Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Οι μονομάχοι της συμβίωσης

Δεν υπάρχει το σύνολο αλλά η μονάδα, αυτή η χαίνουσα οπή που μέσα της ριζώνει, ριζώνει ατέρμονα ο φοβερός κοχλίας.

Σε μια εγκοπή του μυστική να φυτευτεί ο τελευταίος σου στίχος και να μείνει



Βράδυ Σαββάτου.
Τους συναντάς στο φανάρι όσο να ανάψει το κόκκινο.
Είναι η εικόνα της σιωπής με όλα της τα λούσα,
τη βροντώδη παρουσία της, το σκληρό περίγραμμά της.
Αυτό το πυκνό κενό που αστράφτει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους.

Ας μιλήσουμε για τα λυπημένα ζευγάρια
που δεν λένε τίποτα πια μεταξύ τους.
Σαν να τα έχουν πει όλα.
Που περιβάλλονται από μια τάφρο σιωπής.
Τα τείχη που τους προστάτευαν, κατέρρευσαν
χωρίς να το πάρουν είδηση.
Ποιοι ήταν άραγε οι βάρβαροι, που τα κονιορτοποίησαν;
Και τώρα κοιτούν με μισόκλειστα μάτια τους άλλους, ήσυχα, ξέπνοα,
απόντες από το παρόν τους για λίγο,
όσο να ανάψει το φανάρι.

Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια.
Εκείνος στο τιμόνι, τραβηγμένος στην άκρη,
κοιτάζει έξω από το παράθυρο.. όχι το δρόμο αλλά.. τη ζωή του
κΙ εκείνη σφιγμένη στην άλλη άκρη,
γράφει και σβήνει τη δική της ζωή στο τζάμι..
που αντανακλά τη φρόνιμη φιγούρα της.

Χαζεύουν τους περαστικούς αλλά δεν τους βλέπουν.
Κοιτάζουν ώρα τώρα ή μήπως από χρόνια, μέσα τους.
Ούτε ένα βλέμμα δεν χαρίζουν ο ένας στον άλλον,
σαν να μην τους περισσεύει, σαν να τα ξόδεψαν όλα.
Κοιτάγματα, λόγια, αγγίγματα.
Σαν να βολεύονται με τη σιωπή.
Μέσα, υπάρχει το όχι. Έξω, κοχλάζει το ναι.

Μονομάχοι της συμβίωσης.
Τα όπλα τους τα έχουν διαλέξει από καιρό
και τα ακονίζουν ο καθένας μόνος του.
Βουβά παράπονα, ακυρωμένα θέλω, ξεθυμασμένες επιθυμίες,
κάτι ρετάλια όνειρα,
ανώδυνα μυστικά, μικρές προδοσίες,
αναιμικές υποσχέσεις πως όλα.. αύριο θα είναι αλλιώς.
Δείχνουν τόσο λυπημένοι και θυμωμένοι αλλά δεν ξέρω γιατί.
Άλλαξε η μεταξύ τους γεωγραφία.
Μεγάλωσαν οι αποστάσεις και η σχέση τους μοιάζει με ήπειρο
που κουράστηκαν ή βαριούνται πια να εξερευνήσουν.
Δεν μπορεί, θα έχετε συναντήσει τέτοια ζευγάρια.

Το ραδιόφωνο όσο να ανάψει το φανάρι παίζει τα δικά του
αλλά εκείνοι ακούνε το κοντσέρτο για έναν άνθρωπο,
μια λύπη,
ένα παράπονο.
Σιγοψιθυρίζουν την ωδή
που έχει γραφτεί για την πλήξη και την μοναξιά.
Τόσο λυπημένα δείχνουν τα ζευγάρια
έτσι όπως περιμένουν να ανάψει το φεγγάρι..
και να ξαναμπεί σε κίνηση η ζωή τους.
Περιμένουν.. πώς και πώς να δραπετεύσουν
από τη μέσα τους ξενιτιά.
Τους βλέπω να ξεκινούν... αλλά είναι ακόμα λυπημένα τα ζευγάρια.

Ένα κείμενο της Μαρίας Χούκλη, που... μονολογούσε η Τάνια Τσανακλίδου στις εμφανίσεις της στο 'Μετρό'


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου