Βόλτες κόβει η θλίψη,
στα πεζοδρόμια των ματιών απ’ το πρωί.
Και δεν λέει να σταματήσει τούτο το πάνω κάτω,
όπως και κάθε τέτοια μέρα καθαριότητας.
Τα βλέφαρα κουρασμένα,
ήρθε στιγμή που είπανε να φύγουνε,
πόρτες κλείσανε σίγουρα, μήπως και παράθυρα;
Αδιάφορα εγκατέλειψαν. Τι ξέρουν άλλωστε αυτά
για των ψυχών τα σκονίσματα;
Κι όπως κάποιο λίγο φως μπαίνει
στο μικρό δωμάτιο του κορμιού,
όλη του την σκόνη δείχνει.
Αυτή να είναι που στο σπίτι,
μυρωδιά παλιού ξυλάδικου αφήνει;
Κι έτσι όπως όλα τα αγάλματα της μνήμης
έσκυψαν ευλαβικά να καθαρίσουν,
‘Προσέχετε’ φώναξα, σιωπώντας.
‘Προσέχετε τούτη εκεί την κορνίζα.
Δεν βλέπετε ότι στα μάτια μέσα της,
ούτε μια τόση δα σκόνη θλίψης δεν έχει;
Ήσυχη αφήστε την,
αυτή από καιρό περάστηκε με λούστρο αμνησίας.’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου