Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

let the memory live again

Σου χαμογελω και σε κοιτω στα ματια

Είναι κάποιες αγκαλιές που δεν μπορεί κανείς να τις αντικαταστήσει...

κι εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα, εκεί θα σε περιμένω... ακόμα και ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω, αγγίζοντας σε ...

Ψυχορραγεί ο ρυθμικός βηματισμός σου. Εστω -και- τώρα, τον πνίγω εγώ στους αγγέλους του.



Κι όμως είμαστε τόσο διαφορετικοί.
Άλλες ιδέες, άλλα κατορθώματα, ξέχωρες ως τώρα ζωές.
Μόνο οι ηλικίες μας επέμεναν να βαδίζουμε σε ευθεία, δίχως προσπεράσεις, να διατηρήσουμε εκείνη την ευλογημένη ετερότητα.
Αυτή θα ήταν ο γεννήτοράς μας, κι έπρεπε να ενταθεί και να ενταχθεί αυτούσια, δίχως να απαλοιφθεί ή να διογκωθεί.
Συμφώνησες αμίλητος, δώσαμε τα χέρια να ντυθούμε αστραφτερό και απαράλλαχτο λευκό, διάφανο, να φαίνεται η ψυχή μας.
Οι φωνές μας καθαρές πάντα, κι ας τρεμόπαιζε κάθε λέξη.
Το αυτονόητο, όμως, είναι ακρωτηριασμένο, κι η δικιά μου πέτρα δειλιάζει.
Θα τη συντρίψει το χέρι μου και θα την αφήσει να πέσει στο έδαφος.

Τραγικό να μην υπάρχουμε από τώρα στα σώματα.
Στο φτερό είχα προφτάσει να αδράξω
μισόλογα στομάτων, θολά περιγράμματα
να μαντέψω να προλάβω...
μη χάσω της γλώσσας το κύρτωμα δολοφονικών πόθων
που εξαγοράστηκαν
σε τιμή ευκαιρίας απο σώφρονες πνοές επιβίωσης.

Δυο παιγνίδια, δυο έργα, δυο φωνές
Μια μικρή, μια μεγάλη
Ήρεμη και νευρική
Άγνωστη και μαθημένη
Κοντινή και μακρυνή
Ξωτικό και νεράιδα
Άσπρο και γκρίζο
Χώμα και νερό


Είμαι δύο, πάντα δύο ήμουν
(Ρώτα με τί θέλω)

Νόμιζω πως δεν κάνω λάθος... είχαμε την καλύτερη θέα, καθισμένοι πιο ψηλά απ' όλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου