Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...



Χθες είδα, πάλι, στον ύπνο μου τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας,
σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά... του λέω.
- Καλά, καλά... και μου ‘έπιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις... ρώτησα.
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.

Δυο χρόνια πέρασαν, μπαμπάκα μου! Άλλαξαν πολλά, άλλαξα εγώ, ήρθαν χαρές, πίκρες, δυσκολίες…κάπως έτσι η ζωή κυλάει!
Μπαμπά μου, αγαπημένε μου, την αγάπη και την φροντίδα σου, να ξέρεις,
τη νιώθουμε πάντα, κάθε στιγμή... μέσα μας
Εσύ, εκεί ψηλά, στο Φως… κοιμού εν ειρήνη, ως ήσουν πάντα στη ζωή,
ο καλός, ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης!

Μα, να το ξέρεις, της λείπεις της.. Κούκης σου, πολύ, όμως!