Ένα βιβλίο που "ζυγίζει" τα άχθη των ανθρώπων των λαϊκών περιοχών και μας ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στις απαγορευμένες ζώνες της καθημερινότητάς μας.
"Τι έχουν, μωρέ, τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας, αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας."
Τέτοια ασήκωτα σακιά κουβαλάνε οι ήρωες στο νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη που κυκλοφορεί από αύριο στα βιβλιοπωλεία. Τίτλος του «Τα σακιά» (Καστανιώτης). Με το βιβλίο αυτό η συγγραφέας κάνει μία παράτολμη κίνηση που δεν αποκλείεται να κάνει να νιώσουν άβολα πολλοί αναγνώστες της. Ακόμη κι αυτοί που την αγαπάνε και τη διαβάζουν σταθερά 15 χρόνια τώρα από την εποχή της καλοτάξιδης «Μικράς Αγγλίας» θα δυσκολευτούν να αγαπήσουν ή να συμπονέσουν τον Λίνο και τη μάνα του τη Βιβή, τους ήρωες της ιστορίας -«απωθητικοί κι απεχθείς», όπως παραδέχεται και η ίδια. «Αλλά η λογοτεχνία δεν είναι πάντα για να αρέσει, το σοκ που μπορεί να επέλθει ίσως να αποβεί εντέλει θετικό, ένας συναγερμός για μία άλλη θεώρηση των πραγμάτων», συμπληρώνει.
Ούτε ο Λίνος ούτε η μάνα του έχουν ίχνη έστω από το μεγαλείο του πλοιάρχου Αυγουστή, του ήρωα στο «Σουέλ», το προηγούμενο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη. «Σ' αυτό το βιβλίο με άδραξε η μοίρα των μη υποδειγματικών ανθρώπων. Δεν ήταν πρόθεσή μου να τους καταδικάσω ή να τους αθωώσω. Λογοτέχνης είμαι, όχι δικαστής ούτε παπάς. Το λέω ξεκάθαρα στο βιβλίο ότι είναι ασυγχώρετα αυτά τα εγκλήματα. Μόνη κάθαρση είναι το άλγος καθαυτό, η τιμωρία της συνείδησης, παντοτινή και πέραν της ποινής του δικαστηρίου».
Πώς αφηνιάζει ένα παιδί, εν προκειμένω ο Λίνος της ιστορίας, «που όλα τα δάχτυλα τον δείχνουν σαν φταίχτη»; Τι του συμβαίνει; Τέτοια ερωτήματα τρύπωσαν στο μυαλό της Ιωάννας Καρυστιάνη. «Ερωτήματα που δεν ήταν στα μέτρα μου, δεν μπορούσα να έχω μία εύκολη τοποθέτηση. Ποτέ δεν ξέρουμε 100% την απάντηση σε κρίσιμα ζητήματα και συμπεριφορές που προκύπτουν μετά από μία τούμπα του μυαλού. Νομίζω πως όλο το βιβλίο είναι μία πρόταση δοκιμασίας στην περιοχή των μη αυτονόητων συναισθημάτων και για το συγγραφέα και για τον αναγνώστη».
Μακριά από εύκολες λύσεις είναι και ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται η ιστορία, σε μικρές δόσεις που κάποτε ανοίγουν ολόκληρους γκρεμούς. «Το έκανα γιατί είχα ανάγκη να παίρνω κουράγιο για το παρακάτω αλλά και για τον αναγνώστη. Δεν ήθελα εξαρχής να βάλω τα κουκιά της ιστορίας ούτε να προκύπτουν αμέσως τα συναισθήματα απέναντι στους ήρωες, να επιβάλλονται».
Υπό το βάρος των πράξεων του γιου, αυτός κι η μητέρα του καταδικάζονται να ζήσουν στη σκιά του δράματος των θυμάτων τους σε «μια συνθήκη αληθινής δυστυχίας», που γίνεται ανάμεσά τους δεσμός αδιάσπαστος. «Είχα ανάγκη να περπατήσω μαζί τους στα σκοτεινά τοπία όπου μοναδικοί μουσαφίρηδες είναι οι τύψεις και η συντριβή, να δω τι μπορεί να συμβαίνει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά, σε τέτοια παραδείγματα ασυγχώρετης συμπεριφοράς. Πιστεύω ότι ακόμη και οι πιο ακραίες εμπειρίες είναι μέρος της συλλογικής εμπειρίας και με κάποιον τρόπο κι αυτές μιλούν. Η ζωή τέτοιων ηρώων είναι παράδειγμα προς αποφυγή και ταυτόχρονα ένας συναγερμός προς όλους μας για το τι μπορεί να σημαίνει η απουσία της αγάπης, η τσιγκουνιά στα αισθήματα».
Αν και βάδισε στη σκοτεινιά των ηρώων της, η Ιωάννα Καρυστιάνη δεν επιδίωξε να φανεί ψυχολόγος ή κοινωνιολόγος. «Ανακαλύπτουμε τελευταία στα βιβλία φράσεις με τις οποίες ο συγγραφέας επιδιώκει να δείξει ότι ξέρει από ψυχολογία. Κάπου χάνει όμως έτσι η λογοτεχνία. Είμαστε υποχρεωμένοι, ακολουθώντας το ένστικτο, να ψάξουμε έναν άλλο δρόμο συχνά με το ρίσκο να πέσουμε έξω. Αλλά, νομίζω, αυτή είναι η ευλογία της λογοτεχνίας, δεν είναι επιστήμη, είναι ένας άλλος δρόμος διερεύνησης της ανθρώπινης περιπέτειας».
Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται μέσα σε μόλις 3,5 μέρες, το Μάιο του 2008, στους Δελφούς, ο χρόνος της αφήγησης γυρίζει όμως συχνά προς τα πίσω, φτάνει στην Ελλάδα του '60 και του '70 αλλά και σε αυτήν του '90, εξίσου μακρινή πια για όλους μας. «Σήμερα έχω την εντύπωση ότι έχουν γίνει γενικά αποκαλυπτήρια, ο κόσμος όπως τον ξέραμε δεν υπάρχει πια, είναι σαν όλα να αλλάζουν, όλα δύσκολα. Αλλά φταίμε αν δεν προσέξαμε γιατί τα σημάδια υπήρχαν σε μία κοινωνία που είχε εξελιχθεί σε κοινωνία αστοργίας, υπήρχαν μέσα στα ίδια τα σπίτια. Το σπίτι του καθενός μας δεν είναι το μικρό σπίτι στο λιβάδι, υπάρχει γύρω του μια πολύπλοκη βία: η βία μίας παιδείας χωρίς ανθρωπιστικό περιεχόμενο, η βία με την οποία αντιμετωπίζονται οι ηλικιωμένοι και βέβαια η βία της γλώσσας που τη δούλεψα ιδιαίτερα στο βιβλίο. Πολλές φορές τρόμαζα γράφοντας και σκίζοντας, καθώς αντιλαμβανόμουν τον τρομερό ρόλο που μπορεί να παίξει η γλώσσα, καθορίζει και υπονομεύει μία σχέση, αφήνει τον καθένα να αποσυσχετίζεται από τον εαυτό του και το περιβάλλον. Και τελευταία καλλιεργήθηκε μία γλώσσα επιθετική: ένας παροξυσμικός πολιτικός λόγος, γκρίζα συνθήματα, εξυπνακίστικες ατάκες, φονικές μπηχτές. Καλλιεργήσαμε μία λεκτική δεινότητα στις τάπες, τα αποστομωτικά σχόλια, χωθήκαμε και χαθήκαμε σε μία γλώσσα δυσπιστίας και άρνησης και δημόσια αλλά και στα σπίτια και στη σκέψη του καθενός».
Για την Ιωάννα Καρυστιάνη η γλώσσα είναι δείκτης της εποχής. «Αισθάνομαι ότι απλώνεται ένα ντοστογεφσκικό κλίμα στον πλανήτη με ιστορίες ζόφου. Μιλώντας για τη χώρα μας -και κάνω εδώ μία αναφορά στους άκοπους τόμους που σέρνει η Βιβή Χολέβα, τα ποιητικά βιβλία που δεν διάβασανε ποτέ σ' αυτό το σπίτι- αισθάνομαι ότι μας έλειψε η συναλληλία του Παπαδιαμάντη, η αίθρια ματιά του Σικελιανού, ο σπαραγμός του Ρίτσου, το δοκιμασμένο ήθος της Αξιώτη, η λιτή στοχαστικότητα του Λειβαδίτη, που υπενθυμίζει τον ανθρώπινο πόνο. Αφεθήκαμε στην κυριαρχία των αγορών στη γλώσσα. Μιλήσαμε για το limit up ενός βουλευτή, για κεφαλαιοποίηση κοινωνικών αντιδράσεων. Αντικαταστάθηκαν ατόφιες και πεντακάθαρες λέξεις: η κλοπή δημόσιου πλούτου έγινε διαπλοκή, αντί για απατεωνιά λέμε αδιαφάνεια. Πρέπει να επιστρέψουμε στην κυριολεξία των λέξεων, να σταθούμε πιο σοβαρά απέναντι σε όλα»."
Χρύσα Νάνου,"Αγγελιοφόρος"_7.11.2010
"Τι έχουν, μωρέ, τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας, αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας."
Τέτοια ασήκωτα σακιά κουβαλάνε οι ήρωες στο νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη που κυκλοφορεί από αύριο στα βιβλιοπωλεία. Τίτλος του «Τα σακιά» (Καστανιώτης). Με το βιβλίο αυτό η συγγραφέας κάνει μία παράτολμη κίνηση που δεν αποκλείεται να κάνει να νιώσουν άβολα πολλοί αναγνώστες της. Ακόμη κι αυτοί που την αγαπάνε και τη διαβάζουν σταθερά 15 χρόνια τώρα από την εποχή της καλοτάξιδης «Μικράς Αγγλίας» θα δυσκολευτούν να αγαπήσουν ή να συμπονέσουν τον Λίνο και τη μάνα του τη Βιβή, τους ήρωες της ιστορίας -«απωθητικοί κι απεχθείς», όπως παραδέχεται και η ίδια. «Αλλά η λογοτεχνία δεν είναι πάντα για να αρέσει, το σοκ που μπορεί να επέλθει ίσως να αποβεί εντέλει θετικό, ένας συναγερμός για μία άλλη θεώρηση των πραγμάτων», συμπληρώνει.
Ούτε ο Λίνος ούτε η μάνα του έχουν ίχνη έστω από το μεγαλείο του πλοιάρχου Αυγουστή, του ήρωα στο «Σουέλ», το προηγούμενο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη. «Σ' αυτό το βιβλίο με άδραξε η μοίρα των μη υποδειγματικών ανθρώπων. Δεν ήταν πρόθεσή μου να τους καταδικάσω ή να τους αθωώσω. Λογοτέχνης είμαι, όχι δικαστής ούτε παπάς. Το λέω ξεκάθαρα στο βιβλίο ότι είναι ασυγχώρετα αυτά τα εγκλήματα. Μόνη κάθαρση είναι το άλγος καθαυτό, η τιμωρία της συνείδησης, παντοτινή και πέραν της ποινής του δικαστηρίου».
Πώς αφηνιάζει ένα παιδί, εν προκειμένω ο Λίνος της ιστορίας, «που όλα τα δάχτυλα τον δείχνουν σαν φταίχτη»; Τι του συμβαίνει; Τέτοια ερωτήματα τρύπωσαν στο μυαλό της Ιωάννας Καρυστιάνη. «Ερωτήματα που δεν ήταν στα μέτρα μου, δεν μπορούσα να έχω μία εύκολη τοποθέτηση. Ποτέ δεν ξέρουμε 100% την απάντηση σε κρίσιμα ζητήματα και συμπεριφορές που προκύπτουν μετά από μία τούμπα του μυαλού. Νομίζω πως όλο το βιβλίο είναι μία πρόταση δοκιμασίας στην περιοχή των μη αυτονόητων συναισθημάτων και για το συγγραφέα και για τον αναγνώστη».
Μακριά από εύκολες λύσεις είναι και ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται η ιστορία, σε μικρές δόσεις που κάποτε ανοίγουν ολόκληρους γκρεμούς. «Το έκανα γιατί είχα ανάγκη να παίρνω κουράγιο για το παρακάτω αλλά και για τον αναγνώστη. Δεν ήθελα εξαρχής να βάλω τα κουκιά της ιστορίας ούτε να προκύπτουν αμέσως τα συναισθήματα απέναντι στους ήρωες, να επιβάλλονται».
Υπό το βάρος των πράξεων του γιου, αυτός κι η μητέρα του καταδικάζονται να ζήσουν στη σκιά του δράματος των θυμάτων τους σε «μια συνθήκη αληθινής δυστυχίας», που γίνεται ανάμεσά τους δεσμός αδιάσπαστος. «Είχα ανάγκη να περπατήσω μαζί τους στα σκοτεινά τοπία όπου μοναδικοί μουσαφίρηδες είναι οι τύψεις και η συντριβή, να δω τι μπορεί να συμβαίνει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά, σε τέτοια παραδείγματα ασυγχώρετης συμπεριφοράς. Πιστεύω ότι ακόμη και οι πιο ακραίες εμπειρίες είναι μέρος της συλλογικής εμπειρίας και με κάποιον τρόπο κι αυτές μιλούν. Η ζωή τέτοιων ηρώων είναι παράδειγμα προς αποφυγή και ταυτόχρονα ένας συναγερμός προς όλους μας για το τι μπορεί να σημαίνει η απουσία της αγάπης, η τσιγκουνιά στα αισθήματα».
Αν και βάδισε στη σκοτεινιά των ηρώων της, η Ιωάννα Καρυστιάνη δεν επιδίωξε να φανεί ψυχολόγος ή κοινωνιολόγος. «Ανακαλύπτουμε τελευταία στα βιβλία φράσεις με τις οποίες ο συγγραφέας επιδιώκει να δείξει ότι ξέρει από ψυχολογία. Κάπου χάνει όμως έτσι η λογοτεχνία. Είμαστε υποχρεωμένοι, ακολουθώντας το ένστικτο, να ψάξουμε έναν άλλο δρόμο συχνά με το ρίσκο να πέσουμε έξω. Αλλά, νομίζω, αυτή είναι η ευλογία της λογοτεχνίας, δεν είναι επιστήμη, είναι ένας άλλος δρόμος διερεύνησης της ανθρώπινης περιπέτειας».
Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται μέσα σε μόλις 3,5 μέρες, το Μάιο του 2008, στους Δελφούς, ο χρόνος της αφήγησης γυρίζει όμως συχνά προς τα πίσω, φτάνει στην Ελλάδα του '60 και του '70 αλλά και σε αυτήν του '90, εξίσου μακρινή πια για όλους μας. «Σήμερα έχω την εντύπωση ότι έχουν γίνει γενικά αποκαλυπτήρια, ο κόσμος όπως τον ξέραμε δεν υπάρχει πια, είναι σαν όλα να αλλάζουν, όλα δύσκολα. Αλλά φταίμε αν δεν προσέξαμε γιατί τα σημάδια υπήρχαν σε μία κοινωνία που είχε εξελιχθεί σε κοινωνία αστοργίας, υπήρχαν μέσα στα ίδια τα σπίτια. Το σπίτι του καθενός μας δεν είναι το μικρό σπίτι στο λιβάδι, υπάρχει γύρω του μια πολύπλοκη βία: η βία μίας παιδείας χωρίς ανθρωπιστικό περιεχόμενο, η βία με την οποία αντιμετωπίζονται οι ηλικιωμένοι και βέβαια η βία της γλώσσας που τη δούλεψα ιδιαίτερα στο βιβλίο. Πολλές φορές τρόμαζα γράφοντας και σκίζοντας, καθώς αντιλαμβανόμουν τον τρομερό ρόλο που μπορεί να παίξει η γλώσσα, καθορίζει και υπονομεύει μία σχέση, αφήνει τον καθένα να αποσυσχετίζεται από τον εαυτό του και το περιβάλλον. Και τελευταία καλλιεργήθηκε μία γλώσσα επιθετική: ένας παροξυσμικός πολιτικός λόγος, γκρίζα συνθήματα, εξυπνακίστικες ατάκες, φονικές μπηχτές. Καλλιεργήσαμε μία λεκτική δεινότητα στις τάπες, τα αποστομωτικά σχόλια, χωθήκαμε και χαθήκαμε σε μία γλώσσα δυσπιστίας και άρνησης και δημόσια αλλά και στα σπίτια και στη σκέψη του καθενός».
Για την Ιωάννα Καρυστιάνη η γλώσσα είναι δείκτης της εποχής. «Αισθάνομαι ότι απλώνεται ένα ντοστογεφσκικό κλίμα στον πλανήτη με ιστορίες ζόφου. Μιλώντας για τη χώρα μας -και κάνω εδώ μία αναφορά στους άκοπους τόμους που σέρνει η Βιβή Χολέβα, τα ποιητικά βιβλία που δεν διάβασανε ποτέ σ' αυτό το σπίτι- αισθάνομαι ότι μας έλειψε η συναλληλία του Παπαδιαμάντη, η αίθρια ματιά του Σικελιανού, ο σπαραγμός του Ρίτσου, το δοκιμασμένο ήθος της Αξιώτη, η λιτή στοχαστικότητα του Λειβαδίτη, που υπενθυμίζει τον ανθρώπινο πόνο. Αφεθήκαμε στην κυριαρχία των αγορών στη γλώσσα. Μιλήσαμε για το limit up ενός βουλευτή, για κεφαλαιοποίηση κοινωνικών αντιδράσεων. Αντικαταστάθηκαν ατόφιες και πεντακάθαρες λέξεις: η κλοπή δημόσιου πλούτου έγινε διαπλοκή, αντί για απατεωνιά λέμε αδιαφάνεια. Πρέπει να επιστρέψουμε στην κυριολεξία των λέξεων, να σταθούμε πιο σοβαρά απέναντι σε όλα»."
Χρύσα Νάνου,"Αγγελιοφόρος"_7.11.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου