Τι περισσεύει από τα καθημερινά μας αισθήματα; Τι σώζεται στο χρόνο; Τι απομένει απ’ τις κουβέντες μας; Λόγια απλά· παροτρύνσεις, υποδείξεις βγαλμένες από την πιο ανέγγιχτη πλευρά μας. Μετά απομένουμε εμείς. Πιο φτωχοί απ’ όσα λυπηθήκαμε ή συμπονέσαμε, με μάτια που δε λένε τίποτα. Και σκέψεις, μύχιες, παραχωμένες σκέψεις ενός μυαλού στρεβλού, λέξεις που μιλάνε για όλα. Άλλοτε πάλι για τίποτα. Πώς ορίζει κανείς αυτό το παράξενα εκτιμημένο τίποτα που σπαρταράει μέσα μας πιο σιωπηλό από ένα φεγγάρι, που πάλεψε να γίνει πανσέληνος και δεν τα κατάφερε, επειδή η τροχιά του το ’σερνε ανάποδα. Πού οριοθέτησα την έννοια σύντροφος κι ακόμα πιο πολύ: σε ποιο ράφι τοποθέτησα και ξέχασα ν’ αγγίξω την έννοια φίλος; Πότε απέμεινα να μη χρειάζομαι, να μην έχω την ανάγκη από δυο κουβέντες οικείες, να κρατάω τα μυστικά μου μόνο για μένα. Εγώ. Η Άννα. Η από πάντοτε κορίτσι, η κατά βάθος γερασμένη πρόωρα. Η ανιδιοτελής απέναντι στους άλλους. Που θα μπορούσαν να 'ναι δικοί μου άνθρωποι, αλλά τους άφηνα να φύγουν έτσι, απλά· χωρίς ένα μειδίαμα στο ξεπροβόδισμα.
Και πού να μιλήσω; Πού ν’ ανοιχτώ προσφέροντας άδολα καρδιά και νου; Τι να πω, αφού δε θέλω να κουβεντιάσω για ό,τι επέτρεψα στον εαυτό μου; Μ’ έναν τρόπο τουλάχιστον, γνωρίζω εκ των προτέρων. Τι να πω εγώ, η Άννα. Τι λόγια εύφλεκτα να εμπιστευτώ, ποιανού να ζητήσω συγχώρεση, ποια ευχή να ’χει τη δύναμη να με κάνει ξανά παιδί αθώο, καλόβουλο απ’ ό,τι δεν υπήρξα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου