«Αν φύγεις εκεί που η θάλασσα σμίγει με φώτα
και με
μουσικές, να θυμάσαι:
κάνει κρύο σ'
αυτό τον παράξενο κόσμο.
Κι ύστερα δεν
ξέρω αν θ' ακούω για πάντα εκείνη τη ραγισματιά στη φωνή. Το πρόσωπό σου
ξεσκεπάστηκε κι είναι γυμνό σαν ανατέλλει μες στη μνήμη, σα θάλασσα που κάποτε
θα γίνει καλοκαίρι.
Κι όλα φωτίζουν...
Κι όλα φωτίζουν...
το στόμα, τα
μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα
Έτσι φέγγει
βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας,
τρέμει σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα.
Καμιά αφίσα ή τοίχος δε θα μαρτυρεί το ελαφρό σου πέρασμα στη φλέβα. Πέφτεις σα σιγανή βροχή, ανύποπτη, ανάμεσα στα ξεραμένα φύλλα. Καμιά σκαπάνη μουσικού δε θα σε βρει τόσο βαθιά στο αίμα.
Θυμάμαι ένα κλάμα παιδιού όταν οι δρόμοι χαμηλώνουν τα φώτα. Μα όταν μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά.
Ομίχλη κατεβαίνει με τ' απόγευμα μες στο μισόφωτο.
τρέμει σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα.
Καμιά αφίσα ή τοίχος δε θα μαρτυρεί το ελαφρό σου πέρασμα στη φλέβα. Πέφτεις σα σιγανή βροχή, ανύποπτη, ανάμεσα στα ξεραμένα φύλλα. Καμιά σκαπάνη μουσικού δε θα σε βρει τόσο βαθιά στο αίμα.
Θυμάμαι ένα κλάμα παιδιού όταν οι δρόμοι χαμηλώνουν τα φώτα. Μα όταν μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά.
Ομίχλη κατεβαίνει με τ' απόγευμα μες στο μισόφωτο.
Αλλάζουν όλα
όψη και ντύνονται
το άλλο φως, το
πιο δικό μας.
Θα επιστρέφω
πάντα τα καλοκαίρια, όσο υπάρχεις,
...κι ύστερα θα σταματήσουν όλα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου