό μας τοπίο. Ένα καινούριο κτήριο.
Με τι όμως; Αφού η ψυχή μας δεν διέθετε τα υλικά.
Δεν ήξερε να κατασκευάσει το χαρμάνι.
Γίναμε εργολάβοι, δίχως να έχουμε ιδέα από οικοδομές.
Εμείς μόνο τα σχέδια ξέραμε να κάνουμε. Και όνειρα για ταξίδια.
Είμαστε σπεσιαλίστες στη διακόσμηση. Μόνο που μας έλειπε πάντα το οίκημα.
Δεν βαριέσαι, τουλάχιστον καταφέραμε να διασώσουμε ένα πράγμα:
Βαθιά, μέσα στο τσεπάκι της ψυχής μας, κρύψαμε τα ναύλα του ονείρου. Λίγο το 'χεις;
Σ’ όλη  μου τη ζωή υποτίθεται ότι έψαχνα για ασφάλεια.
Κάπου ν’ ακουμπήσω. Κάπου να νοιώσω προστασία.
Ψεύδος! Ψεύδος πλανερό.
Η αλήθεια είναι πως με παρέσερνε ένα άγριο κύμα. Μια μανία αυτοκαταστροφής.
Ακόμα κι αυτή η ψευδεπίγραφη ανάγκη της ασφάλειας παγίδα ήταν για αυτοκαταστροφή, για συντριβή.
Ήθελα να οδηγήσω την ψυχή μου στο λαγούμι της ασφάλειας για να την ξεκοκαλίσω με την ησυχία μου.
Αυτό ήταν.
Καλέ, τι να τα κάνω εγώ τα λουκέτα, τους σύρτες και τις κλειδαριές;
Αν δε διέκρινα στο βάθος του ορίζοντα ένα λυσσασμένο σκύλο να έρχεται ερμητικά καταπάνω μου, με σκοπό να με ξεσκίσει, δεν μπορούσα να ανάψω ηδονικά το τσιγαράκι μου και να θαυμάσω το ηλιοβασίλεμα.
Κι όσες φορές ξεχνιόμουν κι άναβα δεύτερο τσιγάρο, ερχόσουν εσύ να συνεχίσεις το ξέσκισμα της κουρελιασμένης μου ψυχής… έτσι για να μην συνηθίζω την ηρεμία.
Την έφαγα τη σουγιαδιά, αλλά μυαλό δεν έβαλα.
Ποτέ δεν πέρασα από κόσκινο τις φιλίες μου. «Περάστε κόσμε!» Μια ζωή.
Και ξέρω ότι θα το ξανακάνω… κι ας την πάτησα… και θα την ξαναπατήσω…
Όταν τα κάνω θάλασσα, δε θέλω να μου χώνουν το κεφάλι μέσα να πνιγώ. Ούτε να μου πιάνουν το λαιμό για να με σώσουν.
Να μου δείχνουν μόνο πέρα… στην άκρη του ορίζοντα, τα θαλασσοπούλια.
Κι αν τύχει εκείνη την ώρα να φιλιέται ο ήλιος με την πλανεύτρα θάλασσα, απλά αφήστε με εκεί…
Είναι Άνοιξη! Απόβραδο. Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα.
Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να  κουβαλήσει τόση ομορφιά.
Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.
Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν.
Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν. Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το κανα.
Λυπήθηκα τα φίδια, που δε θα είχαν φωλιές για να κρυφτούν.
Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το ‘κανα. Λυπήθηκα τ’ αδέσποτα που διψούσαν.
Τώρα; Τώρα πώς να φυτρώσουν οι βολβοί;
Πώς να ποτιστούν τα όνειρα; Παρ’ όλα αυτά, δε λέω πως δε βρίσκω κάποιες λύσεις.
Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου.
Μου φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.
Όπως εκείνες οι στιγμές που ζήσαμε, θυμάσαι;
Σαν ένα λουλούδι όμορφο, σαν εκείνα τα λίλιουμ στο βάζο, λευκά και πανέμορφα!
Πού να θυμάσαι… η δική σου η αγάπη κράτησε τόσο όσο να βρεις μία άλλη αγάπη, κι ας έφυγα πρώτη.
Δε σε κατηγορώ,  απλά εντυπωσιάστηκα… πόσο εύκολα, τελικά, αγαπάνε και ξε-αγαπάνε κάποιοι άνθρωποι!
Εγώ ό,τι νιώθω, ό,τι σκέφτομαι, ό,τι συναντώ, το ζουλάω άθελά μου, το γρατζουνάω, το σφίγγω περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται, περισσότερο απ’ ότι πρέπει.
Καμιά φορά και χωρίς να το επιθυμώ, το εγκαταλείπω ή το πετάω.
Ακόμα κι αν είναι το καλύτερο.
Ακόμα κι αν το αγαπάω.
Ακόμα κι ας μην άξιζε να το αγαπήσω… ή ακόμα κι ας μην άξιζα εγώ να αγαπηθώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου