Έτσι σκοτείνιασα
περνώντας μες στα μάτια μου
κόμπους τα δειλινά των Κυριακών.
Για να ’χω ένα δικαίωμα
στων αστεριών το σβήσιμο
κάθε που απρόσκλητα φωτίζει
η μικρή μιας άρκτου ερημιά
Δεν είναι πως
την άφιξή τους δεν περίμενα,
με τα φτερά τους κόκκινα του πόθου
να τσιμπολογούν τη στέγη μου
- βλασταίνουνε οι θεότητες ποτέ
στα βράχια τα τραχιά τους σπόρους
όταν ο άνεμος σε χώμα τους υγραίνει,
την κόλαση έτσι γλυκά όπως καίει; -
Μα ήρθαν και μέσα μου φυτρώσαν
τα γιασεμιά, τα ρόδα τους, τα κρίνα
και στο λαιμό μια κόκκινη κραυγή
χαράξανε στον έρωτα ταγμένα
Ήρθαν και φθινοπωρινά πέταξαν
αφήνοντάς με πέτρα που την χαϊδεύει
το γερασμένο ανέμισμα της μνήμης
κάποτε να λέω, απλά, πως έφυγαν
λες και ποτέ δεν τα λαχτάρισα να ’ρθουν
Τα κόκκινα Πουλιά
(ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΗΛΟΥ της Τζίνας Μουκριώτη)
Ο Δεκέμβρης του 1903
Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
let the memory live again
Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια
Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...
κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου