Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Σαν... ξέφτια!


Για πόσο μπορεί μια λέξη να σπαράζει μέσα μας; Πόση φωνή πρέπει να ‘χει για ν’ ακουστεί;
Πόση δύναμη πρέπει να ασκήσει για να ελεθευρωθεί;
Είναι φορές που τις ακούω να τριγυρνάνε μέσα μου, σαν Ερινύες.
Τύψεις πλέκουν στο μυαλό μου, γιατί τις φυλάκισα.
Κι άλλες φορές γροθιά στο πρόσωπο μου δίνουν, όταν τις ελευθερώνω.
Σωστό πουθενά. Άτοπο. Άχρονο.
Κυλούνε μέσα μου, όμως.
Γδέρνουνε το δέρμα μου, όμως.
Δεν τις προλαβαίνω, είναι αλήθεια. Δεν με προλαβαίνουν κι ας είναι ψέμα.
Οι όψεις τους αλλάζουν. Άλλες φθαρμένες απ’ την αχρηστία. Άλλες άφθαρτες απ’ την χρήση. Και δεν είναι αχαριστία.
Ό,τι μου δόθηκε, να το φροντίζω, θέλω. .
Θέλω κι αν δεν μπορώ. Μπορώ ακόμη κι όταν δεν θέλω.
Δεν είναι θέμα προσώπου, είναι θέμα ιδιότητας. Ιδιότητας του χαρακτήρα.
Όσος έχει απομείνει. Μαζί μου.
Όταν της διαδρομής τα μονοπάτια περπατάς, κάπου κάτι χάνεις.
Μπορεί να αναπληρώνεις, αλλά χάνεις.
Σαν ξέφτια αφήνεις στο διάβα σου, κομμάτια σου
.
Μερικές φορές, ξέρεις, δεν θες καν άλλο βήμα να κάνεις. Να μείνεις εκεί επιθυμείς, μαζί τους. Ήταν βλέπεις τα αγαπημένα σου. Τα δικά σου.
Άσκοπο.
Δεν μπορείς.
Δεν γίνεται που να με πάρει.
Το βήμα έχει ήδη οριστεί το επόμενο, απ’ το προηγούμενο
.
Σκύβεις, μπας κι αν γίνεις ένα με το χώμα, απαρατήρητη περάσεις.
Ποιος το κατάφερε; Κανένας. Τίποτα.
Ούτε καν το ίδιο το κενό.
Κι αυτό το ανακαλύψαμε όμως.
Όταν κάποιες λέξεις ξεστομίσαμε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου