Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Φάλτσο η πορεία φίλε, τελικά.


Κι ούτε που προλάβαμε να ανοιχτούμε στους μεγαλους ωκεανούς
Τίποτα δεν ανακαλύψαμε σπουδαίο σε αυτό το ταξίδι
Η αίσθηση μονάχα πως τα λιμάνια ήταν μακριά
Η βεβαιότητα μονάχα πως τα δελφίνια χόρευαν για μας
"Φάλτσο η πορεία"!! Κανείς δεν αμφιβάλλει πια
Ομως....Υπάρχουν πάντα κάποια δειλινά , όταν ο ήλιος
σκορπιέται και χαρίζεται στα κύμματα , όταν ο Θεός
χωράει σε ένα μικρό ροδί συννεφάκι , που εμείς , καθισμένοι
στην κουβέρτα, πάιρνουμε τη κιθάρα μας και τραγουδάμε.
Οχι δεν είμαστε πικραμένοι.
Ναυαγοί είμαστε σε μια απέραντη νοσταλγία .
Τραγουδάμε για τη ψυχή μας , που νομίσαμε πως τη κάναμε σημαία της γης
Για τα ξύλινα αλογάκια και τις καραμούζες μας που ξεκινησαμε
να κατατροπώσουμε τον εχθρό.
Για τις αφίσες με τα ουράνια τόξα που δεν κολλήσαμε
Για το παραμύθι που δεν είπαμε
Για τον κόσμο που δεν χώρεσε στ όνειρό μας
Για τον πολικό αστέρα που μας πρόδωσε
Τραγουδάμε για την αγάπη που δε γνωρίσαμε
Για τον έρωτα που κρεμάσαμε φεύγοντας στα κλαδιά
της γιασεμιάς ( αραγε υπάρχει πάντα αυτή η γιασεμιά
Για το χάδι που αψηφήσαμε
Για την ανθοδέσμη που δε στείλαμε στη μάνα μας
Για την ανατροπή που ξεκινήσαμε , τρώγοντας
μπισκότα με γέμιση σοκολάτας.
Για τα κοχύλια που μαζέψαμε και δε μοιράσαμε
Τραγουδάμε για τη νίκη που δε γιορτάσαμε
Για την ήττα που δεν υπογράψαμε
Για τους φίλους που μας έδωσαν
Τραγουδάμε για μας. Για το βίτσιο μας. Για το φάλτσο μας.
Αυτό εννοούν, όταν ακούτε να λένε, "τους έμεινε μόνο η ροκιά" .



Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή... Αλκυόνη Παπαδάκη


Φτάνει η κατανόηση!

Πάλεψα με τις λέξεις. Με τον χρόνο τους. Με τα διαστήματα του. Με τις φωνές τους.
Με τα αισθήματα που μου γεννούσανε ακατάπαυστα.
Με τα ερεθίσματα που τα μάτια μου συνεχώς ανέλυαν.
Κουράστηκα όμως. Οι αντοχές μου με παράτησαν. Οι ενοχές μου αλλοιώθηκαν. Μεταβλήθηκαν. Μεταποιήθηκαν. Και οιαδήποτε καταγραφή τους πλέον με καθιστά όσο πάει και πιο ανεπαρκή.
Με ελατώνει. Κι όσο κι αν προσπαθώ η απώλεια αυτή πληθωριστικά με πνιγεί.
Σε στιγμές που της πυκνότητας το μέγεθος με καλύπτει, αδυνατώ.
Σε στιγμές που η αντίληψη λειτουργεί, μειώνομαι. Ελαχιστοποιούμαι.
Κι όσο κι αν αλλιώς επιθυμώ να τις ταιριάζω, ώστε άλλο νόημα να βγάζουν, τόσο περιπλέκομαι. Βυθίζομαι στην ήττα που μου προσφέρουν.
Κι όμως δεν έπρεπε έτσι να είναι. Δεν ήθελα έτσι να είναι.
Δεν επιθύμησα καμία μάχη κι όμως πήρα μέρος σε πολλές.
Έχασα, κέρδισα. Άνευ σημασίας. Δεν ήταν ο σκοπός μου αυτός.
Ήθελα απλά δικαιοσύνη. Μέσα της να υπάρχω. Είδα ότι δεν υπάρχει.
Και ότι η κατανόηση νοημάτων επιφέρει περιδίνηση.
Αλλοιώνει κύτταρα που σκοπό είχαν τούτη την επίτευξη.
Ας είναι. Φτάνει η κατανόηση. Όση ήταν, έγινε. Όση έγινε, είναι.
Δεν θα μου επιτρέψω πια μέρος σε τέτοιου είδους μάχες να πάρω.
Συμπλήρωσα τον χρόνο μου με δαύτες.
Κι αν αυτές το επιδιώξουν, εγώ ηττημένη εξ’ υπ’ αρχής θα δηλώσω.
Γιατί έτσι από άσκοπες πια μάχες θα με σώσω…
                                             
                                         

Από το ημερολόγιο της Ρόζυ



Βαρέθηκα νʼ ανάβω φωτιές για να ζεσταθούν οι άλλοι και στο τέλος να ξεπαγιάζω εγώ.
Να μοιράζομαι στην καρέκλα μου με τον κάθε κουρασμένο και στο τέλος να στρογγυλοκάθεται αυτός κι εγώ να κουλουριάζομαι στο πάτωμα.
Να σκουπίζω με τα χείλια μου τα δάκρυα των άλλων και τα δικά μου να ξεραίνονται στα μάγουλά μου και να κάνουν κρούστα.
Κουράστηκε η ράχη μου να κουβαλά πληγωμένους, στέγνωσε το στόμα μου να τους φωνάζω: μη! Σωριάζεστε, ρε ξεφτίλες, σταθείτε στα πόδια σας! Μπόρα είναι, βγάλτε τις τσίμπλες από τα μάτια σας... ξημερώνει!
Βαρέθηκα να φτιάχνομαι με τα λάθη μου.
Να φυτεύω βολβούς πάνω σε σωρούς από  *****.
Να βγάζω αθώους τους ένοχους και να κάθομαι για πάρτη τους στο σκαμνί.
Να μουλιάζω στη βροχή γιατί άνοιξα την ομπρέλα μου να μπουν από κάτω δυο τρεις μουρόχαβλοι που μου φάνηκαν κρυουλιάρηδες.

Κι όμως! όσες φορές είπα «από δευτέρα, Ρόζυ, αλλάζεις ταχτική», γέλασε κάθε πικραμένος.
Δε βαριέσαι...
Εκείνοι που πίστεψαν πως το «δις εξαμαρτάνειν κλπ.», είναι, το λιγότερο, ξενέρωτοι. γιατί δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τη γλύκα που έχει το «δις» κι ακόμη περισσότερη το «τρις».
Το κακό είναι πως όλʼ αυτά γίνονται, επειδή στο βάθος είμαι δειλή, τα κάνω για να πιστέψω, έστω και για λίγο, πως είμαι κι εγώ εδώ... πως παίζω κι εγώ σʼ αυτό το ντέρμπυ.
Πάντως, όπως και να ʼχει το ζήτημα, ένα πράγμα ξέρω καλά. πως γουστάρω πολύ!
Γουστάρω τη φάση και περισσότερο την αντίφαση.
Γουστάρω την τρέλα μου και περισσότερο την τρέλα των άλλων.
Γουστάρω να μυρίζομαι την ανθρωπίλα.
Γουστάρω τʼ αγόρια που έχουν κορδέλες στα μαλλιά και στα μάτια ένα ματσάκι μενεξέδες.
Γουστάρω τα κορίτσια που τραγουδούν στις ακρογιαλιές μʼ ένα θαλασσοπούλι ανάμεσα στα φρύδια.

Μπορεί να είμαι μια δειλή, μια φευγάτη, μια επικίνδυνη Ρόζυ. αλλά χαίρομαι αφάνταστα που κάποιος μʼ έσπειρε σʼ αυτή τη γη.

Τελευταίος Σταθμός




Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμαλώτου
τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να' θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν
δρασκελώντας λεύγες και λεύγες,
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας,
κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει,
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Περίμενε λίγο, όλα θα αλλάξουν!




Δεν ειναι πιά η ζωή μου μια πορεία στην έρημο.

Ξαφνικά η έρημος γέμισε κόκκινα τριαντάφυλλα.
Ξαφνικά οι μέρες μου γέμισαν ήλιο.
Ξαφνικά οι νύχτες μου γέμισαν δίδυμα φεγγάρια!
Για κοίτα, φίλε μου, πώς γυρίζει ο τροχός!
Δε χάθηκε ο ήλιος, στο σκούρο σύννεφο κρύφτηκε!
Περίμενε λίγο, όλα θα αλλάξουν!!!


...από το τετράδιο της Αλκυόνης Παπαδάκη




Τι όμορφα που είναι τα μωβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη!
Ακόμα κι όταν ξέρεις, πως αυτός που νομίζες ότι σε περιμένει,
κρύφτηκε πίσω από τα σκούρα σύννεφα και σε ξεχνάει...

Ο μικρός Πρίγκηπας

Την επομένη ο μικρός πρίγκιπας ξαναήρθε.

- Θα ήταν καλύτερα να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα, είπε η αλεπού.
Αν έρχεσαι, ας πούμε, στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις θ’ αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη.
Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ευτυχισμένη θα νιώθω.
Στις τέσσερις πια πηγαινοέρχομαι και θα ανησυχώ.
Θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας.
Αν έρχεσαι όμως όποτε να ‘ναι, δεν θα ξέρω ποτέ τι ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα γιορτινά της… Χρειάζεται τελετουργία.
- Τι θα πει τελετουργία; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Είναι κι αυτό κάτι που έχει ξεχαστεί, είπε η αλεπού.
Είναι αυτό που κάνει τη μια μέρα να διαφέρει με την άλλη, τη μια ώρα από την άλλη.
Οι κυνηγοί ας πούμε έχουν κάποια τελετουργία. Χορεύουν κάθε Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού.
Η Πέμπτη λοιπόν είναι υπέροχη μέρα. Πάω και μια βόλτα ως τ’ αμπέλι.
Αν όμως χόρευαν οι κυνηγοί όποτε να ‘ ναι, οι μέρες θα έμοιαζαν όλες ίδιες, κι εγώ δε θα είχα ανάπαυλα ούτε στιγμή!
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα που θα έφευγε:
- Αχ, είπε η αλεπού… Θα κλάψω.
- Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ όμως ήθελες να σε εξημερώσω…
- Και βέβαια, είπε η αλεπού.
- Όμως θα κλαις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Και βέβαια, είπε η αλεπού.
- Επομένως δεν κέρδισες τίποτα
- Κέρδισα, είπε η αλεπού, κέρδισα το χρώμα του σταριού.

Έπειτα πρόσθεσε:
- Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα.
Θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο.
Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις και θα σου χαρίσω ένα μυστικό.
Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
- Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο, δεν είσαστε τίποτα ακόμα, τους είπε.
Κανείς δε σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν.
Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού ίδια μ’ άλλες εκατό χιλιάδες. Γίναμε όμως φίλοι και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο.
Και τα τριαντάφυλλα στέκονταν θιγμένα.
- Είσαστε όμορφα, όμως είσαστε άδεια, τους είπε ακόμα.
Δεν πεθαίνει κανείς για σας.
Βέβαια, και το δικό μου τριαντάφυλλο ένας απλός περαστικός θα έλεγε πως σας μοιάζει.
Όμως εκείνο μόνο του έχει περισσότερη σημασία απ’ όλα εσάς, αφού εκείνο είναι που πότισα.
Αφού εκείνο έβαλα κάτω απ’ τη γυάλα.
Αφού εκείνο προστάτεψα με το παραβάν. Αφού σ’ εκείνο σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο τρεις που άφησα για να γίνουν πεταλούδες).
Αφού εκείνο άκουσα να παραπονιέται ή να κομπάζει ή κάποιες φορές ακόμα να σωπαίνει.
Αφού είναι το τριαντάφυλλό μου.
Και ξαναγύρισε στην αλεπού:
- Αντίο, είπε…
- Αντίο, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν.
- Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
- Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλό σου που το κάνει τόσο σημαντικό.
- Είναι ο χρόνος που ξόδεψα για το τριαντάφυλλό μου… είπε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται....

Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα

Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ 
να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. 
Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν.
Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει 

σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.

Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, 
δεν ξέρουν πως τους ανήκει.
Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, 

ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, 
όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά.

Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια 
πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.
Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους 

και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι.
Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό.

Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής 
και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της.
Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν... 

Ο μικρός Πρίγκηπας


Η ΑΛΕΠΟΥ
(Κεφάλαιο 21)

Τότε λοιπόν εμφανίστηκε η αλεπού.
- Καλημέρα, είπε η αλεπού.
- Καλημέρα, απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και στράφηκε, μα δεν είδε τίποτα.
- Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω απ' τη μηλιά.
- Ποια είσαι; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη ...
- Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
- Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος ...
- Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δεν είμαι εξημερωμένη.
- Α, συγνώμη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Όμως, μετά από σκέψη, πρόσθεσε:
- Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Εσύ δεν είσαι από εδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;
- Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγάνε ... Μεγάλος μπελάς. Εκτρέφουν και κότες. Είναι το μόνο τους καλό. Κότες γυρεύεις;
- Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Είναι κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς ...».
- Δημιουργώ δεσμούς;
- Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι ολόιδιο μ' άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σε χρειάζομαι. Κι ούτε εσύ με χρειάζεσαι. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού ίδια μ' εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Αν όμως μ' εξημερώσεις, θα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο ...
- Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι ... νομίζω πως μ' εξημέρωσε ..
- Πολύ πιθανόν, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τα πιο τρελά πράματα ...
- Α, δεν είναι στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
- Σ' έναν άλλο πλανήτη;
- Ναι.
- Υπάρχουν κυνηγοί σ' εκείνο τον πλανήτη;
- Όχι.
- Ενδιαφέρον. Και κότες;
- Όχι.
- Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού.
Όμως η αλεπού ξαναγύρισε στην προηγούμενη σκέψη της:
- Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, οι άνθρωποι με κυνηγάν. Όλες οι κότες μοιάζουν κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι' αυτό λοιπόν, βαριέμαι λίγο. Αν όμως μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θ' αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ' όλα τα' άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω απ' τη γη. Το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω απ' τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το στάρι για μένα είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα ...
Η αλεπού σώπασε και κοίταξε ώρα πολλή το μικρό πρίγκιπα:
- Σε παρακαλώ ...εξημέρωσέ με, είπε.
- Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω ν' ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.
- Γνωρίζουμε μονάχα τα πράματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ' αγοράζουν όλα έτοιμα απ' τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.
- Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά ...


Η μοναξιά είναι από χώμα



Να σ' αγγίξω,να σε πιάσω,να σε μυρίσω. Να μπω στο κρεβάτι σου και στα ζεστά σου σεντόνια,στο κορμί σου που πιάνεται, στο φιλί σου που τρώγεται, στον σπασμό σου που ξεσκίζει τις ιδεοληψίες και τις αράχνες τους... 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ πυκνή όσο ο σπόρος του παγκόσμιου μια ώρα πριν τη γένεσή του. Μια νύχτα μαζί σου αστραφτερή σαν αστραπή του Ολύμπου. Μια νύχτα μαζί σου ηδονική σαν τη πτώση απ' του Παράδεισου το ξέφωτο στην εξορία του Αδάμ που δεν τελειώνει... 

ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ όλα τα παραπετώ, τα καταπατώ, τα περιφρονώ και τα μισώ γιατί είναι μονάχα εμπόδια στην ακράτητη λαχτάρα μου να σ' αγκαλιάσω. Βιάζομαι να σε ξαναβρώ όπως το έμβρυο βιάζεται άμα ξεκινήσουν οι ωδίνες να εξωθηθεί απ' τη μήτρα. Βιάζομαι να βγω στο φως, φως μου... 

'Οχι λοιπόν δεν γίνεται να τελειώσεις εσύ για μένα, εγώ θα τελειώσω για σένα και πάνω σου. Σαν ηλεκτρικός λαμπτήρας που θα λάμψει όλη του τη λάμψη και θα καεί. Αυτός είναι ο ρόλος μου στο σχέδιο του κόσμου,  ο μόνος, γι' αυτό τον αποζητώ έτσι επιτακτικά... 

ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ όλα μου τα φουκαριάρικα κατορθώματα εδώ ευχαρίστως τα θυσιάζω. Υπομονές ,πρακτικές, προσευχές, ασκητικές, ησυχασμούς, εγκράτειες, ανακαλύψεις και αποκαλύψεις,τα βράζω. Χειροπιαστός είναι ο κόσμος μάτια μου. Χειροπιαστός σαν το γλυκό σου δέρμα και κανείς δε στέκεται πάνω σε νεφέλες, κανείς δεν περπατά πάνω σε νερά... 

Κι αν πάλι δε συμφωνήσεις μ' όλα τούτα, θα πέσω και θα σε ΙΚΕΤΕΨΩ, για μια νύχτα άφησέ με να σ' αποκτήσω ξανά, να ενωθώ μαζί σου κι ύστερα άλλο τίποτα δε θα ζητήσω... 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΕΡΩΤΑ κι ύστερα ας χαθώ στη σκοτεινιά του τίποτα, του χωρίς εσένα. Θ' αναπαυθώ εν ειρήνη μια κι όλα θα τ' αποκτήσω και θα τα ζήσω σε μια νύχτα... 

Σ' ΑΓΑΠΩ κι αγαπώντας σε σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι... 
Είμαστε στο ΠΑΝΤΟΥ και στο ΠΑΝΤΑ τώρα που σ' αγάπησα κι η αγάπη μας κάνει αδιαίρετους.... Οι στόχοι που διάλεξα υποχωρούν νικημένοι απ' τον στόχο που με διάλεξε. Εσύ είσαι ο στόχος που με διάλεξε, η αναπότρεπτη μοίρα μου, η άγρυπνη ματιά στου μυαλού μου το θόλο... 

Να σ' αγγίξω, να σε πιάσω, να σε μυρίσω. Να μπω στο κρεβάτι σου και στα ζεστά σου σεντόνια, στο κορμί σου που πιάνεται, στο φιλί σου που τρώγεται, στον σπασμό σου που ξεσκίζει τις ιδεοληψίες και τις αράχνες τους... 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ πυκνή όσο ο σπόρος του παγκόσμιου μια ώρα πριν τη γένεσή του. Μια νύχτα μαζί σου αστραφτερή σαν αστραπή του Ολύμπου. Μια νύχτα μαζί σου ηδονική σαν τη πτώση απ' του Παράδεισου το ξέφωτο στην εξορία του Αδάμ που δεν τελειώνει... 

ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ όλα τα παραπετώ,τα καταπατώ, τα περιφρονώ και τα μισώ γιατί είναι μονάχα εμπόδια στην ακράτητη λαχτάρα μου να σ' αγκαλιάσω. Βιάζομαι να σε ξαναβρώ όπως το έμβρυο βιάζεται άμα ξεκινήσουν οι ωδίνες να εξωθηθεί απ' τη μήτρα. Βιάζομαι να βγω στο φως,φως μου... 

'Οχι λοιπόν δεν γίνεται να τελειώσεις εσύ για μένα,εγώ θα τελειώσω για σένα και πάνω σου. Σαν ηλεκτρικός λαμπτήρας που θα λάμψει όλη του τη λάμψη και θα καεί. Αυτός είναι ο ρόλος μου στο σχέδιο του κόσμου, ο μόνος, γι' αυτό τον αποζητώ έτσι επιτακτικά.. 

Σ' ΑΓΑΠΩ κι αγαπώντας σε σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι... 
Είμαστε στο ΠΑΝΤΟΥ και στο ΠΑΝΤΑ τώρα που σ' αγάπησα κι η αγάπη μας κάνει αδιαίρετους.