Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Τε­λευ­ταῖ­ος Σταθ­μός... Γιώργος Σεφέρης

Λί­γες οἱ νύ­χτες μὲ φεγ­γά­ρι ποὺ μ᾿ ἀ­ρέ­σαν.
Τ᾿ ἀλ­φα­βη­τά­ρι τῶν ἄ­στρων ποὺ συλ­λα­βί­ζεις
ὅ­πως τὸ φέ­ρει ὁ κό­πος τῆς τε­λει­ω­μέ­νης μέ­ρας
καὶ βγά­ζεις ἄλ­λα νο­ή­μα­τα κι ἄλ­λες ἐλ­πί­δες,
πιὸ κα­θα­ρὰ μπο­ρεῖς νὰ τὸ δι­α­βά­σεις.
Τώ­ρα ποὺ κά­θο­μαι ἄ­νερ­γος καὶ λο­γα­ριά­ζω
λί­γα φεγ­γά­ρια ἀ­πό­μει­ναν στὴ μνή­μη-
νη­σιά, χρῶ­μα Θλιμ­μέ­νης Πα­να­γί­ας, ἀρ­γὰ στὴ χά­ση
ἢ φεγ­γα­ρό­φω­τα σὲ πο­λι­τεῖ­ες τοῦ βο­ριὰ ρί­χνον­τας κά­πο­τε
σὲ τα­ραγ­μέ­νους δρό­μους πο­τα­μοὺς καὶ μέ­λη ἀν­θρώ­πων
βα­ριὰ μί­α νάρ­κη.
Κι ὅ­μως χτὲς βρά­δυ ἐ­δῶ, σὲ τού­τη τὴ στερ­νή μας σκά­λα
ὅ­που προ­σμέ­νου­με τὴν ὥ­ρα τῆ­ς ἐ­πι­στρο­φῆς μας νὰ χα-
­ ρά­ξει
σὰν ἕ­να χρέ­ος πα­λιό, μο­νέ­δα ποὺ ἔ­μει­νε γιὰ χρό­νια
στὴν κά­σα ἑ­νὸς φι­λάρ­γυ­ρου, καὶ τέ­λος
ἦρ­θε ἡ στιγ­μὴ τῆ­ς πλε­ρω­μῆς κι ἀ­κού­γον­ται
νο­μί­σμα­τα νὰ πέ­φτουν πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι-
σὲ τοῦ­το τὸ τυρ­ρη­νι­κὸ χω­ριό, πί­σω ἀ­πὸ τὴ Θά­λασ­σα τοῦ
­ Σα­λέρ­νο
πί­σω ἀ­πὸ τὰ λι­μά­νια τοῦ γυ­ρι­σμοῦ, στὴ­ν ἄ­κρη
μιᾶς φθι­νο­πω­ρι­νῆς μπό­ρας, τὸ φεγ­γά­ρι
ξε­πέ­ρα­σε τὰ σύν­νε­φα, καὶ γί­ναν
τὰ σπί­τια στὴν ἀν­τί­πε­ρα πλα­γιὰ ἀ­πὸ σμάλ­το.
Σι­ω­πὲς ἀ­γα­πη­μέ­νες τῆ­ς σε­λή­νης.
Εἶ­ναι κι αὐ­τὸς ἕ­νας εἱρ­μὸς τῆς σκέ­ψης, ἕ­νας τρό­πος
ν᾿ ἀρ­χί­σεις νὰ μι­λᾶς γιὰ πράγ­μα­τα ποὺ ὁ­μο­λο­γεῖς
δύ­σκο­λα, σὲ ὧ­ρες ὅ­που δὲ βα­στᾶς, σὲ φί­λο
ποὺ ξέ­φυ­γε κρυ­φὰ καὶ φέρ­νει
μαν­τά­τα ἀ­πὸ τὸ σπί­τι κι ἀ­πὸ τοὺς συν­τρό­φους,
καὶ βι­ά­ζε­σαι ν᾿ ἀ­νοί­ξεις τὴ καρ­διά σου
μὴ σὲ προ­λά­βει ἡ ξε­νι­τιὰ καὶ τὸν ἀλ­λά­ξει.
Ἐρ­χό­μα­στε ἀπ᾿ τὴν Ἀ­ρα­πιά, τὴν Αἴ­γυ­πτο τὴν Πα­λαι­στί­νη
τὴ Συ­ρί­α
τὸ κρα­τί­διο
τῆς Κομ­μα­γη­νῆς πού ῾σβη­σε σὰν τὸ μι­κρὸ λυ­χνά­ρι
πολ­λὲς φο­ρὲς γυ­ρί­ζει στὸ μυα­λό μας,
καὶ πο­λι­τεῖ­ες με­γά­λες ποὺ ἔ­ζη­σαν χι­λιά­δες χρό­νια
κι ἔ­πει­τα ἀ­πό­μει­ναν τό­πος βο­σκῆς γιὰ τὶς γκα­μοῦ­ζες
χω­ρά­φια γιὰ ζα­χα­ρο­κά­λα­μα καὶ κα­λαμ­πό­κια.
Ἐρ­χό­μα­στε ἀπ᾿ τὴν ἄμ­μο τῆ­ς ἔ­ρη­μος ἀπ᾿ τὶς Θά­λασ­σες τοῦ
­ Πρω­τέ­α,
ψυ­χὲς μα­ραγ­κι­α­σμέ­νες ἀ­πὸ δη­μό­σι­ες ἁ­μαρ­τί­ες,
κα­θέ­νας κι ἕ­να ἀ­ξί­ω­μα σὰν τὸ που­λὶ μὲς στὸ κλου­βί του.
Τὸ βρο­χε­ρὸ φθι­νό­πω­ρο σ᾿ αὐ­τὴ τὴ γού­βα
κα­κο­φορ­μί­ζει τὴν πλη­γὴ τοῦ κα­θε­νός μας
ἢ αὐ­τὸ ποὺ θἄ ῾λε­γες ἀλ­λι­ῶς, νέ­με­ση μοί­ρα
ἢ μο­να­χὰ κα­κὲς συ­νή­θει­ες, δό­λο καὶ ἀ­πά­τη,
ἢ ἀ­κό­μη ἰ­δι­ο­τέ­λεια νὰ καρ­πω­θεῖς τὸ αἷ­μα τῶν ἄλ­λων.
Εὔ­κο­λα τρί­βε­ται ὁ ἄν­θρω­πος μὲς στοὺς πο­λέ­μους-
ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μα­λα­κός, ἕ­να δε­μά­τι χόρ­το-
χεί­λια καὶ δά­χτυ­λα ποὺ λα­χτα­ροῦν ἕ­να ἄ­σπρο στῆ­θος
μά­τια ποὺ μι­σο­κλεί­νουν στὸ λαμ­πύ­ρι­σμα τῆς μέ­ρας
καὶ πό­δια ποὺ θὰ τρέ­χα­νε, κι ἂς εἶ­ναι τό­σο κου­ρα­σμέ­να,
στὸ πα­ρα­μι­κρὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ κέρ­δους.
Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μα­λα­κὸς καὶ δι­ψα­σμέ­νος σὰν τὸ χόρ­το,
ἄ­πλη­στος σὰν τὸ χόρ­το, ρί­ζες τὰ νεῦ­ρα του κι ἀ­πλώ­νουν-
σὰν ἔρ­θει ὁ Θέ­ρος
προ­τι­μᾶ νὰ σφυ­ρί­ξουν τὰ δρε­πά­νια στ᾿ ἄλ­λο χω­ρά­φι-
σὰν ἔρ­θει ὁ Θέ­ρος
ἄλ­λοι φω­νά­ζου­νε γιὰ νὰ ξορ­κί­σουν τὸ δαι­μο­νι­κὸ
ἄλ­λοι μπερ­δεύ­ουν­ται μὲς στ᾿ ἀ­γα­θά τους, ἄλ­λοι ρη­το-
­ ρεύ­ουν.
Ἀλ­λὰ τὰ ξόρ­κια τ᾿ ἀ­γα­θὰ τὶς ρη­το­ρεῖ­ες,
σὰν εἶ­ναι οἱ ζων­τα­νοὶ μα­κριά, τί θὰ τὰ κά­νεις;
Μή­πως ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἄλ­λο πράγ­μα;
Μὴν εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ με­τα­δί­νει τὴ ζω­ή;
Και­ρὸς τοῦ σπεί­ρειν, και­ρὸς τοῦ θε­ρί­ζειν.
Πά­λι τὰ ἴ­δια καὶ τὰ ἴ­δια, θὰ μοῦ πεῖς, φί­λε.
