Χθες είδα, πάλι,
στον ύπνο μου τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας,
σ’ ένα
τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας
έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι
καλά... του λέω.
- Καλά,
καλά... και μου ‘έπιασε το χέρι.
– Άντε, στην
υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι,
τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν
πίνεις... ρώτησα.
– Εσύ να
πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.
Δυο χρόνια πέρασαν, μπαμπάκα μου! Άλλαξαν πολλά, άλλαξα εγώ, ήρθαν χαρές, πίκρες, δυσκολίες…κάπως έτσι η
ζωή κυλάει!
Μπαμπά μου, αγαπημένε μου, την αγάπη και την φροντίδα σου, να ξέρεις,
τη νιώθουμε πάντα, κάθε στιγμή... μέσα μας
τη νιώθουμε πάντα, κάθε στιγμή... μέσα μας
Εσύ, εκεί ψηλά, στο Φως… κοιμού εν ειρήνη, ως ήσουν πάντα στη ζωή,
ο καλός, ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης!