Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

... Ελύτης "Άξιον εστί"

ΗΡΘΑΝ ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη, Βίβλους γραμμάτων και αριθμών, την πάσα Υποταγή και Δύναμη, το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστεισαν και θεμέλιωσαν στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα πύργους κραταιούς κι επαύλεις ξύλα κι άλλα πλεούμενα, τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα, στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

"Τα σακιά" .... Ιωάννα Καρυστιάνη

Ένα βιβλίο που "ζυγίζει" τα άχθη των ανθρώπων των λαϊκών περιοχών και μας ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στις απαγορευμένες ζώνες της καθημερινότητάς μας.

"Τι έχουν, μωρέ, τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας, αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας."

Τέτοια ασήκωτα σακιά κουβαλάνε οι ήρωες στο νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη που κυκλοφορεί από αύριο στα βιβλιοπωλεία. Τίτλος του «Τα σακιά» (Καστανιώτης). Με το βιβλίο αυτό η συγγραφέας κάνει μία παράτολμη κίνηση που δεν αποκλείεται να κάνει να νιώσουν άβολα πολλοί αναγνώστες της. Ακόμη κι αυτοί που την αγαπάνε και τη διαβάζουν σταθερά 15 χρόνια τώρα από την εποχή της καλοτάξιδης «Μικράς Αγγλίας» θα δυσκολευτούν να αγαπήσουν ή να συμπονέσουν τον Λίνο και τη μάνα του τη Βιβή, τους ήρωες της ιστορίας -«απωθητικοί κι απεχθείς», όπως παραδέχεται και η ίδια. «Αλλά η λογοτεχνία δεν είναι πάντα για να αρέσει, το σοκ που μπορεί να επέλθει ίσως να αποβεί εντέλει θετικό, ένας συναγερμός για μία άλλη θεώρηση των πραγμάτων», συμπληρώνει.

Ούτε ο Λίνος ούτε η μάνα του έχουν ίχνη έστω από το μεγαλείο του πλοιάρχου Αυγουστή, του ήρωα στο «Σουέλ», το προηγούμενο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη. «Σ' αυτό το βιβλίο με άδραξε η μοίρα των μη υποδειγματικών ανθρώπων. Δεν ήταν πρόθεσή μου να τους καταδικάσω ή να τους αθωώσω. Λογοτέχνης είμαι, όχι δικαστής ούτε παπάς. Το λέω ξεκάθαρα στο βιβλίο ότι είναι ασυγχώρετα αυτά τα εγκλήματα. Μόνη κάθαρση είναι το άλγος καθαυτό, η τιμωρία της συνείδησης, παντοτινή και πέραν της ποινής του δικαστηρίου».

Πώς αφηνιάζει ένα παιδί, εν προκειμένω ο Λίνος της ιστορίας, «που όλα τα δάχτυλα τον δείχνουν σαν φταίχτη»; Τι του συμβαίνει; Τέτοια ερωτήματα τρύπωσαν στο μυαλό της Ιωάννας Καρυστιάνη. «Ερωτήματα που δεν ήταν στα μέτρα μου, δεν μπορούσα να έχω μία εύκολη τοποθέτηση. Ποτέ δεν ξέρουμε 100% την απάντηση σε κρίσιμα ζητήματα και συμπεριφορές που προκύπτουν μετά από μία τούμπα του μυαλού. Νομίζω πως όλο το βιβλίο είναι μία πρόταση δοκιμασίας στην περιοχή των μη αυτονόητων συναισθημάτων και για το συγγραφέα και για τον αναγνώστη».

Μακριά από εύκολες λύσεις είναι και ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται η ιστορία, σε μικρές δόσεις που κάποτε ανοίγουν ολόκληρους γκρεμούς. «Το έκανα γιατί είχα ανάγκη να παίρνω κουράγιο για το παρακάτω αλλά και για τον αναγνώστη. Δεν ήθελα εξαρχής να βάλω τα κουκιά της ιστορίας ούτε να προκύπτουν αμέσως τα συναισθήματα απέναντι στους ήρωες, να επιβάλλονται».

Υπό το βάρος των πράξεων του γιου, αυτός κι η μητέρα του καταδικάζονται να ζήσουν στη σκιά του δράματος των θυμάτων τους σε «μια συνθήκη αληθινής δυστυχίας», που γίνεται ανάμεσά τους δεσμός αδιάσπαστος. «Είχα ανάγκη να περπατήσω μαζί τους στα σκοτεινά τοπία όπου μοναδικοί μουσαφίρηδες είναι οι τύψεις και η συντριβή, να δω τι μπορεί να συμβαίνει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά, σε τέτοια παραδείγματα ασυγχώρετης συμπεριφοράς. Πιστεύω ότι ακόμη και οι πιο ακραίες εμπειρίες είναι μέρος της συλλογικής εμπειρίας και με κάποιον τρόπο κι αυτές μιλούν. Η ζωή τέτοιων ηρώων είναι παράδειγμα προς αποφυγή και ταυτόχρονα ένας συναγερμός προς όλους μας για το τι μπορεί να σημαίνει η απουσία της αγάπης, η τσιγκουνιά στα αισθήματα».

Αν και βάδισε στη σκοτεινιά των ηρώων της, η Ιωάννα Καρυστιάνη δεν επιδίωξε να φανεί ψυχολόγος ή κοινωνιολόγος. «Ανακαλύπτουμε τελευταία στα βιβλία φράσεις με τις οποίες ο συγγραφέας επιδιώκει να δείξει ότι ξέρει από ψυχολογία. Κάπου χάνει όμως έτσι η λογοτεχνία. Είμαστε υποχρεωμένοι, ακολουθώντας το ένστικτο, να ψάξουμε έναν άλλο δρόμο συχνά με το ρίσκο να πέσουμε έξω. Αλλά, νομίζω, αυτή είναι η ευλογία της λογοτεχνίας, δεν είναι επιστήμη, είναι ένας άλλος δρόμος διερεύνησης της ανθρώπινης περιπέτειας».

Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται μέσα σε μόλις 3,5 μέρες, το Μάιο του 2008, στους Δελφούς, ο χρόνος της αφήγησης γυρίζει όμως συχνά προς τα πίσω, φτάνει στην Ελλάδα του '60 και του '70 αλλά και σε αυτήν του '90, εξίσου μακρινή πια για όλους μας. «Σήμερα έχω την εντύπωση ότι έχουν γίνει γενικά αποκαλυπτήρια, ο κόσμος όπως τον ξέραμε δεν υπάρχει πια, είναι σαν όλα να αλλάζουν, όλα δύσκολα. Αλλά φταίμε αν δεν προσέξαμε γιατί τα σημάδια υπήρχαν σε μία κοινωνία που είχε εξελιχθεί σε κοινωνία αστοργίας, υπήρχαν μέσα στα ίδια τα σπίτια. Το σπίτι του καθενός μας δεν είναι το μικρό σπίτι στο λιβάδι, υπάρχει γύρω του μια πολύπλοκη βία: η βία μίας παιδείας χωρίς ανθρωπιστικό περιεχόμενο, η βία με την οποία αντιμετωπίζονται οι ηλικιωμένοι και βέβαια η βία της γλώσσας που τη δούλεψα ιδιαίτερα στο βιβλίο. Πολλές φορές τρόμαζα γράφοντας και σκίζοντας, καθώς αντιλαμβανόμουν τον τρομερό ρόλο που μπορεί να παίξει η γλώσσα, καθορίζει και υπονομεύει μία σχέση, αφήνει τον καθένα να αποσυσχετίζεται από τον εαυτό του και το περιβάλλον. Και τελευταία καλλιεργήθηκε μία γλώσσα επιθετική: ένας παροξυσμικός πολιτικός λόγος, γκρίζα συνθήματα, εξυπνακίστικες ατάκες, φονικές μπηχτές. Καλλιεργήσαμε μία λεκτική δεινότητα στις τάπες, τα αποστομωτικά σχόλια, χωθήκαμε και χαθήκαμε σε μία γλώσσα δυσπιστίας και άρνησης και δημόσια αλλά και στα σπίτια και στη σκέψη του καθενός».

Για την Ιωάννα Καρυστιάνη η γλώσσα είναι δείκτης της εποχής. «Αισθάνομαι ότι απλώνεται ένα ντοστογεφσκικό κλίμα στον πλανήτη με ιστορίες ζόφου. Μιλώντας για τη χώρα μας -και κάνω εδώ μία αναφορά στους άκοπους τόμους που σέρνει η Βιβή Χολέβα, τα ποιητικά βιβλία που δεν διάβασανε ποτέ σ' αυτό το σπίτι- αισθάνομαι ότι μας έλειψε η συναλληλία του Παπαδιαμάντη, η αίθρια ματιά του Σικελιανού, ο σπαραγμός του Ρίτσου, το δοκιμασμένο ήθος της Αξιώτη, η λιτή στοχαστικότητα του Λειβαδίτη, που υπενθυμίζει τον ανθρώπινο πόνο. Αφεθήκαμε στην κυριαρχία των αγορών στη γλώσσα. Μιλήσαμε για το limit up ενός βουλευτή, για κεφαλαιοποίηση κοινωνικών αντιδράσεων. Αντικαταστάθηκαν ατόφιες και πεντακάθαρες λέξεις: η κλοπή δημόσιου πλούτου έγινε διαπλοκή, αντί για απατεωνιά λέμε αδιαφάνεια. Πρέπει να επιστρέψουμε στην κυριολεξία των λέξεων, να σταθούμε πιο σοβαρά απέναντι σε όλα»."

Χρύσα Νάνου,"Αγγελιοφόρος"_7.11.2010



 
Νομίζω πως η ζωή είναι μία πολύ θλιβερή φάρσα. Γιατί έχουμε μέσα μας -χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πως, γιατί κι από που- την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μία πραγματικότητα (μία για τον καθέναν και ποτέ την ίδια για όλους) που κάθε τόσο αποδεικνύεται ότι είναι μάταιη και φανταστική. Όταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δεν φαίνεται. Λοιπόν, κάντε έτσι ώστε να φαίνεται, δείξτε τον την ώρα που ζει υπό το κράτος των παθών του. Βάλτε μπροστά του έναν καθρέφτη. Τότε ή μένει κατάπληκτος από την όψη του ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μην δει τον εαυτό του ή έξω φρενών φτύνει την εικόνα του ή οργισμένος δίνει μία γροθιά για να την καταστρέψει. Κι αν έκλαιγε δεν μπορεί πια να κλάψει. Κι αν γελούσε δεν μπορεί πια να γελάσει άλλο. Όπως και να ’χει, κάτι δυσάρεστο θα είναι το αποτέλεσμα. Αυτό το δυσάρεστο είναι το Θέατρό μου.

Λ. Πιραντέλλο 


Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση.

Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση.
Το άσπονδο που τρέφεις,
σαν έρωτας σκληρότατος υπάρχει
και εισχωρεί ως το μεδούλι του σκελετού,
που συγκρατεί του σώματος την ύψωση.

Μη λησμονείς την έπαρση,
φαρμάκι αδυσώπητο, φάρμακο δυνατό
κρατάει την έκφραση άκαμπτη
και δυναμώνει η γνώση του χωρισμού.

Ποιος χωρισμός θα σε βαστάξει ανένδοτη
κι ακέρια; Πώς ειμπορεί
μια τέτοια να συγχωρήσει προσφορά;
Ω συμφορά, τα χέρια της αγάπης παραλύουν
και προχωρεί στο δρόμο της πορείας,
εξόριστος ο άνθρωπος.

Δίχως της συγκατάβασης τη χάρη,
στεγνών' η δύναμη την ευφορία του σώματος.
Σα θάνατος αδιέξοδος η δύναμη της έπαρσης,
σπάνιο, απαίσιο χάρισμα της μοναξιάς αγέρωχης.

Μη λησμονείς την έπαρση.
Μονάχα, όταν σου γίνει δοκιμασία, ψυχή,
θα μάθεις τη σημασία
της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας
το ακόρεστο μυστικό.
Ζωή Καρέλλη
(Της μοναξιάς και της έπαρσης_1951)

Δημήτρης Χορν (2006)...Το ταξίδι των μάγων


Κρύο ταξίδι κάναμε.Η χειρότερη εποχή του χρόνου για ταξίδι.
Και τι μακρύ ταξίδι.Οι δρόμοι αδιάπατοι, ο καιρός αψύς στην καρδιά
του χειμώνα.Και οι γκαμήλες ταλαίπωρες, κουτσές, δύστροπες,
έπεφταν κάτω στο λιωμένο χιόνι.Ήταν φορές που νοσταλγήσαμε
τα καλοκαιρινά παλάτια στις πλαγιές, τα περιβόλια, τα μεταξένια
κορίτσια που μας έφερναν δροσοστικά.Και οι αγωγιάτες έβριζαν,
γκρίνιαζαν και φεύγανε κρυφά για το κρασί και για το γλέντι.
Και οι φωτιές σβυστές, κι ούτε μια σκέπη.Οι πόλεις εχθρικές και τα
χωριά αφιλόξενα, τα σπίτια βρώμικα-μας έκλεβαν στο νοίκι-.
Σκληρό ταξίδι κάναμε. Στο τέλος προτιμούσαμε να ταξιδεύουμε
όλη νύχτα και να κοιμόμαστε κλεφτά.Και οι φωνές στ' αυτιά μας
τραγουδούσαν κι έλεγαν πως όλα αυτά ήταν τρέλες.
Το ξημέρωμα φτάσαμε σε μια ήμερη πεδιάδα, χλωρή, βρεμμένη
παρακάτω από τα χιόνια, μ' ένα ρυάκι που έτρεχε κι έναν νερόμυλο
που χτυπούσε στο σκοτάδι και τρία δέντρα στον χαμηλωμένον ουρανό
κι ένα άσπρο, γέρικο άλογο που κάλπαζε μες στο λειβάδι.
Ύστερα φτάσαμε σε μια ταβέρνα που την ίσκιωνε κληματαριά.
Έξι χέρια σε μια ανοιχτή πόρτα που γύρευαν ασήμι και πόδια που
κλωτσούσαν τ' άδεια ασκιά.Μα κανένας δεν ήξερε τίποτε.
Έτσι τραβήξαμε και φτάσαμε νύχτα, την τελευταία ώρα βρήκαμε
τον τόπο, και ήταν, θα 'λεγε κανείς, επιτυχία.
Αυτά είναι όλα παλαιές ιστορίες, παλαιές αναμνήσεις και θα πήγαινα
ξανά, μα ένα δεν ξέρω, ένα δεν ξέρω.Κάναμε τόσον δρόμο για γέννα
ή θάνατο; Βρήκαμε μια γέννα, αυτό είναι σίγουρο, άλλωστε ήξερα να
ξεχωρίζω.Θα πίστευα πως ήτανε άλλο πράμα.
Ήταν η γέννηση τούτη, σκληρή, πικρή αγωνία σα θάνατος.Σαν το
δικό μας θάνατο.
Γυρίσαμε στα παλάτια μας, σε τούτα τα βασίλεια, όχι πια
βολεμένοι στα παλιά προνόμια.Έναν ξένο λαό που λάτρευε τα είδωλά του.
Θα προτιμούσα άλλον έναν τέτοιο θάνατο.

Thomas Elliot




Γυναίκες ανήθικων βίων
Γυναίκες λυγμών υπογείων
Γυναίκες σπιτιών κοινοβίων
Γυναίκες μικρών ναυαγίων

Γυναίκες κακόφημων δρόμων
Γυναίκες ερώτων συντόμων
Γυναίκες αστών παρανόμων
Γυναίκες οργίων ανόμων

Γυναίκες της γης τα λιμάνια
Στου κόσμου την ένοχη αδράνεια
Γυναίκα και εγώ στην αφάνεια
Με θέλουν δίχως περηφάνια

μουσική: Μ. Νικολούδη
στίχοι: Μ. Παπαδάκη
ερμηνεία: Σ. Λεονάρδου

Πίνακας αγνώστου ζωγράφου

Kι έζησα πάντα με τον εαυτό μου, 
σαν δυο ακροβάτες που μισούνται θανάσιμα
που όλη τη μέρα βρίζονται και ραδιουργούν 
κι ετοιμάζει το θάνατο ο ένας του άλλου,
μα όταν έρθει η ώρα κι ανάψουν τα φώτα 
και το θέατρο ξεχειλίσει απ' την πελώρια αναμονή
ορθοί κι οι δυο πάνω στο απέραντο, μοιραίο σκοινί
νά, που βρίσκονται κιόλας πάνω απ' το μίσος 
και τον κίνδυνο 
και το θαυμασμό
και τον χρόνο ― αδερφωμένοι ξαφνικά
μες στην παμμέγιστη αρετή της Tέχνης. 

T. Λειβαδίτης