Ὅ­μως τὴ σκέ­ψη τοῦ πρό­σφυ­γα τὴ σκέ­ψη τοῦ αἰχ­μά­λω­του
τὴ σκέ­ψη
τοῦ ἀν­θρώ­που σὰν κα­τάν­τη­σε κι αὐ­τὸς πρα­μά­τεια
δο­κί­μα­σε νὰ τὴν ἀλ­λά­ξεις, δὲν μπο­ρεῖς.
Ἴ­σως καὶ νἄ ῾θε­λε νὰ μεί­νει βα­σι­λιὰς ἀν­θρω­πο­φά­γων
ξο­δεύ­ον­τας δυ­νά­μεις ποὺ κα­νεὶς δὲν ἀ­γο­ρά­ζει,
νὰ σερ­για­νᾶ μέ­σα σὲ κάμ­πους ἀ­γα­πάν­θων
ν᾿ ἀ­κού­ει τὰ τουμ­πε­λέ­κια κά­τω ἀπ᾿ τὸ δέν­τρο τοῦ μπαμ­ποῦ,
κα­θὼς χο­ρεύ­ουν οἱ αὐ­λι­κοί με τε­ρα­τώ­δεις προ­σω­πί­δες.
Ὅ­μως ὁ τό­πος ποὺ τὸ­ν πε­λε­κοῦν καὶ ποὺ τοῦ καῖ­νε σὰν
­ τὸ πεῦ­κο, καὶ τὸ­ν βλέ­πεις
εἴ­τε στὸ σκο­τει­νὸ βα­γό­νι, χω­ρὶς νε­ρό, σπα­σμέ­να τζά­μια,
νύ­χτες καὶ νύ­χτες
εἴ­τε στὸ πυ­ρω­μέ­νο πλοῖ­ο ποὺ θὰ βου­λιά­ξει κα­θὼς τὸ δεί-
­ χνουν οἱ στα­τι­στι­κές,
ἐ­τοῦ­τα ρί­ζω­σαν μὲς στὸ μυα­λὸ καὶ δὲν ἀλ­λά­ζουν
ἐ­τοῦ­τα φύ­τε­ψαν εἰ­κό­νες ἴ­δι­ες με τὰ δέν­τρα ἐ­κεῖ­να
ποὺ ρί­χνουν τὰ κλω­νά­ρια τους μὲς στὰ παρ­θέ­να δά­ση
κι αὐ­τὰ καρ­φώ­νουν­ται στὸ χῶ­μα καὶ ξα­να­φυ­τρώ­νουν-
ρί­χνουν κλω­νά­ρια καὶ ξα­να­φυ­τρώ­νουν δρα­σκε­λόν­τας
λεῦ­γες καὶ λεῦ­γες-
ἕ­να παρ­θέ­νο δά­σος σκο­τω­μέ­νων φί­λων τὸ μυα­λό μας.
Κι ἂ σου μι­λῶ μὲ πα­ρα­μύ­θια καὶ πα­ρα­βο­λὲς
εἶ­ναι για­τὶ τ᾿ ἀ­κοῦς γλυ­κό­τε­ρα, κι ἡ φρί­κη
δὲν κου­βεν­τι­ά­ζε­ται για­τὶ εἶ­ναι ζων­τα­νὴ
για­τὶ εἶ­ναι ἀ­μί­λη­τη καὶ προ­χω­ρά­ει-
στά­ζει τὴ μέ­ρα, στά­ζει στὸν ὕ­πνο
μνη­σι­πή­μων πό­νος.
Νὰ μι­λή­σω γιὰ ἥ­ρω­ες νὰ μι­λή­σω γιὰ ἥ­ρω­ες: ὁ Μι­χά­λης
ποὺ ἔ­φυ­γε μ᾿ ἀ­νοι­χτὲς πλη­γὲς ἀπ᾿ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο
ἴ­σως μι­λοῦ­σε γιὰ ἥ­ρω­ες ὅ­ταν, τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη
ποὺ ἔ­σερ­νε τὸ πο­δά­ρι του μὲς στὴ συ­σκο­τι­σμέ­νη πο­λι­τεί­α,
οὔρ­λια­ζε ψη­λα­φών­τας τὸ­ν πό­νο μας- «Στὰ σκο­τει­νὰ
πη­γαί­νου­με, στὰ σκο­τει­νὰ προ­χω­ροῦ­με.­.­.»
Οἱ ἥ­ρω­ες προ­χω­ροῦν στὰ σκο­τει­νά.
Λί­γες οἱ νύ­χτες μὲ φεγ­γά­ρι ποὺ μ᾿ ἀ­ρέ­σουν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου