Τίποτα δεν υπάρχει πια.
Εικονίσματα έμειναν όλα.
Κι αυτές ακόμα οι στιγμές, που πάντα στην αρχή και στο τέλος τους έσταζες κι από ένα ξεθώριασμα, τυλιγμένες όλες στης μνήμης το κουβάρι δεν θέλουν πια να ανακληθούν. Κουράστηκαν...πίστεψε το.
Πόσες φορές - μέτρησες άραγε; - τις έβαλες απέναντι σου; Δίπλα σου;
Μπορεί δικές σου να τις θεώρησες αλλά ποτέ δεν ήταν.
Ζωή που την έζησες.
Ψυχή που την έσωσες;
Τίποτα δεν υπάρχει πια.
Απλά... ένα μυαλό που κάηκε. Που πήρε φως. Κι όσο κι αν εσύ σε σκοτεινό θάλαμο θέλησες να το διατηρήσεις, αυτό τόσο να καίγεται. Επαναληπτικά.
Είναι τα μάτια σου που το κάψανε. Είναι τα φωτεινά σου μάτια.
Τα βούτηξες αλόγιστα στης τύψης το βερνίκι.
Θεώρησες ότι το καλύτερο ήταν, έτσι να τα προστατέψεις.
Τίποτα δεν σκέφτηκες άλλο τελικά εκτός απ’ την διατήρηση της μνήμης. Ούτε καν εσένα.
Πάλεψες και το πέτυχες.
Ακόμη κι όταν βρήκες το δισκοπότηρο της ανάσας που έχασες, το κράτησες στα βερνικωμένα μάτια σου.
Κι ό,τι κι αν καίγεται από τότε δεν το μετράς.
Κι είναι μέρες τώρα που μια σιωπή μ’ ακολουθεί... αόρατη.
Όσο κι αν προσπαθώ να την εντοπίσω αυτή παραμένει κρυμμένη.
Την νιώθω όμως. Δίπλα μου. Ανασαίνει βαριά. Κουρασμένα. Με διαπερνάει σαν ρεύμα ώρες ώρες.
Μετά χάνεται...
Ξέρει ότι θα προσπαθήσω να την βρω και παίζει μαζί μου; Ίσως να θέλει και να με προστατέψει. Αλλά κι αν έτσι είναι τότε θα έπρεπε στα φανερά να σταθεί απέναντι μου και να μου μιλήσει? Δίπλα μου να κάτσει και να μου αγγίξει τα μαλλιά? Αγκαλιά να με πάρει στοργικά για να μην φοβάμαι...
Όχι αυτήν. Ποτέ μου δεν την φοβήθηκα. Απλά δεν μου αρέσει η αίσθηση του χαμένου και το ξέρει. Του απλησίαστου.
Καλυτέρα βουτηγμένη μέσα σε λόγια, κι ας πονάνε, χτυπημένη από αναμνήσεις, κι ας φύγανε. Δεν θέλησα τίποτα άλλο παρά το ολοφάνερο. Αυτό το ιδιοκτησιακό ολοφάνερο του άλλου.
Έχτισα ό,τι προσπάθησα.
Πίστεψα ό,τι πάλεψα.
Χωρίς να μειώσω τίποτα αφού καλά ξέρω ότι κάτι τέτοιο πρώτα εμένα θα μείωνε.
Κι όμως...
Ότι δεν ήθελα έζησα.
Ότι δεν μπόρεσα.
Ότι δεν γινότανε.
Και το θέλησα, το μπόρεσα, το έκανα. Δικό μου το αντίθετο έκανα.
Και τούτο καλά το έμαθα, αλλιώς δεν πολεμιέται…
Μετριέμαι και πάλι λίγη βρίσκομαι. Με μια τρεμάμενη ωλένη προσπαθώ να σταλθώ ανάμεσα σε χρόνους που γράφονται γύρω μου. Φάλαγγες που ακουμπάνε σ’ ένα ποτήρι γεμάτο ποτό. Πικρόξινο. Ανάλατο. Σώθηκε όλο το αλάτι του κόσμου τούτου όταν πάνω στις πληγές μου ρίχτηκε θαρρώ.
Διαλυόμενα μόρια παγωμένου νερού που δεν μπορούν τίποτα να κρύψουν πια... διάφανα. Χτυπάνε στα τοιχώματα ενός γυαλιού επαναλαμβανόμενα προτεινόμενο σε δυο χείλη που καίνε.
Πνίγομαι μέσα του χωρίς από κανέναν βοήθεια να ζητάω.
Ό,τι ζήτησα είναι τώρα παρελθόν. Μάτια κλειστά μην τυχόν και με δούνε. Ανασκαφές ενός αιώνα πριν από σήμερα. Τόσο είναι. Τόσο ορίζω εγώ ενός χρόνου τις μέρες.
Ρήμα άχρονο το ‘ορίζω’. Όπως και το ‘χειροκροτώ’.
Πως γίνεται μην ρωτάς.
Περπάτησα χιλιόμετρα για να έρθω εδώ. Κοίταξα πίσω κάποιες χίλιες φορές. Όλες καυτές. Όλες ασύστολα μοναδικές. Κι αυτές κλεισμένες πια, σε ένα ποτήρι που σπάει συνεχόμενα και επαναληπτικά. Κι εκεί μαζεμένα όλα, σε μια κερκίδα που παρέα στην ωλένη κάνει, χειροκροτάνε δυο μάτια κλειστά και μια ψυχή που μέσα σε τούτα τα δυο μάτια τάχθηκε να ζει…
Δυσκολεύτηκα να το δεχθώ πάντως.
Αλλά τελικά μάλλον απλά το αποδέχθηκα.
Ίσως και να μην άξιζε για ό,τι μου πήρε !!!!!!!!!!!!!!!!!
Έδωσα...
Πήρα....
Κι όλα μπροστά μου μείνανε!
και?
Αλλά τελικά μάλλον απλά το αποδέχθηκα.
Ίσως και να μην άξιζε για ό,τι μου πήρε !!!!!!!!!!!!!!!!!
Έδωσα...
Πήρα....
Κι όλα μπροστά μου μείνανε!
και?
και έτσι απλά έγινε το μείον, ίσον…
Ίδωμεν λοιπόν τι, ο απο-λογισμός ετούτος, θα μου φέρει…
Ίδωμεν λοιπόν τι, ο απο-λογισμός ετούτος, θα μου φέρει…
ισον το (άκλιτο) :
μαθηματικό σύμβολο που δηλώνει
μια σχέση απόλυτης ισότητας,
ερμηνεία από το on-line λεξικό Τριανταφυλλίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου