Ήσυχη νύχτα, ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια.
Και στη γωνιά του δρόμου κάποιος έπαιζε από νωρίς φυσαρμόνικα.
Δυο
κάργιες σε ένα γέρικο κυπαρίσσι, ξενυχτούσαν στολίζοντας τις φωλιές τους με
πολύχρωμα γυαλάκια που είχαν μαζέψει από τα σκουπίδια.
-Τί κάνουν οι άνθρωποι εκεί κάτω κι
αντί να στολίζουν τις φωλιές τους τρέχουν συνεχώς; Τι ψάχνουν; ρώτησε η μία,
ενώ καθάριζε με προσοχή το λαιμό ενός σπασμένου μπουκαλιού.
-Α! το κομματάκι που λείπει από την
ψυχή τους ψάχνουν. Και τρέχουν. Και κολλούν ό,τι βρεθεί, στη θέση του,
προσπαθώντας να παραστήσουν την εικόνα που ονειρεύτηκαν. Κι όλο βρίσκουν κάτι
παράταιρο που δεν κολλάει. Κι όλο η εικόνα παραμορφώνεται. Κι όλο το όνειρο
χάνεται. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Μην ασχολείσαι!
-Κι αυτός εκεί, τόση ώρα στη γωνιά
παίζει φυσαρμόνικα;-Άστον αυτόν. Μαδά τ’ όνειρό του και ταΐζει τα σκυλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου