Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...


Όταν μιλάει το φεγγάρι τι λέξεις λέει;
Ως που φτάνει ο ήχος τους;
Παρέα λες τα σύννεφα να κάνει;
Κι αν χορό στήσουνε, εμείς πως θα βρεθούμε, μες στην τόση πολυκοσμία;

Κανένα γυάλινο γοβάκι δεν με χωράει πια. Ξυπόλητη έμεινα.
Δυο στάχτες στα χέρια μου. Δυο στάχτες στα μαλλιά μου.

Κι όταν σταματήσουν του ρολογιού οι δείκτες; Τι λες να πάθουμε καρδιά μου;
Να σταματήσουμε κι εμείς; Μα πως; Αφού δεν χτυπάμε πια.
Κολλήσανε από καιρό οι δείκτες... ο ένας πάνω στον άλλο.
Θέλαμε έτσι λες τον χρόνο να σταματήσουμε; Χάσαμε!
Ο χρόνος δεν σταματά... για κανέναν και ποτέ.
Κι όταν το ρολόι έπρεπε πάλι να ξεκινήσει η αποκόλληση πόνεσε... χαθήκαμε.
Κι όταν κοντά ο ένας απ’ τον άλλο περνάμε, τα χέρια δεν απλώνουμε πια.
Κολλήσανε κι αυτά πάνω μας σαν σίδερα πυρωμένα απ’ την φωτιά.
Όμως ότι κι αν γίνει ήμασταν δείκτες ενός ρολογιού... που την ζωή μετρούσε.
Κι η ζωή δεν σταματά.
Κανένας δεν το μπόρεσε.
Κανείς δεν θα το μπορέσει.
Κι εμείς όσο το θέλαμε, τόσο το πληρώσαμε…

Για πόσο μπορεί μια λέξη να σπαράζει μέσα μας;
Πόση φωνή πρέπει να ‘χει για ν’ ακουστεί;
Πόση δύναμη πρέπει να ασκήσει για να ελεθευρωθεί;
Είναι φορές που τις ακούω να τριγυρνάνε μέσα μου, σαν Ερινύες.
Τύψεις πλέκουν στο μυαλό μου, γιατί τις φυλάκισα. Κι άλλες φορές γροθιά στο πρόσωπο μου δίνουν, όταν τις ελευθερώνω.
Σωστό πουθενά.
Άτοπο.
Άχρονο.
Κυλούνε μέσα μου, όμως.
Γδέρνουνε το δέρμα μου, όμως.
Δεν τις προλαβαίνω, είναι αλήθεια.
Δεν με προλαβαίνουν κι ας είναι ψέμα.
Οι όψεις τους αλλάζουν. Άλλες φθαρμένες απ’ την αχρηστία. Άλλες άφθαρτες απ’ την χρήση. Και δεν είναι αχαριστία.
Ό,τι μου δόθηκε, να το φροντίζω, θέλω.
Θέλω κι αν δεν μπορώ.
Μπορώ ακόμη κι όταν δεν θέλω.
Δεν είναι θέμα προσώπου, είναι θέμα ιδιότητας.
Ιδιότητας του χαρακτήρα. Όσος έχει απομείνει. Μαζί μου.
Όταν της διαδρομής τα μονοπάτια περπατάς, κάπου κάτι χάνεις. Μπορεί να αναπληρώνεις, αλλά χάνεις. Σαν ξέφτια αφήνεις στο διάβα σου, κομμάτια σου.
Μερικές φορές, ξέρεις, δεν θες καν άλλο βήμα να κάνεις. Να μείνεις εκεί επιθυμείς, μαζί τους. Ήταν βλέπεις τα αγαπημένα σου. Τα δικά σου.
Άσκοπο.
Δεν μπορείς.
Δεν γίνεται που να με πάρει. Το βήμα έχει ήδη οριστεί το επόμενο, απ’ το προηγούμενο. Σκύβεις, μπας κι αν γίνεις ένα με το χώμα, απαρατήρητη περάσεις. Ποιος το κατάφερε; Κανένας.
Τίποτα. Ούτε καν το ίδιο το κενό.
Κι αυτό το ανακαλύψαμε όμως.
Όταν κάποιες λέξεις δεν ξεστομίσαμε…

Εγωισμοι...

Δε με ενοχλεί που δεν είσαι δίπλα μου. Τίποτα δεν είναι αυτά τα πέντε χρόνια, τίποτα.
Μια τρύπα, μια ευχάριστη ανάπαυλα που ικανοποιήσαμε αμφότεροι ιδίους εγωισμούς.
Κάθε φορά που σε ακούω στο τηλέφωνο η φωνή σου φαντάζει ολοένα και πιο μακρινή.
Το σώμα μου αδυνατεί να «κλειδώσει» πια δίπλα στο δικό σου.

«Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε τελικά μόνο την ιδέα που έχουμε σχηματίσει για τον άλλο. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας επινόηση, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά μόνο τον εαυτό μας. [...] Αυτό είναι αλήθεια σε ολόκληρη την κλίμακα του έρωτα. Στο σεξουαλικό έρωτα αναζητάμε τη δική μας ηδονή με τη μεσολάβηση ενός ξένου κορμιού. Στον έρωτα που διαφέρει του σεξουαλικού, αναζητάμε τη δική μας ηδονή με τη μεσολάβηση μιας δικής μας ιδέας. Ο αυνανιστής είναι απαίσιος, αλλά, αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, είναι η απόλυτα λογική έκφραση του ερωτευμένου. Είναι ο μόνος που δεν κοροϊδεύει ούτε τους άλλους ούτε τον εαυτό του.»

Ο κάθε παραλήπτης του παρόντος θα αντιληφθεί ότι πρόκειται για αυτόν.

«Θα είσαι όπως θελήσω.
Θα σε κάνω στολίδι της συγκίνησής μου, θα σε βάλω όπου θέλω, και όπως θέλω, μέσα μου. Εσύ δεν έχεις στην κατοχή σου τίποτα.
Δεν είσαι κανένας γιατί δεν έχεις συνείδηση.
Μόλις που ζεις.»

Ερωτος... Ασμα


Πρίν την αποτυχία δεν υπάρχει γνώση. Η γνώση έρχεται πάντα μετά την βρώση του καρπού. Σε κάθε έρωτα ξαναζεί η εμπειρία της γεύσης του παραδείσου. Σπουδάζουμε τον έρωτα μόνον εξόριστοι από την πληρότητα τής ζωής που αυτός χαρίζει. Στην εμπειρία του έρωτα είμαστε όλοι πρωτόπλαστοι.
Η πείρα των άλλων δέν μας μαθαίνει τίποτα για τον έρωτα.
Είναι για τόν καθένα μας το αρχέγονο και μέγιστο μάθημα της ζωής, η αρχέγονη και μέγιστη εξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατί σπουδάζουμε στον έρωτα τόν τρόπο της ζωής. Και μέγιστη εξαπάτηση, αφού αυτός ο τρόπος αποδείχνεται ανέφικτος για την ανθρώπινη φύση μας.
Μετά την αποτυχία ξέρουμε ότι ο έρωτας είναι ο τρόπος της ζωής , αλλά τρόπος ανέφικτος για την ανθρώπινη φύση μας.
Η φύση μας διψάει απεγνωσμένα τη σχέση, δίχως να ξέρει να υπάρχει με τον τρόπο της σχέσης. Δέν ξέρει να μοιράζεται να κοινωνεί... ξέρει μόνον να ιδιοποιείται τή ζωή, να την κατέχει και να την νέμεται. Αν η γεύση της πληρότητας είναι κοινωνία της ζωής με τον Αλλον, η ορμή της φύσης μας αλλοτριώνει την κοινωνία σε απαίτηση ιδιοκτησίας και κατοχής του Αλλου.
Η απώλεια του Παραδείσου δεν είναι ποτέ ποινή , είναι μόνον αυτοεξορία...

... Με το πρώτο σημάδι αμοιβαιότητας αναδύεται η αμετρία της ευφροσύνης. Γεννιέται η πιο μεθυστική γεύση πληρότητας της ζωής. Είναι ο σύμπας κόσμος που προσφέρεται στο βλέμμα στο χαμόγελο του Αλλου. Αποκαλυπτική έκρηξη μεταμόρφωσης τού βίου, κι ο Αλλος γίνεται τόπος αυτής της αποκάλυψης. Ολα έκπληξη κι όλα καινούργια.
Αμοιβαιότητα στόν έρωτα είναι η πρωτόπλαστη αίσθηση την πρώτη ημέρα της Δημιουργίας…

…Η «βλάβη» έρχεται αναπάντεχα. Ομως έρχεται πάντοτε μιά «βλάβη» να ανακόψει την λειτούργια του θαύματος. Γλυστράει αδιόρατα μέσα στην ζωή, σάν το φίδι στα φυλλώματα του παραδείσου.
Κάποια ασήμαντη αστοχία του Αλλου, κάποια παράλειψη, μια ανεπάρκεια στη συμπεριφορά του άλλου, μιά υστερόβουλη κίνηση, μια ελλειπτική ανταπόκριση στη δική μου δίψα... και ανοίγουν ξαφνικά τά μάτια μου στην αντίστροφη αποκάλυψη, Ο Αλλος βρίσκεται απρόσμενα σε άπόσταση.
Αν πραγματικά είχαμε αγαπήσει – αν μας είχε χαριστεί κάποια ελάχιστη πραγματική αυτοπαραίτηση-ίσως στην πρώτη ρήξη να διακρίνουμε κάτι και από τα δικά μας υστερήματα όμως τό πιό συνηθισμένο είναι να μην βλέπουμε μέσα μας κανένα ψεγάδι.

Τoν έρωτα τον προδίνει μόνο ό Άλλος. Έβαλε λιγότερα στό παιχνίδι σε σχέση με το τι προσφέρει, απολαμβάνει περισσότερα. Αρχίζω να μετράω, να λογαριάζω. Και οι λογαριασμοί με βγάζουν πάντα άδικημένο, άρα δικαιούμαι να αντιδρώ, να μεμψιμοιρώ, να γίνομαι επιθετικός, να μεταλλάζω την προδομένη μου στοργή σε απαίτηση. Κι άν ο Αλλος αντιδράσει με τις δικές του μετρήσεις και τους δικούς του λογαριασμούς, τότε η ρήξη είναι άγρια, θηριώδης. Δεν παίζονται συμφέροντα βιοτικά, παίζεται η ζωή-όλα ή τίποτα. Ακόμα κι αν ο αλλος αποτραβηχτεί σιωπηλός στη θλίψη του, αφήσει έκθετες τις πληγές του, δέν έχω μάτια να δώ, δεν μπορώ να πονέσω για την οδύνη του, έξακολουθώ νά μετράω μόνο τήν δική μου. Δεν έχει δίκιο να είναι θλιμμένος, μόνο εγώ έχω αυτό το δίκιο.
Ο Αλλος είναι η αποτυχία μου να ζήσω, είναι η επαλήθευση της μοναξιάς μου, η κολασή μου. Ισως παλεύει κι αυτός, σφαδάζει, ζεί την δική του παγερή μοναξιά. Κάποια ελάχιστη τρυφεράδα από μένα, ένα χάδι και πάλι, ένας λόγος γλυκός, θα μπορούσε να τον αναστήσει. Μα εγώ στο προσωπό του βλέπω μόνο το δικό μου κενό και τα μόνα λόγια της καρδιάς είναι το παραπονό μου. Εμένα ποιός με ρωτάει, ποιός μετράει τη δική μου ανάγκη και οδύνη.

Δεν υπάρχει οδύνη και πίκρα πιο βασανιστική από την αντιμαχία ανθρώπων που πίστεψαν πώς ήταν αμοιβαία και ολοκληρώτικα έρωτευμένοι.

Χ. Γιανναράς
Σπουδή στο «Άσμα Ασμάτων».

Ακου... Ανθρωπακο!

Σε αποκαλούν ανθρωπάκο, συνηθισμένο τύπο. Σου λένε πως ξημέρωσε η μέρα σου, η εποχή του κοινού συνηθισμένου ανθρωπακου! Αυτό δεν το λες εσύ ανθρωπάκο, το λένε πρόεδροι εθνών, αρχηγοί εργατικών συνδικάτων, μετανειωμένοι γιοί της αστικής τάξης, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι! Σου προσφέρουν το μέλλον αλλά δεν σε ρωτάνε τίποτα για το παρελθόν σου! Κληρονόμισες ένα φοβερό παρελθόν και η κληρονομιά σου είναι καυτό διαμάντι στα χέρια σου, αυτό έχω να σου πω.

Ένας γιατρός, ένας υποδηματοποιός, ένας μηχανικός, ή ένας εκπαιδευτικός πρέπει να ξέρει τις ανεπάρκειές του εάν πρόκειται να κάνει την εργασία του και να κερδίσει τα προς το ζείν του. Εσύ εδώ και δεκαετίες έχεις εξαπλωθεί στον κόσμο ολάκερο. Το μέλλον της ανθρώπινης φυλής εξαρτάται από τις σκέψεις και τις ενέργειές σου. Αλλά οι δάσκαλοι και οι κύριοί σου δεν σου λένε πώς σκέφτεσαι πραγματικά και τι πραγματικά είσαι! Κανένας δεν τολμά να σε αντιμετωπίσει με τη μια και μοναδική αλήθεια που είναι ικανή να σε κάνει τον απαρέγκλητο κύριο της μοίρας σου. Είσαι ελεύθερος από μια μόνο άποψη ανθρωπάκο, είσαι απαλλαγμενος από αυτοκριτική, την μόνη ίσως ιδιότητα που θα μπορούσε να σε βοηθήσει να κυβερνήσεις την ζωή σου. Ποτέ δεν σε άκουσα να παραπονιέσαι λέγοντας,
-Με εξυψώνετε ως μελλοντικό κύριο του κόσμου μου αλλά ποτέ δεν μου είπατε πως ένας άνθρωπος γίνεται κύριος του εαυτού του, ποτέ δεν μου είπατε τι είναι λάθος σε μένα και στο τρόπο που σκέφτομαι και πράτω! Αφήνεις τους ισχυρούς να ζητάνε στο όνομά σου περισσότερη δύναμη ανθρωπάκο αλλά ο ίδος παραμένεις σιωπηλός. Παρέχεις σε ισχυρά άτομα περισσότερη δύναμη ή επιλέγεις τα αδύνατα, κακοήθη άτομα για να σε αντιπροσωπεύσουν. Και ανακαλύπτεις πάρα πολύ αργά ότι είσαι πάντα το θύμα. Σε καταλαβαίνω ανθρωπάκο γιατί σε έχω δει πολλές φορές γυμνό στην ψυχή και στο σώμα, χωρίς μάσκα, χωρίς πολιτική ετικέτα, χωρίς εθνική περιφάνεια.
-Θα σου πω τι είσαι ανθρωπάκο, θα σου πω γιατί στ’αλήθεια πιστεύω στο λαμπερό μέλλον σου.
-Επειδή το μέλλον ανήκει αναμφισβήτητα σε σένα, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Δες όπως είσαι πραγματικά. Άκουσε αυτά που κανένας από τους ηγέτες ή τους εκπροσώπους σου δεν τολμά για να σου πει: Είσαι μικρός και συνηθισμένος άνθρωπος, λάβε υπ' όψιν σου το διπλο νόημα αυτών των λέξεων, μικρός και συνηθισμένος.
Μην τρέχεις μακριά, έχε το θάρος να κοιτάξεις μέσα σου.


Από το βιβλίο 'Άκου Ανθρωπάκο' του Wilhelm Reich
όταν λέμε ονειρεύτηκα
δε σημαίνει πως είδαμε στ’ αλήθεια ένα όνειρο,
αλλά ότι ξυπνητοί
φέρνουμε λίγο προς τα μπρος
κάτι που στέκει πίσω πραγματικό
μήπως ξεχάσουμε
πως μονάχα ως όνειρο μας είχε βασανίσει.

Τα κοκκινα πουλια

Έτσι σκοτείνιασα
περνώντας μες στα μάτια μου
κόμπους τα δειλινά των Κυριακών.
Για να ’χω ένα δικαίωμα
στων αστεριών το σβήσιμο
κάθε που απρόσκλητα φωτίζει
η μικρή μιας άρκτου ερημιά

Δεν είναι πως
την άφιξή τους δεν περίμενα,
με τα φτερά τους κόκκινα του πόθου
να τσιμπολογούν τη στέγη μου

- βλασταίνουνε οι θεότητες ποτέ
στα βράχια τα τραχιά τους σπόρους
όταν ο άνεμος σε χώμα τους υγραίνει,
την κόλαση έτσι γλυκά όπως καίει; -

Μα ήρθαν και μέσα μου φυτρώσαν
τα γιασεμιά, τα ρόδα τους, τα κρίνα
και στο λαιμό μια κόκκινη κραυγή
χαράξανε στον έρωτα ταγμένα

Ήρθαν και φθινοπωρινά πέταξαν
αφήνοντάς με πέτρα που την χαϊδεύει
το γερασμένο ανέμισμα της μνήμης
κάποτε να λέω, απλά, πως έφυγαν
λες και ποτέ δεν τα λαχτάρισα να ’ρθουν

Τα κόκκινα Πουλιά
(ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΗΛΟΥ της Τζίνας Μουκριώτη)

Μοναξια μου ολα... μοναξια μου ΤΙΠΟΤΑ


Αναρωτήθηκες ποτέ; Το σκέφτηκες; Τι ήχο έχει η μοναξιά; Εγώ πολύ.
Άκρη δεν βρήκα, μην νομίζεις. Κάτι σπασμένες μόνο χορδές στην πλάτη μου αισθάνθηκα κάποια στιγμή και είπα ότι αυτός μπορεί κι ο ήχος της να ‘ναι. Πέσανε άηχες όμως στα μεταλλικά σκαλοπάτια που αυτοκινούμενη κατέβαινα σήμερα το πρωί. Μετά τις είδα να τις παίρνει μαζί του ο συρμός της απέναντι πλευράς. Κορδέλες ήταν τελικά και όχι ήχοι, που ξετυλιχθήκαν χυδαία στην δίνη του αέρα που στροβιλίστηκε…
Μετά πάντα έρχεται η σιωπή; Το τρίξιμο της καρέκλας γεμάτο αγωνία έπεσε πάνω της και θαρρώ, την έσπασε. Σημασία δεν του έδωσε. Ήξερε ότι είναι δυνατότερη από κάτι τέτοιους μικροαστικούς ελιγμούς. Τους έπνιγε άλλωστε τόσα χρόνια, γιατί κάτι να έπρεπε να αλλάξει τώρα; Το συνεχόμενο της ροής των αμαξιών βρήκα ότι ίσως κάποτε να την φόβισε. Αλλά κι εκεί νικήτρια βρήκε. Τους έστησε φανάρια χρωματιστές παγίδες παλμών. Στον κόκκινο μας επέβαλε και πάλι την παρουσία της. Χωρίς κανένας να μπορεί να της φέρει αντίρρηση, απέδειξε για ακόμη μια φορά το ισχυρό της θέσης της. Τελικά πιστεύω ότι πλανιέται πάνω από μια πόλη νικημένη να είναι τόσο εξωφρενικά σιωπηρή…
Χαμηλωμένοι ήχοι τηλεόρασης όλοι μας. Κουνάμε μόνο κάθε τόσο τα χείλια μας, μα ποιος πιστεύεις ότι ξέρει να τα διαβάζει; Κανένας δεν μας το έμαθε. Μας βούτηξαν το κεφάλι σε ένα ποτήρι κογχύλι γεμάτο νερό ή στην καλύτερη μας το σφήνωσαν στον ιππόκαμπο. Έτσι, για να έχουμε μέσα στις αυταπάτες μας, ήχους να πορευόμαστε. Όνειρα πουλημένα σε κάθε γωνιά τούτοι οι ήχοι τελικά, τι λες; Θαρρείς και η αποκωδικοποίηση είναι αγαθό προς πώληση. Κανένας δεν το έχει. Τελείωσε φωνάζουν. Μας τελείωσε…
... κι έτσι πάλι μείναμε με τους μοναχικούς ήχους της σιωπής,
... παρέα να τους ψάχνουμε καημένε μου, δεν το κατάλαβες;

"αμνησια"




Βόλτες κόβει η θλίψη,
στα πεζοδρόμια των ματιών απ’ το πρωί.
Και δεν λέει να σταματήσει τούτο το πάνω κάτω,
όπως και κάθε τέτοια μέρα καθαριότητας.
Τα βλέφαρα κουρασμένα,
ήρθε στιγμή που είπανε να φύγουνε,
πόρτες κλείσανε σίγουρα, μήπως και παράθυρα;
Αδιάφορα εγκατέλειψαν. Τι ξέρουν άλλωστε αυτά
για των ψυχών τα σκονίσματα;
Κι όπως κάποιο λίγο φως μπαίνει
στο μικρό δωμάτιο του κορμιού,
όλη του την σκόνη δείχνει.
Αυτή να είναι που στο σπίτι,
μυρωδιά παλιού ξυλάδικου αφήνει;
Κι έτσι όπως όλα τα αγάλματα της μνήμης
έσκυψαν ευλαβικά να καθαρίσουν,
‘Προσέχετε’ φώναξα, σιωπώντας.
‘Προσέχετε τούτη εκεί την κορνίζα.
Δεν βλέπετε ότι στα μάτια μέσα της,
ούτε μια τόση δα σκόνη θλίψης δεν έχει;
Ήσυχη αφήστε την,
αυτή από καιρό περάστηκε με λούστρο αμνησίας.’

Κι ομως "Σωπαινω" σημαινει... "υπαρχω"



Κοίτα με, σωπαίνω.

Άκου με, υπάρχω.

Φωνής δειλίες. Με μέτρο και ρυθμό. Τακτοποιημένες. Καθημερινές.

Ξεκινούν ταξίδια μακρινά. Βγαίνουν από μέσα.

Αποδέκτες, μερικές φορές, ίσως και άγνωστοι να είναι.

Σημασία έχει να μας ακούνε; Έτσι υπάρχουμε; Έτσι οριζόμαστε; Από μια χροιά;

Κλείνομαι μέσα. Ακόμη κι όταν έξω υπάρχω.

Κινούμαι. Οποιοδήποτε ερέθισμα με καθιστά ένα εκατοστό πιο μακριά.

Τίποτα ικανό στο εδώ να με φέρει. Μέσα απ’ τα κογχύλια της επιλεγμένης ηρεμίας κοιτώ πράγματα και καταστάσεις. Ασφαλίζω ήχους χωρίς άμεση ταυτοποίηση. Κυλάω σε κάθε τι. Ανασαίνω λίγο πιο εκεί. Δεν μπορώ σε κέντρου σημεία να υποβόσκω. ,

Φθίνουσες υποστάσεις επιλεγώ. Όσο του κινήτρου την κατάσταση παλεύω.

Βάζω τ’ αυτί μου πάνω σε στιγμές. Τις αποτυπώνω μόνο ηχητικά. Οι εικόνες με κουράσανε. Πτώση οπτική. Μήκος κύματος χωρίς τονισμό. Άτονο απλά. Κύκλοι όπως επιλεχθήκαν. Χωρίς εμένα να υπολογίσουν. Ως κάθε παρατηρητής μόνο κατάρρευση επιφέρω. Επιμηκύνω τις αισθήσεις. Κυματοειδής μορφή. Στιγματίζω αρχές και τελειώματα. Σφραγίζομαι σε κύτταρα ηχητικά. Έτσι για να πω κι εγώ κάποια εξωφρενική ατάκα σιωπής.

Ανάμεσα σε κτύπους ρολογιού κρύβω τις επιθυμίες μου.
Έτσι τις τακτοποιώ εγώ. Κρύβοντας τες. Βάζοντας τες πίσω απ’ το κάθε λεπτό.
Ξέρω τι έκρυψα πίσω από τις 10 και 10. Ξέρω τι έκρυψα πίσω από τις 7 ακριβώς.
Έτσι εγώ το σταυρόλεξο του μυαλού μου λύνω.
Κι αν δύσκολο σου φαίνεται, για μένα εύκολο είναι. Η ζωή μου είναι.
Μην πέφτεις στις παγίδες του εύκολου εντυπωσιασμού. Δεν πιάνουν σε μένα.
Μπορεί, με λίγες ίσως λέξεις να μιλώ αλλά από πίσω η καθεμιά, άλλες τόσες κουβαλάει.
Ότι θέλω φαίνεται. Ένα απλό ρολόι.
Ότι θέλω λύνεται. Ένα ακόμη σταυρόλεξο…

καποιες φορες... καποιες σκεψεις



Οι μέρες κυλούν και φέυγουν.. Το ίδιο κάποιοι ανθρώποι απ' τη ζωή μας.
Έφυγα κι εγώ, λίγες φορές…αλλά σημαντικές.
''Χάλασα'', ''πρόδωσα'' φιλίες χρόνων ολόκληρων..
Δεν ξέρω το γιατί.. και ίσως ποτέ να μην το καταλάβω.
Πιστεύω πολύ στον κύκλο που κάνει το κάθετί.
Κι όταν ο κύκλος ενος πράγματος κλείνει, τότε τελειώνει.
Ναι, μένουν οι αναμνήσεις, ναι, κάποτε ίσως νοσταλγίσεις τα παλιά..
Ε, και λοιπόν?
Ένα άλλο πράγμα όπου πιστεύω πολύ είναι η μοναξιά του καθενός μας.
Μόνοι μας ερχόμαστε, μόνοι μας φεύγουμε. Έτσι έχουν τα πράγματα, δεν περνάει απ' το δικό μας χέρι.. Δεν είναι θέμα απαιδιοδοξίας. Απλά έτσι είναι.
Τίποτα δεν είναι τόσο σταθερό στη ζωή μας, κανένας άνθρωπος, όσο ο ίδιος μας ο εαυτός.. Ούτε καν η οικογένεια.
Τι γονείς? Τι αδέρφια? Ό,τι και να έχεις γύρω σου τώρα… ανα πάσα στιγμή μπορεί να χαθεί.
Όχι απαραίτητα με τσακωμό, υπάρχει ο θάνατος, και οι διάφορες καταστάσεις που μπορούν να σε στείλουν μακριά απ' όλα.
Σκέψεις της στιγμής γράφω, μπορεί αύριο, μεθάυριο να έχω κι άλλη άποψη. Αλλά τώρα έτσι βλέπω τα πράγματα..
Και δεν είναι βλακείες που μου πέρασαν μόλις απ' το μυαλό.
Είναι σκέψεις βαθιά ριζωμένες στο κεφάλι μου εδώ και 2-3 χρόνια...
Για το θέμα ''συνοδοιπόρος στη ζωή'' δεν έχω αποφασίσει ακόμα.
Το σκέφτομαι πολύ τον τελευταίο καιρό..
Είναι δυνατόν να περάσεις με κάποιον μια ζωή και να ανέχεστε ο ένας τον άλλο?
Ειδικά όταν έστω ο ένας από τους δυο είναι ιδιόρρυθμος και λίγο ''περίεργος''??
Και οι γονείς μου γιατί έμειναν μαζί? Πως θα ήταν τώρα αν χώριζαν τότε ???
Τελικά στη ζωή αν δεν περιμένεις και πολλά, θα εκτιμάς το κάθετί καλό που σου συμβαίνει?

... ουτε μπορεις ν' ακολουθησεις τη δικη μου τη φυγη!

Καλά ταξίδια μάτια μου στις θάλασσες του κόσμου...


Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος


Όταν ο άνεμος φυσά
κι οι άνθρωποι σωπαίνουν
κάτι σκιές με προσκαλούν
στις έρημες μαρίνες
τα πλοία των ερώτων μας
μου δείχνουν που πεθαίνουν
και τριγυρνούν στην πλώρη τους
νεράιδες και σειρήνες

Πάνω στον πάγκο ενός καφέ
τα βρόχινα τους μάτια
για τα ναυάγια με ρωτούν
και της ζωής το ψέμα
κι εγώ δειλά τους απαντώ
κοιτώντας τα κατάρτια
η δύση κι η ανατολή
έχουν το ίδιο αίμα

Έτσι στα καθημερινά
αμήχανοι γυρνάμε
παιδιά που παίζουν στη βροχή
με τρυπημένη μπάλα
μα κάποιος γέρος ναυτικός
μας είχε πει θυμάμαι
πως πάντα μέσα μας θα ζουν
τα μπάρκα τα μεγάλα

Τρικάταρτο η αγάπη σου
και ο καιρός αρμύρα
μια Κυριακή σ΄αντίκρισα
και μού΄κλεψες το φως μου
ό,τι με πνίγει ν΄αγαπώ
είν΄η δική μου μοίρα
καλά ταξίδια,μάτια μου,
στις θάλασσες του κόσμου ...

Θέλησα να δώσω λύσεις...

Πάλεψα με τις λέξεις.

Με τον χρόνο τους.

Με τα διαστήματα του.

Με τις φωνές τους.

Με τα αισθήματα που μου γεννούσανε ακατάπαυστα.

Με τα ερεθίσματα που τα μάτια μου συνεχώς ανέλυαν.

Κουράστηκα όμως.

Οι αντοχές μου με παράτησαν.

Οι ενοχές μου αλλοιώθηκαν.

Μεταβλήθηκαν.

Μεταποιήθηκαν.

Και οιαδήποτε καταγραφή τους πλέον με καθιστά όσο πάει και πιο ανεπαρκή.

Με ελλατώνει. Κι όσο κι αν προσπαθώ η απώλεια αυτή πληθωριστικά με πνιγεί.

Σε στιγμές που της πυκνότητας το μέγεθος με καλύπτει, αδυνατώ.

Σε στιγμές που η αντίληψη λειτουργεί, μειώνομαι. Ελαχιστοποιούμαι.

Κι όσο κι αν αλλιώς επιθυμώ να τις ταιριάζω, ώστε άλλο νόημα να βγάζουν, τόσο περιπλέκομαι. Βυθίζομαι στην ήττα που μου προσφέρουν.

Κι όμως δεν έπρεπε έτσι να είναι. Δεν ήθελα έτσι να είναι.

Δεν επιθύμησα καμία μάχη κι όμως πήρα μέρος σε πολλές.

Έχασα, κέρδισα. Άνευ σημασίας. Δεν ήταν ο σκοπός μου αυτός. Ήθελα απλά δικαιοσύνη. Μέσα της να υπάρχω. Είδα ότι δεν υπάρχει.

Και ότι η κατανόηση νοημάτων επιφέρει περιδίνηση. Αλλοιώνει κύτταρα που σκοπό είχαν τούτη την επίτευξη. Ας είναι.

Φτάνει η κατανόηση. Όση ήταν, έγινε. Όση έγινε, είναι.

Δεν θα μου επιτρέψω πια μέρος σε τέτοιου είδους μάχες να πάρω.

Συμπλήρωσα τον χρόνο μου με δαύτες. Κι αν αυτές το επιδιώξουν, εγώ ηττημένη εξ’ υπ’ αρχής θα δηλώσω. Γιατί έτσι από άσκοπες πια μάχες θα με σώσω…

"Σιωπηρα μετρημενος ο χρονος..."


Τίποτα δεν υπάρχει πια.
Εικονίσματα έμειναν όλα.
Κι αυτές ακόμα οι στιγμές, που πάντα στην αρχή και στο τέλος τους έσταζες κι από ένα ξεθώριασμα, τυλιγμένες όλες στης μνήμης το κουβάρι δεν θέλουν πια να ανακληθούν. Κουράστηκαν...πίστεψε το.
Πόσες φορές - μέτρησες άραγε; - τις έβαλες απέναντι σου; Δίπλα σου;
Μπορεί δικές σου να τις θεώρησες αλλά ποτέ δεν ήταν.
Ζωή που την έζησες.
Ψυχή που την έσωσες;
Τίποτα δεν υπάρχει πια.
Απλά... ένα μυαλό που κάηκε. Που πήρε φως. Κι όσο κι αν εσύ σε σκοτεινό θάλαμο θέλησες να το διατηρήσεις, αυτό τόσο να καίγεται. Επαναληπτικά.
Είναι τα μάτια σου που το κάψανε. Είναι τα φωτεινά σου μάτια.
Τα βούτηξες αλόγιστα στης τύψης το βερνίκι.
Θεώρησες ότι το καλύτερο ήταν, έτσι να τα προστατέψεις.
Τίποτα δεν σκέφτηκες άλλο τελικά εκτός απ’ την διατήρηση της μνήμης. Ούτε καν εσένα.
Πάλεψες και το πέτυχες.
Ακόμη κι όταν βρήκες το δισκοπότηρο της ανάσας που έχασες, το κράτησες στα βερνικωμένα μάτια σου.
Κι ό,τι κι αν καίγεται από τότε δεν το μετράς.
Κι είναι μέρες τώρα που μια σιωπή μ’ ακολουθεί... αόρατη.
Όσο κι αν προσπαθώ να την εντοπίσω αυτή παραμένει κρυμμένη.
Την νιώθω όμως. Δίπλα μου. Ανασαίνει βαριά. Κουρασμένα. Με διαπερνάει σαν ρεύμα ώρες ώρες.
Μετά χάνεται...
Ξέρει ότι θα προσπαθήσω να την βρω και παίζει μαζί μου; Ίσως να θέλει και να με προστατέψει. Αλλά κι αν έτσι είναι τότε θα έπρεπε στα φανερά να σταθεί απέναντι μου και να μου μιλήσει? Δίπλα μου να κάτσει και να μου αγγίξει τα μαλλιά? Αγκαλιά να με πάρει στοργικά για να μην φοβάμαι...
Όχι αυτήν. Ποτέ μου δεν την φοβήθηκα. Απλά δεν μου αρέσει η αίσθηση του χαμένου και το ξέρει. Του απλησίαστου.
Καλυτέρα βουτηγμένη μέσα σε λόγια, κι ας πονάνε, χτυπημένη από αναμνήσεις, κι ας φύγανε. Δεν θέλησα τίποτα άλλο παρά το ολοφάνερο. Αυτό το ιδιοκτησιακό ολοφάνερο του άλλου.
Έχτισα ό,τι προσπάθησα.
Πίστεψα ό,τι πάλεψα.
Χωρίς να μειώσω τίποτα αφού καλά ξέρω ότι κάτι τέτοιο πρώτα εμένα θα μείωνε.
Κι όμως...
Ότι δεν ήθελα έζησα.
Ότι δεν μπόρεσα.
Ότι δεν γινότανε.
Και το θέλησα, το μπόρεσα, το έκανα. Δικό μου το αντίθετο έκανα.
Και τούτο καλά το έμαθα, αλλιώς δεν πολεμιέται…
Μετριέμαι και πάλι λίγη βρίσκομαι. Με μια τρεμάμενη ωλένη προσπαθώ να σταλθώ ανάμεσα σε χρόνους που γράφονται γύρω μου. Φάλαγγες που ακουμπάνε σ’ ένα ποτήρι γεμάτο ποτό. Πικρόξινο. Ανάλατο. Σώθηκε όλο το αλάτι του κόσμου τούτου όταν πάνω στις πληγές μου ρίχτηκε θαρρώ.
Διαλυόμενα μόρια παγωμένου νερού που δεν μπορούν τίποτα να κρύψουν πια... διάφανα. Χτυπάνε στα τοιχώματα ενός γυαλιού επαναλαμβανόμενα προτεινόμενο σε δυο χείλη που καίνε.
Πνίγομαι μέσα του χωρίς από κανέναν βοήθεια να ζητάω.
Ό,τι ζήτησα είναι τώρα παρελθόν. Μάτια κλειστά μην τυχόν και με δούνε. Ανασκαφές ενός αιώνα πριν από σήμερα. Τόσο είναι. Τόσο ορίζω εγώ ενός χρόνου τις μέρες.
Ρήμα άχρονο το ‘ορίζω’. Όπως και το ‘χειροκροτώ’.
Πως γίνεται μην ρωτάς.
Περπάτησα χιλιόμετρα για να έρθω εδώ. Κοίταξα πίσω κάποιες χίλιες φορές. Όλες καυτές. Όλες ασύστολα μοναδικές. Κι αυτές κλεισμένες πια, σε ένα ποτήρι που σπάει συνεχόμενα και επαναληπτικά. Κι εκεί μαζεμένα όλα, σε μια κερκίδα που παρέα στην ωλένη κάνει, χειροκροτάνε δυο μάτια κλειστά και μια ψυχή που μέσα σε τούτα τα δυο μάτια τάχθηκε να ζει…
Δυσκολεύτηκα να το δεχθώ πάντως.
Αλλά τελικά μάλλον απλά το αποδέχθηκα.
Ίσως και να μην άξιζε για ό,τι μου πήρε !!!!!!!!!!!!!!!!!

Έδωσα...
Πήρα....
Κι όλα μπροστά μου μείνανε!

και?
και έτσι απλά έγινε το μείον, ίσον…
Ίδωμεν λοιπόν τι, ο απο-λογισμός ετούτος, θα μου φέρει…
ισον το (άκλιτο) :

μαθηματικό σύμβολο που δηλώνει

μια σχέση απόλυτης ισότητας,

ερμηνεία από το on-line λεξικό Τριανταφυλλίδη.

Αποτέλεσμα τετελεσμένο


Μάζεψα δυο αχτίδες. Από κείνες τις θολές. Στα μάτια μου τις έφερα και το κόκκινο τους μ’ έκαψε. Δεν το ήθελα αλλά το έκανα.
Είναι από αυτές τις πράξεις απόγνωσης που κάθε τρελός κάνει. Ξέρει αλλά κάνει.

Δεν ήθελα να σε τρομάξω.
Δεν ήθελα καν να το ξερεις.
Αλλά στο όνειρο σου ήρθα. Ξανά και ξανά. Επαναληπτικά.
Σαν καραμπίνα που εκπυρσοκροτεί. Ε π α ν α λ η π τ ι κ ά.
Ότι θραύσμα κι αν πετάχτηκε, ξέρω, δεν σε χτύπησε.
Αν και δεν έβλεπα, κομμάτια γινόμουν απ’ τα κομμάτια του να σε προστατέψω.
Έτσι ήλπιζα ότι εμένα θωράκιζα.

Δεν ξέρω τι να πω πια. Σφαίρες οι λέξεις. Άηχες. Ανέλπιστες.
Τρέχουν αλλά δεν πρόφτασαν. Χτυπήθηκαν με τον αέρα αλλά σώες έμειναν.
Αυτές... γιατί εμείς πληγωθήκαμε.
Από ό,τι ελπίσαμε.
Από ό,τι προσπαθήσαμε.
Από ό,τι ζήσαμε.
Μέρες τόσο λευκές όσο και το αλάτι.
Όμως οι εισπράξεις είναι μέρος παγερό τελικά.
Και έχουν αποτέλεσμα τετελεσμένο.
Α π ο τ ε λ ε ι ω μ έ ν ο …

Σαν... ξέφτια!


Για πόσο μπορεί μια λέξη να σπαράζει μέσα μας; Πόση φωνή πρέπει να ‘χει για ν’ ακουστεί;
Πόση δύναμη πρέπει να ασκήσει για να ελεθευρωθεί;
Είναι φορές που τις ακούω να τριγυρνάνε μέσα μου, σαν Ερινύες.
Τύψεις πλέκουν στο μυαλό μου, γιατί τις φυλάκισα.
Κι άλλες φορές γροθιά στο πρόσωπο μου δίνουν, όταν τις ελευθερώνω.
Σωστό πουθενά. Άτοπο. Άχρονο.
Κυλούνε μέσα μου, όμως.
Γδέρνουνε το δέρμα μου, όμως.
Δεν τις προλαβαίνω, είναι αλήθεια. Δεν με προλαβαίνουν κι ας είναι ψέμα.
Οι όψεις τους αλλάζουν. Άλλες φθαρμένες απ’ την αχρηστία. Άλλες άφθαρτες απ’ την χρήση. Και δεν είναι αχαριστία.
Ό,τι μου δόθηκε, να το φροντίζω, θέλω. .
Θέλω κι αν δεν μπορώ. Μπορώ ακόμη κι όταν δεν θέλω.
Δεν είναι θέμα προσώπου, είναι θέμα ιδιότητας. Ιδιότητας του χαρακτήρα.
Όσος έχει απομείνει. Μαζί μου.
Όταν της διαδρομής τα μονοπάτια περπατάς, κάπου κάτι χάνεις.
Μπορεί να αναπληρώνεις, αλλά χάνεις.
Σαν ξέφτια αφήνεις στο διάβα σου, κομμάτια σου
.
Μερικές φορές, ξέρεις, δεν θες καν άλλο βήμα να κάνεις. Να μείνεις εκεί επιθυμείς, μαζί τους. Ήταν βλέπεις τα αγαπημένα σου. Τα δικά σου.
Άσκοπο.
Δεν μπορείς.
Δεν γίνεται που να με πάρει.
Το βήμα έχει ήδη οριστεί το επόμενο, απ’ το προηγούμενο
.
Σκύβεις, μπας κι αν γίνεις ένα με το χώμα, απαρατήρητη περάσεις.
Ποιος το κατάφερε; Κανένας. Τίποτα.
Ούτε καν το ίδιο το κενό.
Κι αυτό το ανακαλύψαμε όμως.
Όταν κάποιες λέξεις ξεστομίσαμε…

ΕΝΤΕΚΑ ΛΕΠΤΑ_PAULO COELHO

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και λαμπερό, χρωματιστό και υπέροχο φτέρωμα.
Ήταν δηλαδή ένα ζώο φτιαγμένο για να πετάει ελεύθερο και να αιωρείται στον ουρανό, δίνοντας χαρά σε όποιον το παρατηρούσε.
Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε.
Έμεινε να κοιτάζει το πέταγμα του με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα, με την καρδιά της να γοργοχτυπάει και τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση. Την κάλεσε να πετάξει μαζί του και ταξίδεψαν μαζί στον ουρανό μέσα σε απόλυτη αρμονία.
Η γυναίκα θαύμαζε, υμνούσε και λάτρευε το πουλί.
Αλλά τότε σκέφτηκε: Μπορεί να θέλει να γνωρίσει μακρινά βουνά!
Και η γυναίκα αισθάνθηκε φόβο. Φόβο μην το ξανανιώσει πια αυτό με άλλο πουλί.
Και αισθάνθηκε φθόνο, φθόνο για την ικανότητα του πουλιού να πετάει.
Και αισθάνθηκε μοναξιά.
Και σκέφτηκε: Θα στήσω παγίδα. Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί το πουλί, δε θα ξαναφύγει.
Το πουλί που ήταν και αυτό ερωτευμένο, επέστρεψε την επόμενη μέρα, έπεσε στην παγίδα και κλείστηκε στο κλουβί.
Κάθε μέρα η γυναίκα κοιτούσε το πουλί. Ήταν το αντικείμενο του πάθους της και το έδειχνε στις φίλες της, που σχολίαζαν: «Μα εσύ τα έχεις όλα».
Όμως άρχισε να γίνεται μια παράξενη μεταμόρφωση: αφού είχε το δικό της πουλί και δε χρειαζόταν πια να το κατακτήσει, έχανε το ενδιαφέρον της.
Το πουλί, χωρίς να μπορεί να πετάξει και να εκφράζει το νόημα της ζωής του, πήρε να μαραζώνει, να χάνει την λάμψη του, να ασχημαίνει-και η γυναίκα δε του έδινε πλέον την προσοχή της, μόνο το τάιζε και φρόντιζε το κλουβί του.
Μια ωραία μέρα, το πουλί πέθανε.
Η γυναίκα λυπήθηκε πολύ και το σκεφτόταν συνέχεια.
Αλλά δε θυμόταν το κλουβί, θυμόταν μόνο τη μέρα που το είδε πρώτη φορά, να πετάει ευχαριστημένο μέσα στα σύννεφα.
Αν παρατηρούσε τον εαυτό της, θα ανακάλυπτε ότι αυτό που τη συγκινούσε τόσο πολύ στο πουλί ήταν η ελευθερία του, η ενέργεια που εξέπεμπαν οι φτερούγες του, όχι το ίδιο του το σώμα.
Χωρίς το πουλί και η δικής της ζωή έχασε το νόημα της και ο θάνατος ήρθε να χτυπήσει την πόρτα της.
«Γιατί ήρθες?» ρώτησε το θάνατο.
«ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΞΑΝΑΠΕΤΑΞΕΙΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ», αποκρίθηκε ο θάνατος.
«ΑΝ ΤΟ ΕΙΧΕΣ ΑΦΗΣΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ, ΘΑ ΤΟ ΑΓΑΠΟΥΣΕΣ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑΖΕΣ ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ. ΤΩΡΑ ΟΜΩΣ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΕΜΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΞΑΝΑΔΕΙΣ.»

Το Φάντασμα Της Αξόδευτης Αγάπης


Aν στέρηση είναι να μην έχω αυτό που επιθυμώ, ανικανοποίητο είναι να έχω μεν αυτό που επιθυμώ αλλά να μη μου προσφέρει τη γεύση που περίμενα να μου προσφέρει. Η απόκτησή του να αποδεικνύεται απογοητευτική.
O άνθρωπος σήμερα μαραίνεται μέσα στην εποχή του ανικανοποίητου.
Κι αν, όταν στερείσαι, μπορείς να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς, μέσα στην ανικανοποίητη καθημερινότητα, τις απανωτές απογοητεύσεις -όχι απ" αυτά που δεν έχεις αλλά απ" αυτά που έχεις- δεν ξέρεις πια τι ακριβώς να επιθυμήσεις.
Από παντού ακούς χείλη πικρά να συμπεραίνουν πως δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, αξίες, φιλότιμο.
Οι άνθρωποι παραπονιούνται πως δεν τους αγαπούν.
Είναι εξάρτηση να περιμένεις από τους άλλους να σου χαρίσουν την αγάπη.
Η αγάπη όντως είναι η μεγάλη πλήρωση της ύπαρξης, αλλά μόνο όταν πρόκειται για αγάπη που δίνεις. Όσο κι αν αγαπιέσαι, το ανικανοποίητο θα επιμένει ζοφώδες στην καρδιά, αν αυτή η καρδιά δεν μπορεί να αγαπήσει. Γεμίζουμε μονάχα απ" την αγάπη που εμείς δίνουμε, από την πίστη που ασκούμε, από όσα δικά μας χαρίζουμε. Ακόμα κι η ψυχή, διά της απωλείας της κερδίζεται.
Είναι μοίρα ή ελεύθερη επιλογή η ικανότητά μας στο συναίσθημα; Πρέπει να είναι ελεύθερη επιλογή γι" αυτό κι η καρδιά είναι διαρκώς θυμωμένη με τον μίζερο εαυτό μας που τη στενεύει. Κι αν είναι δύσκολο να βρίσκεις αγάπες, είναι πολύ πιο δύσκολο να αγαπάς, προϋποθέτει μεταστροφή της εγωιστικά εκπαιδευμένης προσωπικότητάς μας κάτι τέτοιο.
Όσο την αρνούμαστε τη μεταμόρφωση, η επιδημία της ανίας και της κατάθλιψης εξαπλώνεται, σαν φάντασμα στοιχειώνει τη ζωή μας.
Λέγεται πως μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη.

... πληθυντικος αριθμος

κι όπως... προείπε ο Καβάφης: σημασία δεν έχει ο προορισμός όσο το ταξίδι!

stamatis kraounaki...


Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πρώτη εκτέλεση: Σταμάτης Κραουνάκης & Λίνα Νικολακοπούλου ( Ντουέτο )


Κουβέντα θ’ ανοίξουμε τώρα
με τι εννοείς και τι εννοώ;
Ξεκίνα παιδί μου προχώρα
η τρελά κι η νύχτα δεν έχουν θεό

Το χέρι σου δώσ’ μου
και πάμε στου κόσμου
την πιο νευρικιά διαδρομή
εμείς και νεκροί θα αγαπάμε
το θύμα, το θύτη και την αφορμή

Αγάπη μου, λατρεία μου
κουβέντα κι ιστορία μου
δικό μου πεπρωμένο
Χριστέ και Παναγία μου
στην πρώτη απεργία μου
μαζί σου κατεβαίνω

Κουβέντα θ’ ανοίξουμε τώρα
με τι ‘ναι καλό και τι ‘ναι κακό;
Ξεκίνα παιδί μου προχώρα
δεν είναι για φόβο και πανικό

Το χέρι σου δώσ’ μου
και πάμε στου κόσμου
την πιο νευρικιά διαδρομή
εμείς και νεκροί θα αγαπάμε
τα όχι, τα ίσως, τα ναι και τα μη

Παντα οι ιδιες οι Κυριακες...

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA


Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Ρίτα Αντωνοπούλου


Πάντα θα κλαις τις Κυριακές
που όλες οι σιωπές δε σε χωράνε
πάντα οι ίδιες αντοχές
θα φτάνουν ως την άκρη και θα σπάνε.

Πάντα θα χάνεις συλλαβές
τα λόγια σου ένας παλιός καθρέφτης
θα σε ζαλίζουν οι φωνές
δυο βήματα θα κάνεις και θα πέφτεις.

Κι αν σκοτείνιασες
κι άμα νομίζεις όλα πια τα έχεις χάσει
έλα,εγώ είμαι εδώ
σ`το ορκίζομαι κι αυτό πως θα περάσει.

Πάλι το βράδυ δε θα βγει
τα πόδια σου ξανά δε σε κρατάνε
πάλι στην ίδια φυλακή
τα μάτια σου τους τοίχους να μετράνε

Λάθη προσέχω να μη κάνω, γιατί...

...δεν μ' αρέσει συγνώμη να ζητάω! Εύκολο άλλοθι στα σφάλματα την μεταφράζω, εγώ η αγράμματη!
Το είδα γραμμένο σ' έναν τοίχο στο κελί ενός φυλακισμένου «το ψέμα που πληγή γιατρεύει, αλήθεια είναι.»
Άντε τώρα εσύ να του γυρέψεις στασίδι αδειανό, θέση σε μια καρδιά κεκλεισμένων των θυρών.
Δεν είναι «η γωνίτσα που αρκεί» Είναι του κόσμου η Άκρη, που στέκεσαι και καρτεράς να δεις τον ουρανό κι ας μην τον φτάνεις
Παρέα φιλική η μοναξιά σου κάνει όταν στα λόγια της καρδιάς αντίλαλο δεν πιάνεις ...


αφιερωμένο ... μ' έναν κόμπο στο λαιμό και μία θάλασσα οργής στην ψυχή μου!

... τι ωραία Θεέ μου τι ωραία χάμου στο χώμα ποδοπατημένη να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

Κιτρινα λογια με σινιε ξεφτιλα,
πουλαει η Μοναξιά... χιλιάδες φύλλα οταν ποζαρει στο φακο!



Τον περισσότερο καιρό σωπάινεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Βλέπεις θεάματα πληρώνεις φόρους
επιθυμώντας μ' όλους τους πόρους
να ζεις μονάχα με δικούς σου όρους
και να 'σαι ο ίδιος σου πομπός

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τα μανιφέστα του καιρού σου μίλα
κίτρινα λόγια με σινιέ ξεφτίλα
πουλάει η μοναξιά χιλιάδες φύλλα
όταν ποζάρει στο φακό

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό

Άκου κοινό !
Λάθος προφίλ του ανθρώπου ο νους
δεν αντέχει κόσμους αληθινούς
κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς

Τον περισσότερο καιρό σωπάινεις
στο τζάμι το θαμπό της οικουμένης
κοιτάς αυτά που δεν καταλαβαίνεις
κι ούτε που ξέρεις τι και πώς

Γλυκιά ακίνητη θολή νιρβάνα
δεν έχεις έρωτες μα έχεις πλάνα
έχεις οθόνη μα δεν έχεις μάνα
ούτε ένα χέρι φιλικό

Δυνάμωσις

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώση
να βγη απ' το σέβας κι' από την υποταγή.
Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ' έθιμα κι' απ' την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγη.
Από ταις ηδοναίς πολλά θα διδαχθή.
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθή.
Έτσι θ' αναπτυχθή ενάρετα στην γνώσι.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης_Τα Ανέκδοτα (1877;-1923)

Επιθυμίες

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά --
έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Παιδι μου...

Πριν απο χρονια σ' ενα ριγε φυλλο χαρτι κομμενο απο καποιο σχολικο μου τετραδιο,
μου 'γραψε ο πατερας μου αυτο το ποιημα του Κιπλινγκ!
Τοτε δε μου "ελεγε" τιποτε, δε μου εκανε κλικ που λεμε...
Άλλα τα διαβασματα μου, άλλες οι ανησυχιες μου... απλα το κρατησα λοιπον!
Στα χρονια που περασαν...
και το φυλλο απ' το χαρτι χάθηκε...
και η φωνη του πατερα μακρυνε
κι εγω μεγαλωσα,
πορευτηκα, που λενε, στο μονοπατι της ζωης... επελεξα, απερριψα, δημιουργησα, καταστρεψα...
πορευτηκα βρε παιδι μου... αυτο τα λεει ολα!
κι ακόμα πορευομαι,
παλευω και παλευομαι...
...και το παλευω!

Αν μπορείς να κρατάς την ψυχραιμία σου
όταν οι άλλοι χάνουν τη δικιά τους
και ρίχνουν σε σένα την ευθύνη
και την αιτία της αδυναμίας τους.
Αν έχεις πίστη στον εαυτό σου
όταν οι άλλοι αμφιβάλλουν για σένα
και δε σε πειράζει αυτή η δυσπιστία τους
Αν μπορείς καρτερικά να περιμένεις
χωρίς να σε κουράζει η αναμονή,
ή όταν διαδίδουν ψέματα για σένα
να μην ξεπέφτεις και συ στο ψέμα,
ή όταν φανερά σου δείχνουν μίσος
να μην αφήσεις το μίσος να σε καταλάβει,
κι όμως να μη φαίνεσαι πολύ αγαθός
μήτε πολύ στοχαστικός στα λόγια.
Αν να ονειρεύεσαι είσαι ικανός
δίχως να γίνεσαι σκλάβος των ονείρων
Αν να δέχεσαι μπορείς θρίαμβο και όλεθρο το ίδιο
και να αντιμετωπίζεις παρόμοια και τα δύο
Αν είσαι σε θέση να υπομένεις
ακούοντας την αλήθεια που συ είπες,
να επαναλαμβάνεται αλλοιωμένη από πονηρούς
που επιδιώκουν έτσι να παγιδέψουν αφελείς,
ή να παρατηρείς αυτά που συ τους έδωσες ζωή,
σπασμένα να κείτονται και παραπεταμένα
και να φτιάχνεις εξαρχής με εργαλεία φθαρμένα.
Αν τολμάς όλα σου τα πλούτη μαζεμένα
να τα παίζεις κορώνα-γράμματα μεμιάς,
να χάνεις κι απ' την αρχή να ξεκινάς
χωρίς να μέμφεσαι για τη μοίρα σου κανέναν
Αν μπορείς να κάνεις καρδιά, νεύρα και μυς
να σε υπηρετούν ακόμα κι όταν έχουν καταρρεύσει,
και γερά να κρατάς, ενώ δεν υπάρχει εντός σου
τίποτε πέρα από τη θέληση που τους λεει <βαστάτε!>
Αν μπορείς να μιλάς με χιλιάδες
κι όμως να κρατάς την αρετή σου,
ή να περπατάς με κυβερνήτες
κι όμως να μην αλλάζεις την απλή ζωή σου.
Αν ούτε εχθροί σε βλάψουν μπορούν,
μα ούτε και κοντινότεροι φίλοι,
Αν όλοι έχουν την ίδια αξία για σένα
και κάνεις πιο πολύ από τους άλλους
Αν μπορείς να γεμίζεις τη μέρα σου
με εικοσιτέσσερις ώρες αξίας ζωής,
τότε δική σου θα είναι όλη η Γη
με όλα της τα αγαθά
κι ακόμη... αληθινά θα είσαι Άνθρωπος... παιδί μου!

Aπολείπειν ο θεός Aντώνιον


"Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις με στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την, γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία, ως που να γίνει σαν μία ξένη φορτική" (Κ. Π. Καβάφης)

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δεν θά 'βγαινες στον δρόμο. 'Αλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου
.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
'Αλλα δεν έχει να σε δώσει πια.


Κι αν πτωχή την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα. Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα. (Ελύτης.)




Μπορούσα να περιμένω χίλιους κύκλους ζωής, να επιζήσω σε πλανήτες που περιστρέφονται ανάποδα, να κάνω χιλιάδες υπομονές αγόγγυστα.

Έχω την απορία όμως γιατί το μέλι είναι το ίδιο γλυκό με την αρμύρα της θάλασσας. Τώρα θα σχεδιάσω το νέο ταξίδι, που θα ναι φρέσκο σα γλυκό της ημέρας.
Πώς αλλιώς να σου εξηγήσω πως η ζωή ήταν μια τεράστια υπερβολή, πως οι πιο λευκές και πιο αχρησιμοποίητες σελίδες ήταν μια τεράστια λευκή μουτζούρα;

"Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν το ξημέρωμα."



Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο...


many thanks to... Όσο αξίζει μια γρατζουνιά απ' την ανάσα του δεν αξίζουν θεωρίες μιας ζωής




Στίχοι: Χρήστος Θηβαίος
Μουσική: Χρήστος Θηβαίος
Πρώτη εκτέλεση: Χρήστος Θηβαίος & Emilia Ottaviano ( Ντουέτο )

Κάποιοι φιλήσανε τον Ιούδα εκεί στο μέτωπο
κι άλλοι ψαρέψανε ουρανό σε ένα πηγάδι
άλλοι κρεμάσαν σα δικτάτορα ένα φυλαχτό
στις φυλακές πάντα ονειρεύονται το βράδυ

Κάναμε έκτρωση σε ό,τι αθώο μας απέμεινε
κι εσύ συνέλαβες με ένα άρωμα τυχαίο
μα τα τριαντάφυλλα που σου έστειλα λίγο έλειψε
χαράματα να σκοτωθούν σε ένα τροχαίο

Όσο αξίζει μια γρατζουνιά απ' την ανάσα σου
δεν αξίζουν θεωρίες μιας ζωής
γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με
γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις

Κάποια πατρίδα τα χείλη μου τα φίλησε
φτηνά και με έσπρωξε γελώντας προς τη μάχη
κι όσοι της δώσαν το κορμί τους για παράσημο
αυτή έναν τάφο τους κάρφωσε στη ράχη

Όσα θηρία με ζυγώσανε τους έφτασε
να χορτάσουν μοναχά με τη στολή μου
μα οι άνθρωποι μ' άφησαν ήσυχο σαν έμαθαν
πως γυάλιζα ένα πολυβόλο στην αυλή μου


Όσο αξίζει...

θυμάμαι κάποτε στα μάτια σου κυνήγησα
τον εαυτό μου με ένα μαχαίρι της κουζίνας
μα μόνο η τρέλα, μόνο η τρέλα μου με ξέπλυνε
σαν καταρράκτης απ' το αμάρτημα της φτήνιας

Κι έτσι του κόσμου τα μπαλκόνια ερωτεύτηκα
αυτά που αγγίζουνε το βλέμμα με το στόμα
μα δε ξεχνάω τα υπόγεια που κυλίστηκα
γι' αυτό η φτέρνα μου έχει δέσει με το χώμα

Όσο αξίζει...

Απόψε πότισα τις ρίζες που ονειρεύτηκες
και τους καρπούς που εγκυμονούσε η τροχιά σου
κυρά, δε βρήκα μουσική που να σου άξιζε
πόνος στη γέννα προσκυνώ την αρχοντιά σου

Θα χαραμίσω τη ζωή μου περιμένοντας
να 'ναι πολύ αργά για να τη διορθώσω
και στα ρουθούνια του ουρανού θα μπω ουρλιάζοντας
τη μύτη του πριν ξεψυχήσω να ματώσω.

Πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν' ανατραπεί ??

Ο ΑΜΛΕΤ ΤΗΣ.... ΣΕΛΗΝΗΣ

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Χρήστος Θηβαίος




Ξεγέλασες τους ουρανούς με ξόρκια μαύρη φλόγα
Πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν' ανατραπεί
Κι όλα τα λόγια των τρελών που ήταν δικά μας λόγια
Τα μάγευες με φάρμακα στην άσωτη σιωπή

Πενθούσες με τους έρωτες γυμνός και μεθυσμένος
Γιατί με τους αθάνατους είχες λογαριασμούς
Τις άριες μιας όπερας τραύλιζες νικημένος
Μιας επαρχίας μαθητής μπροστά σε δυο χρησμούς

Τι ζήλεψες τι τα 'θελες τα ένδοξα Παρίσια
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές
Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια
Και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές

Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης
Έσβησες μ' ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής
Και μονολόγους άρχισες κι αινίγματα να λύνεις
Μιας τέχνης και μιας εποχής παλιάς και σκοτεινής

εκει που τελειωνουμε εμεις... αρχιζει η θαλασσα!


Μίλα. Πες κάτι, οτιδήποτε .
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.
Διάλεξε έστω κάποια λέξη,
που να σε δένει πιο σφιχτά με την αοριστία.

Πες:"άδικα","δέντρο","γυμνό".
Πες:"θα δούμε","αστάθμητο","βάρος".
Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται
μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου.

Μίλα.
Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Εκεί που τελειώνουμε εμείς αρχίζει η θάλασσα.
Πες κάτι.
Πες "κύμα"... που δεν στέκεται



Αδειάζει το γιόρτασμα...

Τελευταία εγώ θα κερνάω oμόκεντρους κύκλους

νοερής ικανοποίησης
σε μουσική υπόκρουση τρένων,


ράγες αποπομπής που στήθηκαν πάνω

σε σταδιακή απώλεια αίσθησης.

“Αβασταχτη ειναι η ευτυχια κι η δυστυχια μου,
ειμαι γιοματος αναρθρες φωνες και σκοταδι •
κυλιουμαι ολο δακρυα κι αιματα μεσα στη ζεστη τουτη φατνη της σαρκας μου [...]
Ησυχα, καθαρα, κοιταζω τον κοσμο και λεω: ολα τουτα που θωρω, γρικω, γευουμαι, οσφραινουμαι κι αγγιζω ειναι πλασματα του νου μου ?”
(Ν.Κ.)

“Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή. Ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάνουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Να πεθαίνεις κάθε μέρα.
Να γεννιέσαι κάθε μέρα.
Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα.

Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ‘σαι ελεύθερος παρά να μάχεσαι για την ελευθερία.”

(Ν.Κ.)_Ασκητικη


Ψυχορραγεί ο ρυθμικός βηματισμός σου. Εστω -και- τώρα, τον πνίγω εγώ στους αγγέλους του.



Κι όμως είμαστε τόσο διαφορετικοί.
Άλλες ιδέες, άλλα κατορθώματα, ξέχωρες ως τώρα ζωές.
Μόνο οι ηλικίες μας επέμεναν να βαδίζουμε σε ευθεία, δίχως προσπεράσεις, να διατηρήσουμε εκείνη την ευλογημένη ετερότητα.
Αυτή θα ήταν ο γεννήτοράς μας, κι έπρεπε να ενταθεί και να ενταχθεί αυτούσια, δίχως να απαλοιφθεί ή να διογκωθεί.
Συμφώνησες αμίλητος, δώσαμε τα χέρια να ντυθούμε αστραφτερό και απαράλλαχτο λευκό, διάφανο, να φαίνεται η ψυχή μας.
Οι φωνές μας καθαρές πάντα, κι ας τρεμόπαιζε κάθε λέξη.
Το αυτονόητο, όμως, είναι ακρωτηριασμένο, κι η δικιά μου πέτρα δειλιάζει.
Θα τη συντρίψει το χέρι μου και θα την αφήσει να πέσει στο έδαφος.

Τραγικό να μην υπάρχουμε από τώρα στα σώματα.
Στο φτερό είχα προφτάσει να αδράξω
μισόλογα στομάτων, θολά περιγράμματα
να μαντέψω να προλάβω...
μη χάσω της γλώσσας το κύρτωμα δολοφονικών πόθων
που εξαγοράστηκαν
σε τιμή ευκαιρίας απο σώφρονες πνοές επιβίωσης.

Δυο παιγνίδια, δυο έργα, δυο φωνές
Μια μικρή, μια μεγάλη
Ήρεμη και νευρική
Άγνωστη και μαθημένη
Κοντινή και μακρυνή
Ξωτικό και νεράιδα
Άσπρο και γκρίζο
Χώμα και νερό


Είμαι δύο, πάντα δύο ήμουν
(Ρώτα με τί θέλω)

Νόμιζω πως δεν κάνω λάθος... είχαμε την καλύτερη θέα, καθισμένοι πιο ψηλά απ' όλους.

Μαννα... λες να ειναι κληρονομικη η πραγματικοτης?

εφυγες... κι ακομα την απαντηση σου περιμενω...
εφυγες... κι λογος σου εμεινε μετεωρος...
κι εγω να περιμενω...
να κρυωνω...
να παλευω...
να ματωνω...
Μαννα...

ΣΙΝΤΑΡΤΑ_ Άλκης Αλκαίος



Απόψε μέτρησα για σένα χίλια μίλια
λευκό χαρτί μες στης αγάπης την μποτίλια,
το φως που ρίχνει η κάμαρά σου στην αυλή σου,
για μένα είναι σινεμά του παραδείσου.

Χίλια τα πλάνα σου, τα χρώματα κι οι τόποι,
Ελένη, Κίρκη, Ναυσικά και Πηνελόπη
μια χαραμάδα άνοιξέ μου να περάσω
μ' ένα σου τρικ να ψωνιστώ και να ξεχάσω

Είν' η καρδιά μου φτερωτή σε άδειο μύλο,
φύσα ουρανέ μου κι όταν σβήσει ο παλμός,
θα 'ναι για σένα που θα ζω σε αιώνιο κύκλο
ατμός, βροχή, ποτάμι, θάλασσα κι ατμός.

Βάφει η σελήνη τα βουνά κι εσύ τα χείλη,
μ' άρωμα ψέμα μου ποτίζεις το μαντήλι,
κι ύστερα φεύγεις με αυτόματο πιλότο,
κάποιο κρυμμένο θησαυρό να βρεις στο Νότο.

Τόσα ταξίδια σε κορμιά ψυχές και τρένα,
τόσα τραγούδια σε παράθυρα κλεισμένα,
σαν τους φαντάρους που ξεχνούν τη μοναξιά τους,
μ' ένα φτηνό τρανζιστοράκι στη σκοπιά τους.

Λάμπα θυέλλης



Μ' αρέσουνε τα χρώματα
που δίνουν δικαιώματα
σε λύπη, σε χαρά, σε φαντασία
Μ' αρέσουν κάτι βλέμματα
που πάλεψαν με θέματα
αγάπη, λησμονιά και προδοσία
Μ' αρέσει αυτό το επίμονο
του ανθρώπου λέω τ' αλίμονο
που θέλει κι απ' το σύμπαν σημασία
Θέλω να σε φιλήσω
στα χέρια σαν εικόνα σ' εκκλησία
Και να χαθώ

Αγάπη, αλήθεια, θλιμμένη
Αρχόντισσά μου, πόρτα μυστική
Ποια λάμπα θυέλλης κρυμμένη
Στο τί θα γίνω μ' έφερε ως εκεί

Μ' αρέσουν κάτι κύματα
που σήκωσαν τα αισθήματα
σε μια κουβέντα, μια χειρονομία
Μ' αρέσει και τ' αντίθετο, το ίδιο να 'χει επίθετο
που ενώθηκαν οι δυο σε σάρκα μία

Μ' αρέσει που κατάλαβα
πως όσα πήρα τα 'λαβα
μ' απρόσμενα σαφώς ταχυδρομεία
Θέλω να σε φιλήσω
Στα χείλη σαν μεγάλη γνωριμία
και να χαθώ

Αγάπη, αλήθεια, θλιμμένη
Αρχόντισσά μου, πόρτα μυστική
Ποια λάμπα θυέλλης κρυμμένη
Στο τί θα γίνω μ' έφερε ως εκεί

Μου σφίγγει ο καϋμός, σα θηλειά το λαιμό και μεσ' την καρδιά με δαγκώνει σα φίδι... Παράξενο θέλω ν' αρχίσω ταξίδι χωρίς, μα χωρίς τελειωμό



Το δρόμο μ' αργά να τραβώ, να τραβώ
Αλλά πουθενά και ποτέ να μη στέκω,
Ψυχή να μη βρίσκω, ή πάντα να μπλέκω
Με κόσμο τυφλό και βουβό

Να νοιώθω τριγύρω πλατειά ερημιά
Κλεισμένα τα σπίτια, τα τζάκια σβυσμένα
Ψηλά να μη φέγγη αστέρι κανένα
Και κάτου γυναίκα καμμιά

Αι! Ίσως σε τέτοιο ταξείδι αν βρεθώ
Ατέλειωτο, έρμο, 'ς αγνώριστη χώρα
Δε θάχω περίσσια λαχτάρα σαν τώρα
Αγάπη, από σε να χαθώ.

Κατερίνα Γώγου

Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.

(από το "Ιδιώνυμο", εκδ. Καστανιώτη, 1980)
Η ανάγνωση των βιβλίων με οδηγεί σε άσκοπους νυχτερινούς περιπάτους.
Το παίρνω στα χέρια μου να το περπατήσω στο δρόμο, να του δώσω λίγο χρώμα από την πόλη, να πάρει λίγη μυρωδιά από τον κόσμο, να με γνωρίσει πρώτα. Να το εξευμενίσω κάπως. Να με γνωρίσει. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι και χαζεύουμε. Ψάχνω με τις άκρες των δαχτύλων μου ανάμεσα στα φύλλα να βρω το φινίρισμα των τυπωμένων γραμμάτων, να νιώσω το βάρος των φύλων, τον αέρα που έχουν φυλακισμένο μέσα τους. Το ξεφυλλίζω για να βρω την ατέλειά του. Κάθε βιβλίο έχει μια ατέλεια. Μια σελίδα διπλωμένη σε μια γωνίτσα, ένα γράμμα που έχει ξεφύγει στην εκτύπωση, ένα «α» ή ένα «ο» παραγεμισμένο με μελάνι. Αυτό είναι για μένα η ταυτότητά του. Και πάντα θυμάμαι ποια ατέλεια έχει και πού ακριβώς είναι.
Δε μπορώ να διαβάσω εύκολα νέα βιβλία. Τα αγοράζω και τα αφήνω σε στοίβες να ξεθυμάνουν, να χάσουν έστω λίγη από την επιθετικότητα που αναβρύζει από τον κάθε πόρο τους. Για να πάρουν τη θέση τους στην βιβλιοθήκη μου πρέπει να υποστούν αυτό τον καθαρμό. Πρέπει να υπομείνουν αυτή τη διαδικασία για να κερδίσουν κατόπιν το φως της λάμπας και μια θέση στο τραπέζι μου. Μετά ίσως πάρουν και κάποια θέση στη βιβλιοθήκη μου.
Με τρομάζουν τα βιβλία που δεν έχουν κομμένες τις σελίδες. Αυτό το χα από μικρή, θυμάμαι να κρύβομαι πίσω από μια πόρτα ή κάτω από ένα τραπέζι κάθε φορά που ο πατέρας μου έφερνε στο σπίτι καινούρια βιβλία για τη δουλειά του. Κρυφοκοίταζα και κρυφάκουγα ανατριχιασμένη, να ναι σκυμμένος πάνω από το βιβλίο και με αποφασιστικότητα να σχίζει τις σελίδες στο πάνω μέρος. Λες και γινόμουν μάρτυρας σε φόνο. Ίσα που περίμενα τα δω τα φύλλα να ματώνουν. Ώρες μετά, λες και ήθελα να ξεχαστεί το «συμβάν», χωνόμουν στο γραφείο του, ανέσυρα το νέο θύμα του και μες στο σκοτάδι άγγιζα την τραχιά επιφάνεια του βιβλίου με μια στοργή παιδική αλλά ανέκφραστη.
Μόνο και μόνο για να νιώσω την έκταση του κακού.


Posted by Obzenia at 3:40 PM

Γιατί η ψυχή μας είναι το παν και ο νους μια κούφια βέβηλη τάξη.
Η ψυχή κι όχι ο νους έκλεισε την γωνία και φαντάστηκε το τρίγωνο.
Γιατί η ψυχή φροντίζει για ότι είναι ανοιχτό και το λυπάται και πάει όλα να τα κλείσει... να τα χωρέσει μέσα της για να τα προστατεύσει.
Ξέρεις τί είναι συναισθήματα;
Έχεις δει ποτέ ένα συναίσθημα;
Εγώ τώρα θα σου δείξω και θα δεις για πρώτη φορά συναισθήματα ανθρώπου.(...) Ξεκούμπωσε το μακρύ γκρίζο φόρεμα της... έπεσε γύρω από τα πόδια της.
Στάθηκε ολόγυμνη λίγο καμπουριασμένη με το ένα χέρι της στο στήθος.
Όλο της το σώμα ήταν χαρακωμένο... οργωμένο από μεγάλες κλειστές πληγές παλιές και μερικά μέρη ηταν τυλιγμένα με γάζες
και άρχισε να τις ξετυλίγει
και φάνηκαν καινούργιες ανοιχτές πληγές που αιμάτωναν ακόμα.(...)
Μια ολόκληρη ζωή ταπεινώνω το σώμα μου να βασανίζομαι... θέλω να αφανιστώ.
Μονάχα μια γυναίκα μπορεί να καταλάβει πως είναι δυνατόν μέσα σε μια ψυχή ανθρώπου να υπάρχουν μαζί ο θάνατος και η στοργή... που δεν είναι ούτε έχθρα ούτε αγάπη.


Από τον "Εχθρό του Ποιητή", του Γ. Χειμωνά

Τρεις φορές θα σε ρωτήσω αν υπήρξε μια φορά που ήσουν μόνος στο σκοτάδι κι ήμουνα παρηγοριά

"Όλα όσα έχω κάνει, σκεφτεί, υπάρξει, είναι ένα άθροισμα υποταγών ή ένα ψεύτικο ον που το θεώρησα δικό μου, γιατί ενήργησα με κατεύθυνση από αυτό προς τα έξω, ή ανάλογα με το βάρος των περιστάσεων που υπέθετα πως ήταν ο αέρας που ανέπνεα" (Φ. Πεσσόα)






Ένα γύρο το φεγγάρι

Ερμηνεία: Γιάννης Χαρούλης
Μουσική/Στίχοι: Δανάη Παναγιωτοπούλου

Ένα γύρο το φεγγάρι κι άλλον έναν η ζωή
στέκεσαι γυμνή μπροστά μου
κάνει ο χρόνος μια ρωγμή
κάνω την φωτιά μου χάδι και σου κρύβω την πληγή
που από τότε που θυμάμαι μου κλειδώνει το κορμί

Δύο γύρους το φεγγάρι το κορμί μου σε ζητά
απ’ τα δάχτυλά μου βγαίνουνε μαχαίρια κοφτερά
μη φοβάσαι είναι για ‘μένα στη φωτιά μου θα καώ
δεν ζητάω δική μου να ‘σαι θέλω μόνο να σε δω

Δέκα χρόνια δέκα αιώνες
λύσεις ψάχνουνε να μου βρουν
δεν με ξέρεις μα το ξέρεις πως τα χέρια δεν ξεχνούν
κάτι νύχτες ματωμένες που αδιάφορα περνάν
που τα σώματα διψάνε μα τα μάτια αλλού κοιτάν

Τρεις φορές θα σε ρωτήσω αν υπήρξε μια φορά
που ήσουν μόνη στο σκοτάδι κι ήμουνα παρηγοριά
τρεις φορές θα σε ρωτήσω πως το χρόνο σταματάς
όταν έρχεσαι τα βράδια και στα μάτια με κοιτάς

Συνένοχα στράγγιξα αθώων χεριών το ύστατο κράτημα, να θαρρευτώ...

Tελευταίο μεγαλείο άδικου αποτόλμησα
στης ράχης μου την άνυδρη ρίζα,
ακραία αποδοχή ως εκ τούτου
σχεδίασα
παράτολμη γύμνια δακτύλων αψήφησα

Στων άνισων χαιρετισμών τα κορυφαία
ξυπνήματα σπόρους χορού
oνειροδράματος
έσπειρα, απαντήσεις να εκπέμψουν
τα αδυσώπητα βλέμματα.
Γυναίκα ευδαίμονος ερήμωσης
ζωή εσύ
κι εγώ το ίδιο θαρρετά απέναντι παραδίνομαι.
Το καλύτερο σου άδικο διακήρυξες
είναι αυτό που τα πρώτα αναθυμήματα
είπες
τα έφτιαξα βήματα.
Κι είπα, είναι αυτό που η δική μου αφή
ακόμα δεν αναγνώρισε σε κλαδιά ώμων
ισχνού μεταξιού φυλλορρόημα

Στον εύρυθμο του ασυμβίβαστου παράλληλο
ζάλο είναι το άδικο, λες,
να μαι πάντα εγώ η πρωταγωνίστρια.
Σε ορύγματα εχθρικών εραστών
οδηγήσαμε σπινθηρισμούς τελευταίου στροβιλίσματος,
κι εσύ να αποφαίνεσαι
πως απο μένα πιάνεται ακόμη
και το άδικο, φθηνό, φθαρμένο και παλιό
το καλοδουλεμένο μου εγώ
κι αυτό καθημερινό και πολυφορεμένο,
σάλι που δήθεν θα αποσώσει
της μοίρας της γυμνότητα

Όμως καλύτερα Εγώ κι ένα άδικο
παρά Εγώ κι ένα Τίποτα.

Πάνω στον άδικο ρυθμό θα καρφώνω
τελευταία ταγκό σε πλατφόρμες αντίο.
Γιορτών αποκορύφωμα εγκαταλείπω
για να θυμάμαι πως κι εγώ υπήρξα
πέρα από εσένα κι έτσι
φτωχά κι αν γεννήθηκα, έ ζ η σ α,
έχοντας πάντα τον πρώτο ρόλο

Στιλέτο κοφτερής φυγής πορεία αποδιωγμών
περιχάραξε,
σε κρόσσια ενδύματος άδικου
θα εμπλέκω ουρά δίκαιων ερωτηματικών
που περίσσεψαν.
Κι έγινε το φταιω κτήμα μου,
σπονδύλου περιτύλιγμα και συνοχή μου.
Συνένοχα στράγγιξα αθώων χεριών
το ύστατο κράτημα, να θαρρευτώ
λίγη ακόμα ανάμνηση πριν απότομα αδειάσω
στην επόμενη του εγώ περιδίνηση

Σε στάση arabesque προσδιορίζω
την κίνηση του υπάρχω, γητειές που στοχεύει
στων βλεφάρων την βαθιά τους κατάκλιση.
Απότομα σπάω σε εντροπίας φίνα υπόκλιση
Με αρχαίων ευχών προτροπή
διπλώνομαι φως, ματιών νωπή σκοτεινότητα
βύθισε το κοινό των χιλίων προσωπείων του κάποτε.
Μυστικά παρακολουθούσε απ'την βελούδινη πλατεία
απέναντι κρυφογελώντας το τώρα μας
που απο το ουδέποτε των υποψιών μας
εύκολα ξέφυγε

Φυτρώνω στο κέντρο μου, κυοφορούμαι σχεδόν.
Κι υποψιασμένη πλέον για την θέση μου,
Πεινάω. Διψάω .Και Χορεύω.
Όπως ακριβώς οποιοδήποτε έμβρυο
μεθά απο το αδιάσειστο μέλλον του

Μα και πως να ζήσει κανείς
από αλλοτινών μεγαλείων λατρευτικές επικύψεις;
Μονάχα ένα άδικο δέρμα-σπέρμα-ανάμνηση
μου έμεινε να ενδύομαι.
Κεντάω νυχθημερόν. Υπόσχομαι,
τα πρωινά να το φορώ, τα βράδια να το σκίζω.

Σε στιγμές πανικού είχες δει
τα πλάσματα του είδους μου παλιότερα.
Συνήθιζαν να περνούν με σάλτο ακροβασίας
πάνω από βέβαιο εγκλωβισμό τα ουρανοθέμελα.
Ανέμελα πόνταραν στο κενό οι αρτίστες της ζωής
του κόσμου τους το σχέδιο σε δένδρου
περίγραμμα είχες δει να εντυπώνεται.
Από μακριά αφουγκράζομαι τροχίσκους ελαφριάς αμφιβολίας
να φυγαδεύουν τους τελευταίους φανατικούς
θεατές της αξιέραστης χίμαιρας.
Ακολουθούν πιο μετά κι οι τελευταίοι Ονειρευτές
που έσωζαν κύκνους και μνήμη από βέβαιο πνιγμό
μέχρι πριν από λίγο μαζί μας.
Κι εσύ ακόμα εδώ με ανωφέλευτα άλματα να αυτοσχεδιάζεις
άκοπης σωτηρίας πεταλουδίσματα ενόσω μια μια
οι πόλεις εγκαταλείπουν των Θεών τα τεχνάσματα

Σκιρτώ στο θέλω
που στην άρνηση του εξωραίστηκε,
στων γέλιων τα ραίσματα που πρώιμα
φοβηθήκαμε.
Σκιρτώ ενόσω συνεχίζεις
απτόητη κύκλους απόμακρης αμεριμνησίας κι εσύ - ζωή
από την ουσία σου.
Της ώρας η ελαφριά περιστροφή παρασύρεται
σε χρόνους του διαρκώς, στην άτακτη φυγή της.
Θαρρώ κι εγώ δειλά θα ακολουθήσω τα πρέπει
μιας προθεσμίας πτερόεσσας.

Οι μονομάχοι της συμβίωσης

Δεν υπάρχει το σύνολο αλλά η μονάδα, αυτή η χαίνουσα οπή που μέσα της ριζώνει, ριζώνει ατέρμονα ο φοβερός κοχλίας.

Σε μια εγκοπή του μυστική να φυτευτεί ο τελευταίος σου στίχος και να μείνει



Βράδυ Σαββάτου.
Τους συναντάς στο φανάρι όσο να ανάψει το κόκκινο.
Είναι η εικόνα της σιωπής με όλα της τα λούσα,
τη βροντώδη παρουσία της, το σκληρό περίγραμμά της.
Αυτό το πυκνό κενό που αστράφτει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους.

Ας μιλήσουμε για τα λυπημένα ζευγάρια
που δεν λένε τίποτα πια μεταξύ τους.
Σαν να τα έχουν πει όλα.
Που περιβάλλονται από μια τάφρο σιωπής.
Τα τείχη που τους προστάτευαν, κατέρρευσαν
χωρίς να το πάρουν είδηση.
Ποιοι ήταν άραγε οι βάρβαροι, που τα κονιορτοποίησαν;
Και τώρα κοιτούν με μισόκλειστα μάτια τους άλλους, ήσυχα, ξέπνοα,
απόντες από το παρόν τους για λίγο,
όσο να ανάψει το φανάρι.

Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια.
Εκείνος στο τιμόνι, τραβηγμένος στην άκρη,
κοιτάζει έξω από το παράθυρο.. όχι το δρόμο αλλά.. τη ζωή του
κΙ εκείνη σφιγμένη στην άλλη άκρη,
γράφει και σβήνει τη δική της ζωή στο τζάμι..
που αντανακλά τη φρόνιμη φιγούρα της.

Χαζεύουν τους περαστικούς αλλά δεν τους βλέπουν.
Κοιτάζουν ώρα τώρα ή μήπως από χρόνια, μέσα τους.
Ούτε ένα βλέμμα δεν χαρίζουν ο ένας στον άλλον,
σαν να μην τους περισσεύει, σαν να τα ξόδεψαν όλα.
Κοιτάγματα, λόγια, αγγίγματα.
Σαν να βολεύονται με τη σιωπή.
Μέσα, υπάρχει το όχι. Έξω, κοχλάζει το ναι.

Μονομάχοι της συμβίωσης.
Τα όπλα τους τα έχουν διαλέξει από καιρό
και τα ακονίζουν ο καθένας μόνος του.
Βουβά παράπονα, ακυρωμένα θέλω, ξεθυμασμένες επιθυμίες,
κάτι ρετάλια όνειρα,
ανώδυνα μυστικά, μικρές προδοσίες,
αναιμικές υποσχέσεις πως όλα.. αύριο θα είναι αλλιώς.
Δείχνουν τόσο λυπημένοι και θυμωμένοι αλλά δεν ξέρω γιατί.
Άλλαξε η μεταξύ τους γεωγραφία.
Μεγάλωσαν οι αποστάσεις και η σχέση τους μοιάζει με ήπειρο
που κουράστηκαν ή βαριούνται πια να εξερευνήσουν.
Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια.

Το ραδιόφωνο όσο να ανάψει το φανάρι παίζει τα δικά του
αλλά εκείνοι ακούνε το κοντσέρτο για έναν άνθρωπο,
μια λύπη,
ένα παράπονο.
Σιγοψιθυρίζουν την ωδή
που έχει γραφτεί για την πλήξη και την μοναξιά.
Τόσο λυπημένα δείχνουν τα ζευγάρια
έτσι όπως περιμένουν να ανάψει το φεγγάρι..
και να ξαναμπεί σε κίνηση η ζωή τους.
Περιμένουν.. πώς και πώς να δραπετεύσουν
από τη μέσα τους ξενιτιά.
Τους βλέπω να ξεκινούν... αλλά είναι ακόμα λυπημένα τα ζευγάρια.

Ένα κείμενο της Μαρίας Χούκλη, που... μονολογούσε η Τάνια Τσανακλίδου στις εμφανίσεις της στο 'Μετρό'