Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Ο άγνωστος Βάρναλης, πάντα επίκαιρος...



… επίκαιρος και σήμερα που τσακίζουν τα λαϊκά δικαιώματα, εξαθλιώνουν τη ζωή των εργαζομένων μα ταυτόχρονα ζητούν από το λαό υπομονή και θυσίες για τη «σωτηρία της πατρίδας» δήθεν. Ποιας πατρίδας όμως; Του λαού που παράγει τον πλούτο αλλά δυστυχεί και υποφέρει, ή μιας χούφτας παράσιτων που τον κλέβουν;
Ένα σχόλιο σε αυτή την πραγματικότητα είναι το «παραμύθι» που λέει ο Σωκράτης στους συμπολίτες του στην «Αληθινή απολογία» του:
 «… Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτύνανε αρκετά, αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε: “Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας (…) Είσαστε λεύτεροι! (…) Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε (…) Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας (…)
 Κ’ εσείς κ’ εμείς θα ‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. Κ’ εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας (…) Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι (…) Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”.

Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι (…) Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Πού να το βρω! (…) Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και  στους νόμους των Κλεφτών”».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου