Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Τσανακλίδου Τάνια ~ Ποτέ δεν Είναι Αργά



Ποτέ δεν είν' αργά, για να γλιτώσεις
Ποτέ δεν είν' αργά, για να χαθείς
Μια πόρτα πίσω σου για πάντα να κλειδώσεις
κι απ' ό,τι έζησες να φύγεις να σωθείς

Ποτέ δεν είν' αργά, για να ξεχάσεις
Ποτέ δεν είν' αργά, να θυμηθείς
Το δρόμο αυτόν που χρόνια γύρευες να πιάσεις
μα σε σταμάταγε ο φόβος της στροφής

Ποτέ δεν είν' αργά, για να ματώσεις
Ποτέ δεν είν' αργά, να γιατρευτείς
κι από παιδί όσα σε μάγευαν να σώσεις
Και πάλι αυτά που σε ρημάξαν ν' αρνηθείς

Ποτέ δεν είν' αργά, για να μιλήσεις
Ποτέ δεν είν' αργά, για να κρυφτείς
Πίσω απ' αυτά που σου 'χουν πει να κουβαλήσεις
Πίσω απ' αυτά που σου 'χουν πει να ονειρευτείς

ΕΦΟΔΙΟ ΤΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ

Μὲ κατακρίνεις
ὅτι συμπεριφέρομαι λιπόψυχα, ἀργὰ
ὅπως κοντοστέκεται ἡ φοβία νὰ ἐντοπίσει
ποιὸς κίνδυνος ἀπὸ μακριὰ
φωνάζει τ᾿ ὄνομά της.
Εἶμαι τρωτὴ, γι᾿ αὐτό.
Ὄχι στὴ φτέρνα μόνο,
τὸ ἐνιωσα
παρότι ἦταν ἀκόμα στὰ σκαριὰ
στὶς δοκιμὲς ἡ ἰδιοσυγκρασία.
Κι ὅμως ἐγὼ τὰ ἄκουσα τὰ λάδια
νοθευμένα
δὲ γράσωναν καλὰ τὴν ἄμυνά μου
 -τί τὰ θὲς, τεχνίτες ἀνειδίκευτοι
οἱ ἀστερισμοί μας.
Μάνα, τὴν παρακάλεσα, πήγαινε στὴ Θέτιδα
γνωρίζεστε ἐξ αἵματος μάνες κι οἱ δυὸ
ἐβγάζατε ἀπὸ πάνω σας καὶ ξεπετούσατε
στὸ χῶμα τὰ βραχιόλια καὶ τὰ δαχτυλίδια
καὶ ζήτα της τὸ ἀθάνατο περίσσευμα
ἀπ᾿ τὴ θνητή ἐπάλειψη τοῦ γιοῦ της
τοῦ Ἀχιλλέα.
Ὄχι μὲ ἀθανασία
μὲ βεβαιότητα νὰ μὲ ἐπικαλύψεις.
Μοῦ χίμηξε
τὶ ἀθανασία τὶ βεβαιότης εἶπε
ἐξίσου ἄτρωτες οὐσίες καὶ οἱ δυό.
Καὶ μάθε ἀκόμα
πὼς τὸ περίσσευμα ἀπ᾿ τὸ παλιό του λάθος
κανεὶς δὲν τὸ χαρίζει σὲ κανέναν.
Βαθιὰ
μὲς στὶς ἀμετανόητες προθέσεις του τὸ κρύβει
νὰ ἐπαλείψει ἀθάνατο
καὶ τὸ ἑπόμενο προσφιλές του λάθος.
Τὸ κυριότερο
 - συνέχισε ἡ μάνα μου μιλώντας
μὲ οἶκτο χλευαστῆ -
παιδὶ μου πῶς θὰ ζήσεις χωρὶς τρωτὰ σημεῖα
χωρὶς τῆς ἀγωνίας τὰ ἐφόδια
τὶ προκοπὴ θὰ κάνει ἡ άντοχὴ σου
χωρὶς εἰσόδημα πικρίας
πῶς θ᾿ ἀναθρέψεις τὴν ἀπώλεια
πῶς θ᾿ ἀντικρίσεις τοὺς ἐχθρούς σου.
Οἱ ἐνοχὲς σου τὶ θ᾿ ἀπογίνουν
ὅταν τοὺς κόψεις τὴ διατροφή
θ᾿ ἁγιάσουνε ὡς φτωχὲς μετὰ ἀπὸ τόσα πλούτη;
Θ᾿ ἀπαρνηθεῖς τὴν ἥττα;
Ἡ ἥττα εἶναι παράδοση
μιλιέται ἀπὸ σῶμα σὲ σῶμα διαιωνίζεται.
Εἶδες ποτὲ κανένα ὄνειρο
μεταμοντέρνας νίκης νὰ διαρκεῖ;
Ἂν δὲν τρωθεῖς
ποῦ θὰ σὲ βρεῖ ἡ ἀγάπη.
Τὸ βέλος θὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν πληγὴ σου.
Γιὰ ποιὸν νομίζεις ξεκινάει ἀπὸ τὸ μακρινὸ
τὸ ἔρημο τὸ ἀβέβαιο ὄνομά της;
Ὄχι γιὰ τὸ ἀξέχαστο βλέμμα τοῦ τοξότη
στῆς ἕλξης τὸ φαρμάκι βουτηγμένο.
Γιὰ νὰ τραφεῖ ἀπ᾿ τὴν πληγὴ σου ξεκινάει
ἡ πεινασμένη ὕπαρξή της.
Ἀβέβαια ζῆσε.
Τίμα τὴν προέλευσή σου.
Κατάλαβέ το, ἐρχόμαστε ἀπὸ μιὰ
παροδικὴ ἀβεβαιότητα τοῦ θανάτου.

Κική Δημουλά

Δεν ήξερα τον έρωτα έτσι τραγουδιστό κι αρωματάρη

ΡΥΜΗΔΟΝ Ή ΚΑΠΩΣ
Μου φαίνεται πως είμαι στου φωτός τα πρόθυρα
τρισέρημος από σπίθες του μέλλοντος.
Λατρεύω την απόλαυση βυσσινιά, τη στύση μέσα στο ρόδο.
Σα να ’χω πάθει λεκτική αφυδάτωση σα να ’χω
ξεράσει βοερά στην αχραντοσύνη.
Δεν είναι τρόπος ετούτος να αρρωσταίνω στα ύψη μου
πλήρης από ένδοξη υγεία.
Λαλούν καμπύλες σήμερα μ’ αρώματα
στη φλογισμένη κόλαση της αφής μου
στο θαλερό κι απόλυτο κορμί σου ω Ανώνυμη
τέτοιος θρίαμβος
και του ορθόστητου λαιμού σου το γλυπτό
λες από ύλη κάτασπρου αγγέλου.
Δεν ήξερα τον έρωτα έτσι τραγουδιστό κι αρωματάρη
το βόγγημα του γαλαξία ωσάν ένα
κυμάτισμα λευκότητας. Από πότε
γνωρίζομαι εγώ με την όραση;
Είμαι στο τέρμα του μυαλού μ’ ένα χαμόγελο
κρεουργημένο.
Είχα δύο-τρία σύγνεφα στα χέρια μου δεν τα ’χω
τα θεϊκά κουσούρια της θάλασσας αγναντεύοντας
κι αυτό ψηλά κατάντικρυ
το πλαδαρό φεγγάρι που σεληνιάζεται (τι πάθος)
απόψε ειν’ ορείχαλκος και παρακμάζει καμπουριάζοντας.
Τι είναι τούτος ο αγέρας, βιολονίστας;
τι ειν’ ο θάνατος ανήμερα στη ζήση;
Κανένας πεθαμένος δε μετέχει στα τριαντάφυλλα
κι ας λέμε -, η γερόντισσα του ερχόμενου αιώνα
η νιόπαντρη χημεία το ξέρει
χορταριάζοντας αλλιώς τους τάφους.
                                                 Νίκος  Καρούζος